.

.
Πατήστε στην εικόνα για να δείτε το πρόγραμμα

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΡΗΞΗΣ ΜΕ ΤΟΝ «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΡΟΜΟ»*

Toυ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΩΤΗΡΗ*
Το 2014 κανείς δεν μπορεί να έχει πια αυταπάτες για το παρόν και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Επικρίσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση που μπορεί κιόλας να χαρακτηρίζονταν και υπερβολικές ξαφνικά φαντάζουν ιδιαίτερα μετρημένες σε σχέση με το πρακτική της ΕΕ τα χρόνια που ακολούθησαν το ξέσπασμα της κρίσης.
 
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι:

- Τα μνημόνια, ιδίως στη Ελλάδα αποτελούν το μεγαλύτερο ίσως πείραμα νεοφιλελεύθερης κοινωνικής μηχανικής, που ως προς την κλίμακα και τη βία ξεπερνούν ακόμη και τα περιβόητα «προγράμματα δομικής προσαρμογής» του ΔΝΤ.
- Η κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας μέσα από πρωτοφανείς μηχανισμούς επιτήρησης, επιτροπείας και σχεδόν αποικιοκρατικής λεηλασίας δημόσιου πλούτου και πόρων, μια τεράστια επιχείρηση αναδιανομής πλούτου σε βάρος των εργαζομένων. Ας μην ξεχνάμε ότι ολοένα και περισσότερο αναδεικνύεται η ίδια η θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ ως ένα ακραία αντιδημοκρατικό και αυταρχικό υβρίδιο: η λογική του συνταγματισμού χωρίς δημοκρατία που καθοδηγεί το θεσμικό «ευρωπαϊκό κεκτημένο» διευκολύνει τον επιχειρηματικό κόσμο (καθώς όχι μόνο διαμορφώνει συνθήκη αναίρεσης δικαιωμάτων, αλλά και νέα πεδία ανταγωνισμού και διαπραγμάτευσης για τις αστικές δυνάμεις), αλλά περιορίζει σε βαθμό αναίρεσης τα δικαιώματα παρέμβασης των εργατικών και λαϊκών τάξεων.


- Η βίαιη επιβολή μιας αρχιτεκτονικής «ευρωπαϊκού Νότου» μέσα από την βίαιη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας σε ένα πρότυπο καταμερισμού που υποτιμά και απαξιώνει πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες προς όφελος μιας στροφής στον ανταγωνισμό με βάση το κόστος εργασίας, τον τουρισμό, τον ήλιο για φωτοβολταϊκά κ.λπ.
- Δικαιώθηκαν – και με το παραπάνω – όλοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι το ευρώ δεν είναι παράγοντας ούτε ευημερίας ούτε σταθερότητας. Αποδείχτηκε ότι είναι κρίσιμη πλευρά του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς ταυτόχρονα διαμορφώνει ένα ατσάλινο κλουβί του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού (αμοιβαία εκχώρηση εθνικής νομισματικής κυριαρχίας με αντάλλαγμα τη συνεχή πίεση για καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις ) αλλά και ένα πεδίο ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας (ενίσχυση των σχηματισμών αυξημένης παραγωγικότητας, εν προκειμένω το ευρώ ως βασικός μοχλός της «Γερμανικής» Ευρώπης). Αποδείχτηκε, ταυτόχρονα, ότι σε συνθήκες κρίσης το ευρώ λειτουργεί ως μηχανισμός που επιτείνει την κρίση, παροξύνει την κρίση χρέους και εντείνει αποδιαρθρωτικές δυναμικές.
Σε αυτό το επίπεδο είναι δεδομένο ότι σήμερα καθίστανται επιτακτικές και αυτονόητες ορισμένες πολιτικές κατευθύνσεις. Είναι σχεδόν αυτονόητο ότι είναι αδύνατο να μπορέσουμε να έχουμε οποιαδήποτε απαλλαγή από όλο το βάρος των θεσμικών, υλικών εξαναγκασμών που αποτυπώνονται στα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, παρά μόνο μέσα από το τρίπτυχο.
- Παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, μια που διαφορετικά δεν θα σταματήσει μια τεράστια οικονομική διαρροή και παραμένουμε σε επιτροπεία. Σημειώνουμε εδώ ότι το θέμα της διαγραφής του χρέους δεν είναι ούτε τεχνικό θέμα ούτε και στενά νομικό (παρότι υπάρχουν σαφή νομικά επιχειρήματα υπέρ του χαρακτηρισμού του ως επαχθούς). Είναι πολιτικό και αφορά το εάν και κατά πόσο υπάρχει σαφής πολιτική κατεύθυνση σύγκρουσης με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και τις ταξικές στρατηγικές που αποτυπώνονται στο χρέος.
- Έξοδος από την ευρωζώνη ως αναγκαία συνθήκη για την ανάκτηση δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου στην οικονομική πολιτική αλλά και για την αύξηση της δημόσιας δαπάνης.
-Απειθαρχία και συνειδητή ρήξη με ένα ολόκληρο φάσμα από θεσμικούς περιορισμούς που θέτει το πλαίσιο των συνθηκών της ΕΕ, είτε σε σχέση με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τα ελλείμματα, είτε σε σχέση με τους όρους λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος (θεωρώντας δεδομένη την άμεση εθνικοποίησή τους, όπως και των άλλων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας).


Ένα τέτοιο πλαίσιο, αλλά και συνολικά ένας δρόμος εφαρμογής ενός αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος που να αντιπροσωπεύει τις ανάγκες των εργαζόμενων τάξεων δεν μπορεί κατά τη δική μας γνώμη να πραγματοποιηθεί εντός της ΕΕ. Αυτή η τοποθέτηση δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί ως μια «αριστερίστικη» προσπάθεια, και μάλιστα με διάθεση διαχωρισμού, να προσθέσουμε κάτι στην αμεσότητα του αιτήματος για το ευρώ. Απλώς εντοπίζει την ίδια την υλικότητα των διακυβευμάτων και των αναμετρήσεων που είναι μπροστά μας. Αυτό προκύπτει από το εύρος των πραγματικών θεσμικών υλικών δεσμεύσεων και μορφών αναίρεσης της λαϊκής κυριαρχίας και ενσωμάτωσης του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» που συνεπάγεται η διαδικασία αυτή: από όλες τις μορφές «επιτήρησης» και την υποχρεωτική απελευθέρωση αγορών μέχρι όλες τις επιπτώσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η πρόσδεση στην ΕΕ έχει δείξει με σαφήνεια τις επιπτώσεις της και άρα δεν μπορεί παρά να είναι τμήμα ενός αναγκαίου μεταβατικού προγράμματος ο στόχος της αποδέσμευσης.

Οι προβληματισμοί περί των ελληνικών εξαγωγών προς την ΕΕ που θα χαθούν είτε υπερεκτιμούν τη γενική βαρύτητα των εξαγωγών στην ελληνική οικονομία είτε υποτιμούν τη δυνατότητα η χώρα να συνεχίσει να έχει συναλλαγές με το εξωτερικό. Όσο για τις απώλειες χρηματοδοτήσεων, εάν έχουμε την εκτίμηση ότι αυτές οι εισροές από την ΕΕ είχαν μεγαλύτερο κόστος όφελος, τότε είναι προφανές ότι πρέπει να χαράξουμε μια εναλλακτική πολιτική με το κριτήριο να μην έχουμε αυτές τις εισροές.

Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Η έξοδος από το ευρώ και η ρήξη με την ΕΕ εντάσσεται σε μια ταξική στρατηγική, για την προστασία από τον ανταγωνισμό από κεφάλαια υψηλότερης παραγωγικότητας. Αποτελεί μηχανισμό προστασίας της εγχώριας παραγωγικής βάσης από την αθρόα εισβολή εισαγόμενων προϊόντων. Τα εισαγόμενα προϊόντα, όταν είναι φτηνότερα, επειδή προέρχονται από χώρες με φθηνότερη εργασία ή/και αυξημένη παραγωγικότητα, λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για τη μείωση του κόστους εργασίας (μείωση πραγματικού μισθού) και για καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που ενισχύουν την εκμετάλλευση των εργαζομένων. Τα σταθερά νομίσματα, οι σταθερές ισοτιμίες και οι νομισματικές ενώσεις, σε συνθήκη διεθνοποίησης του κεφαλαίου λειτουργούν ως μηχανισμοί επιβολής λιτότητας, και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Επομένως, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως απλώς ένα νέο-προστατευτικό βήμα παρεμπόδισης εισαγωγών και της προστασίας της εγχώριας παραγωγικής βάσης. Η ανάκτηση ελέγχου στη νομισματική πολιτική εντάσσεται στην προοπτική του μεγαλύτερου δημοκρατικού ελέγχου στην οικονομική πολιτική και της προστασίας κοινωνικών κατακτήσεων και εναλλακτικών μορφών οργάνωσης της παραγωγής, απέναντι στην βία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Και επειδή γίνεται μεγάλη κουβέντα πάνω στο θέμα του υποτιθέμενου απομονωτισμού, για εμάς, είναι προφανές ότι το όραμα της Αριστεράς για τη διεθνή συνεργασία δεν μπορεί να είναι η τωρινή εκδοχή διεθνοποίησης της παραγωγής, όπου το πιο απλό καθημερινό προϊόν έχει ως προς την κατασκευή του κάνει αρκετές φορές το γύρο του κόσμου, νομιμοποιώντας μορφές διεθνούς καταμερισμούς εργασίας, μορφές κοινωνικού ντάμπινγκ και τις «ειδικές οικονομικές ζώνες» και αφήνοντας ένα όχι και τόσο καλό ενεργειακό και οικολογικό αποτύπωμα. Η αποκέντρωση, η τοπικότητα, η τάση προς μια ορισμένη αυτάρκεια, η στροφή προς πιο ήπιες μορφές παραγωγής είναι αναγκαίες πλευρές μιας σοσιαλιστικής κατεύθυνσης για την παραγωγική ανασυγκρότηση, σε τομή και με τον ανορθολογικό παραγωγισμό του κεφαλαίου, αλλά και έναν ορισμένο «σοσιαλιστικό παραγωγισμό».

Επιπλέον, η ρήξη με την ΕΕ είναι μια αναγκαία διεργασία επανακατοχύρωσης της λαϊκής κυριαρχίας. Συμπυκνώνει ένα δημοκρατικό αίτημα αυτοκαθορισμού της εργαζόμενης πλειοψηφίας σε ένα δοσμένο γεωγραφικό χώρο. Η ανασημασιοδότηση της έννοιας του λαού ως του συνόλου όσων εργάζονται, αγωνίζονται και ζουν σε έναν τόπο (μια μη «εθνοτική» σύλληψη της ιδιότητας του πολίτη κόντρα στους μύθους του αίματος και της καταγωγής) μπορεί να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση.

Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συλλογική επεξεργασία ενός ολόκληρου σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης, σε μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική, ενός εναλλακτικού κοινωνικού υποδείγματος σε ρήξη και με τον καταναγκασμό της αγοράς και τον καταναλωτικό ευδαιμονισμό, ένα νέο πρότυπο ευημερίας, ένα πρότυπο συλλογικής προσπάθειας, εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, βασισμένο πρώτα και κύρια πάνω στην εμπειρία και τη συλλογική επινοητικότητα των ίδιων των αγωνιστών μέσα στα κινήματα.

Όμως, όλα αυτά προσκρούουν στην καταναγκαστική ευρωφιλία τόσο της ευρωπαϊκής Αριστεράς όσο και – δυστυχώς – της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι τυχαίο ότι σήμερα η αποδοχή του πλαισίου της ευρωζώνης και του μηχανισμού της δανειοδότησης ως αναπόδραστο στοιχείο, λειτουργεί ως ο κόμβος γύρω από τον οποίο ξεδιπλώνονται μια σειρά μετατοπίσεις: λογική διαπραγμάτευσης με την Τρόικα, ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί, αποδοχή της αποπληρωμής του χρέους, εγγυήσεις προς τον κόσμο των επιχειρήσεων, κοντολογίς μια λογική «λιτότητας με ανθρώπινο πρόσωπο», μια προοπτική που και αλυσιτελής είναι (ενέχοντας τον κίνδυνο στην κατάρρευσή της να οδηγήσει όντως στον εφιάλτη του «αριστερού διαλείμματος») και δεν μπορεί να εμπνεύσει αυτοπεποίθηση, εφόσον συντηρεί τον κυρίαρχο ιδεολογικό μύθο ότι δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα ρήξης με την ΕΕ και συνολικά τον «ευρωπαϊκό δρόμο». Και επειδή, με αφορμή τις διεργασίες στην Ιταλία πολλοί θυμήθηκαν τον Αλτιέρο Σπινέλι, καλό θα είναι να θυμούνται ότι τη σημερινή μορφή της ΕΕ δεν την όρισε το ψήφισμα Σπινέλι το 1984, αλλά η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986 και το Μάαστριχτ.

Όσο για τις πολεμικές απέναντι στον υποτιθέμενο «εθνοσωβινισμό» όσων είναι αντίθετοι στο ευρώ και την ΕΕ, δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε ότι στον πυρήνα τους οδηγεί στην αναπαραγωγή τοποθετήσεων που θυμίζουν τμήματα του διεθνούς εργατικού κινήματος στις αρχές του 20ου αιώνα (π.χ. την υποτίμηση των αιτημάτων αυτοδιάθεσης στο όνομα της ταξικής ενότητας εντός των μεγάλων αυτοκρατοριών), που στην περίπτωσή μας μεταφράζεται στον υποτιθέμενα ευνοϊκότερο συσχετισμό σε επίπεδο ΕΕ, ουσιαστικά νομιμοποιούν τη νομοτελειακή αποδοχή της διαδικασίας της ενοποίησης. Και έχει ενδιαφέρον ότι σε αυτό συγκλίνουν τόσο οι τάσεις της Ευρωαριστεράς όσο και τμήματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Το αποτέλεσμα είναι ένας πολιτικός λόγος που την ίδια ώρα που καταγγέλλει με τα πιο μελανά χρώματα την ΕΕ, τους θεσμούς, τις αποφάσεις της, σπεύδει να προτείνει ως λύση την «άλλη» λειτουργία των ίδιων αυτών των ευρωπαϊκών θεσμών. Μόνο που αυτό είναι η μαγική εικόνα μιας Ευρώπης όπου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έχει αναδιανεμητικό ρόλο, η Κομισιόν θα λειτουργεί ως δημοκρατικό κέντρο απόφασης, οι μεγάλες οικονομίες θα έχουν στάση αλληλεγγύης. Μόνο που αυτό δεν είναι πολιτική στρατηγική αλλά το οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού: μόνο που επειδή φαντάζομαι ότι κάτι υπάρξει, δεν σημαίνει και ότι αυτό μπορεί να υπάρξει.

Υπάρχει και η μυθολογία ότι μπορούμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στο ευρωπαϊκό επίπεδο από ό,τι στο εθνικό. Δηλαδή αντιμέτωποι με την πραγματικότητα 28 χωρών, την ανισότητα ανάπτυξης του κινήματος και της Αριστεράς, τις διαφορετικές παραδόσεις αλλά και την πολύ πιο αντιδημοκρατική, ούτως ή άλλως συγκρότηση των Ευρωπαϊκών θεσμών, που είναι εκ της φύσεως πολύ πιο απρόσβλητοι από την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα μπορούμε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι στο εσωτερικό κοινωνικών σχηματισμών, με όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού και με χαρακτηριστικά «αδύναμου κρίκου».

Όσο για την υποτιθέμενη ταύτιση με αστικές δυνάμεις, πόσο δύσκολο είναι να διαπιστωθεί η ομοθυμία, ειδικά στην Ελλάδα των αστικών μερίδων υπέρ της ΕΕ και κατά βάση και του ευρώ. Άλλωστε, ακόμη και εάν οι αστικές δυνάμεις μπορεί να μετατοπίζονται αυτό παραπέμπει στο βάθεμα ρηγμάτων και στον τρόπο που λαϊκός παράγοντας βάζει την ατζέντα, άρα πεδίο σημαντικό για την Αριστερά να αρθρώσει τέτοιους στόχους και να διατηρήσει την πολιτική πρωτοβουλία. Άλλωστε, είναι πολύ σημαντικό ότι για πρώτη φορά έχουμε τόσο ευρεία απονομιμοποίηση της ΕΕ και σε επίπεδο ακόμη και δημοσκοπικών τάσεων.

Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά εκχωρούν κρίσιμο πολιτικό χώρο στην ακροδεξιά. Σήμερα από διάφορες πλευρές προβάλλεται σαν μπαμπούλας ο «ευρωσκεπτικισμός». Αυτό είναι λογικό αφού αποτυπώνει την επίγνωση της μεγάλης απονομιμοποίησης που έχει υποστεί το «ευρωπαϊκό όνειρο» στα μάτια ευρύτερων τμημάτων των λαϊκών τάξεων στην Ευρώπη ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας, των επιπτώσεων της κρίσης και της εμφανούς αδυναμίας της ΕΕ να προσφέρει διέξοδο, αλλά και της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στην καθημερινότητα των πολιτών και την αποστειρωμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο επίπεδο των ευρωθεσμών. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι παράλογο ευρύτερα στρώματα να διεκδικούν μια επιστροφή σε ένα αναβαθμισμένο ρόλο των εθνικών κρατών ως μορφή άμυνας απέναντι στη βία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, έστω και με αντιφατικό τρόπο.

Το πρόβλημα είναι ότι απέναντι σε αυτή την εύλογη ανησυχία τα περισσότερα τμήματα της Αριστεράς στην Ευρώπη προτιμούν να απαντούν με γενικόλογες επικλήσεις στο αίτημα μιας άλλης αντινεοφιλελεύθερης πορείας της ΕΕ, που ολοένα και περισσότερο φαντάζει σαν κενό ευχολόγιο. Ως αποτέλεσμα, έρχονται στο προσκήνιο άλλες δυνάμεις κύρια από το χώρο της ακροδεξιάς να καλύψουν αυτό το κενό προβάλλοντας τη δική τους εκδοχή ενός πατερναλιστικού και αυταρχικού κράτους ως άμυνα απέναντι στην «παγκοσμιοποίηση». Το παράδοξο - και ταυτόχρονα ενδεικτικό του βαθμού εγκατάλειψης ορισμένων αιχμών από τη μεριά της Αριστεράς – είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα κόμματα της ακροδεξιάς δεν διατυπώνουν ευθείς στόχους ρήξης με την ΕΕ απλώς καπηλεύονται το ότι φαίνονται να είναι τα μόνα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από αβάσταχτη ευρωφιλία.

Όλα αυτά ενέχουν σοβαρούς κινδύνους. Τα κόμματα της Αριστεράς αδυνατούν να οριοθετηθούν από την κεντρική επιλογή των αστικών τάξεων και ταυτόχρονα εκχωρούν πλήρως μια κρίσιμη πολιτική και ιδεολογική αναφορά, δηλαδή την κριτική στην εχθρική για τους λαούς ΕΕ, σε ανταγωνιστικές και επικίνδυνες ιδεολογίες. Αυτό απλώς ενισχύει τις κυρίαρχες δυνάμεις και μπορεί να εξηγήσει γιατί εν μέσω της κρίσης και των ανακατατάξεων που έχουν συμβεί δεν μπορεί να ανέβει η Αριστερά. Ταυτόχρονα, καταδεικνύουν την αδυναμία τους να μπορούν να έχουν ένα όντως ηγεμονικό πρόταγμα, για την κατεύθυνση που θα πάρουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, προσφέροντας απλώς, ηγεμονευόμενες, την «αριστερή» εκδοχή της κυρίαρχης στρατηγικής. Έτσι, όμως, δεν μπορούν να διαμορφώσουν πραγματικά ανταγωνιστικά και ηγεμονικά πολιτικά και κοινωνικά μπλοκ, αφήνοντας όλο το περιθώριο στις αστικές δυνάμεις.

Επομένως, περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε έναν ευρωσκεπτικισμό της Αριστεράς. Χρειαζόμαστε την αναμέτρηση με το γεγονός ότι σήμερα η ΕΕ μεταλλάσσεται, με γοργούς ρυθμούς σε ό,τι το πιο αντιδραστικό, εκμεταλλευτικό και αντιδημοκρατικό γνώρισε η Ευρώπη μετά το Ναζισμό, σε μια διαδικασία πλήρους θεσμοθέτησης - και μάλιστα με τρόπο μη αντιστρεπτό - του πιο επιθετικού νεοφιλελευθερισμού, σε έναν νέο, αποικιοκρατικό στον επιτονισμό του, ευρωπαϊκό καταμερισμό, ας μια συστηματική κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας, σε ένα ατσάλινο κλουβί επίτασης των τάσεων που οδήγησαν στη σημερινή κρίση.

Απέναντι σε αυτό δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ανοιχτή προβολή στόχων ρήξης, ξεκινώντας από την αυτονόητη έξοδο από το ευρώ μαζί με όλο το ξήλωμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου μετά το Μάαστριχτ, παράλληλα με την ορθή επανεκτίμηση της αξίας που έχει η διεκδίκηση της ανάκτησης της λαϊκής κυριαρχίας. Δεν είναι αναδίπλωση στην υποτιθέμενη ασφάλεια του εθνικού κράτους, αλλά επικέντρωση σε εκείνο το πεδίο όπου πραγματικά διεξάγεται η ταξική πάλη, όπου μπορούν να υπάρχουν θετικές τομές, όπου μπορούν να συγκροτηθούν πλατιές συμμαχίες των υποτελών τάξεων και αυτές να διεκδικήσουν να ηγηθούν των ευρωπαϊκών κοινωνιών και να αποτελέσουν δυνάμει ιστορικά μπλοκ.

Ότι στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορούν και συνασπίζονται, παρά τις αντιθέσεις τους οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, τουλάχιστον στο βαθμό που μπορούν να έχουν μια κοινή στρατηγική απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας δεν σημαίνει δυστυχώς ότι εκεί είναι μπορούν να συνασπιστούν και οι δυνάμεις της εργασίας. Στην πραγματικότητα η ίδια η υλικότητα των ευρωπαϊκών θεσμών, τα ίδια τα πολλαπλά φίλτρα και οι ασφαλιστικές δικλείδες απέναντι στην παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, πάνω από όλα το ίδιο το θεσμικό υβρίδιο ενός συνταγματισμού χωρίς νομιμοποίηση, σημαίνουν ότι αναπαράγεται και επιτείνεται μια συνθήκη αποκλεισμού και κατακερματισμού των ευρωπαϊκών υποτελών τάξεων.

Οι χαρωπές και ενίοτε ενδιαφέρουσες συναντήσεις εκπροσώπων κινημάτων από διαφορετικές χώρες, ή οι συμβολικές διαδηλώσεις στις Βρυξέλλες δεν σηματοδοτούν διαμόρφωση μιας πανευρωπαϊκής συμμαχίας των υποτελών τάξεων, όπως ακριβώς τα παγκόσμια κοινωνικά φόρα δεν δημιούργησαν μια παγκόσμια ενιαία δημόσια σφαίρα ή μια παγκόσμια κοινωνία των πολιτών. Ακόμη χειρότερα εάν θεωρηθούν ότι αποτελούν την προνομιακή μορφή παρέμβασης, κινδυνεύουν να είτε να υποβιβαστούν σε μια παραλλαγή αγωνιστικού λόμπι ή ακόμη χειρότερα σε κινηματική εκδοχή της διαβούλευσης με την κοινωνία των πολιτών που απλόχερα προσφέρει ενίοτε η ΕΕ ως υποκατάστατο της πραγματικής δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας που καθημερινά υπονομεύει.

Στην ιστορία του εργατικού κινήματος, οι μεγάλες τομές πάντα είχαν σχέση και με την συγκεκριμένη και επικαθορισμένη από τους όρους της συγκυρίας απάντηση στα ερωτήματα που άπτονται της συνάντησης ανάμεσα στο εθνικό και το υπερεθνικό, ή τα ερωτήματα που άπτονται των αντιφάσεων μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα σε πιο παραδοσιακή μαρξιστική τοποθέτηση. Εκεί συμπυκνώνονταν οι ανταγωνιστικές ταξικές στρατηγικές που αφορούν σε τελική ανάλυση το προς τα πού θα πάει μια κοινωνία, μια χώρα. Σήμερα η στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, το εάν και κατά πόσο θεωρείται αναπόφευκτη, αναπόδραστη και μη αντιστρέψιμη (κατά τον ίδιο τρόπο που σοσιαλιστές απολογητές του ιμπεριαλισμού στην αρχή του 20ου αιώνα υπερασπίζονταν τη θέση τους με βάση το νομοτελειακό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας - ενίοτε και τον προοδευτικό και εκπολιτιστικό του ρόλο), ή εάν αντίθετα προκρίνεται η ρήξη και η σύγκρουση, ορίζει τη διαχωριστική γραμμή μέσα στην ευρωπαϊκή Αριστερά, πολύ πιο αποτελεσματικά από οποιοδήποτε τυπικό «αντικαπιταλιστικό» ή «κινηματικό» πρόσημο.

Σήμερα στην ελληνική κοινωνία έχει ανοίξει σαν υλικό ενδεχόμενο, η ρήξη με τον «ευρωπαϊκό» δρόμο, μέσα από την ίδια την όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και τη βαθιά πολιτική κρίση. Δυστυχώς, αυτό το ενδεχόμενο δεν εκπροσωπείται πολιτικά, γιατί οι από διαφορετικές αφετηρίες και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν εκτιμούν ότι είναι άμεση αιχμή και άμεσος πολιτικός στόχος η ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων συζητούν πάνω σε αυτό το ενδεχόμενο. Ή θα αρθρώσουν, με τρόπο αυτοτελή, μια εναλλακτική αφήγηση ρήξης με την κεντρική επιλογή της ελληνική αστικής τάξης, την πρόσδεση στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο, ή θα παραμένει χωρίς νικηφόρα προοπτική μια τεράστια κοινωνική και πολιτική δυναμική που έχει καύσιμα για μεγάλες ανατροπές, που μπορεί να συγκροτήσει, υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας ένα δυνάμει ιστορικό μπλοκ.

*Ομιλία στην διημερίδα της ιστοσελίδας iskra.gr, του Rproject και του ΜΑΧΩΜΕ, 6-7 Φλεβάρη 2014

πηγή: iskra.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου