Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Ο Χρήστος Τσερπάνης πρωταγωνιστής επί μία 20ετια και πλέον στον αγώνα για την προστασία του άλσους και του περιβάλλοντος, μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες και ντοκουμέντα με το ιστορικό προστασίας του άλσους από τους κατοίκους 1

Στο παρακάτω ντοκουμέντο, εισηγητής είναι ο μετέπειτα υπηρεσιακός Πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμένος.





Σ.τ.Ε. 1567/2005
[Γήπεδο Ποδοσφαίρου Α.Ε.Κ.]
Πρόεδρος: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Π. Πικραμμένος, Σύμβουλος
Ημερομηνία δημοσίευσης: 19.05.2005
Οικιστικό περιβάλλον. Ρυμοτομικά σχέδια. Έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Διάκριση λειτουργιών. Περιβαλλοντική πληροφόρηση. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3207/2003, οι οποίες τροποποιούν το άρθρο 19 του ν. 3044/2002 για τη μεταβολή του ρυμοτομικού σχεδίου της Ν. Φιλαδέλφειας στο χώρο του Σταδίου της Α.Ε.Κ., αντίκεινται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντ.). Η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η συνδρομή των οποίων πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του. Η θέσπιση με νόμο χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων είναι συνταγματικά επιτρεπτή μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής επιστημονικής μελέτης. Οι διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 3044/2002 αντίκεινται στα άρθρα 4, 24 και 26 του Συντάγματος. Παραπέμπεται η υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.
Βασικές σκέψεις
«6. Επειδή, ενόψει των πιο πάνω ρυθμίσεων του άρθρου 11 του ν. 3207/2003 ανακύπτει προεχόντως το ζήτημα αν οι νεότερες αυτές διατάξεις συνεπάγονται κατάργηση της δίκης. Περαιτέρω, επί του ζητήματος αυτού το οποίο εξαρτάται από το κύρος των διατάξεων του νέου νόμου και, συγκεκριμένα, από την κρίση αν οι διατάξεις αυτές συνάδουν ή όχι προς το Σύνταγμα, και γενικότερα επί του ζητήματος της επιρροής του νέου νόμου (320Τ/2003) επί της υποθέσεως, το οποίο ανέκυψε οψιγενώς, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα ο παραπάνω νόμος δημοσιεύθηκε μετά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και ενώ αυτή ήταν υπό διάσκεψη, τίθεται το ερώτημα αν το Δικαστήριο πρέπει, κατ' εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης, να δώσει την δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους και επομένως αν πρέπει να αναβάλει την εκδίκαση της υποθέσεως για τον λόγο αυτόν (Βλ. Σ.Ε. 1648, 1649/1994). Κατά την γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, δεν επιβάλλεται στην προκειμένη περίπτωση να αναβληθεί η εκδίκαση της υποθέσεως διότι εάν, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, κριθεί ότι υφίσταται αντίθεση του άρθρου 11 του ν. 3207/2003 προς το Σύνταγμα, η υπόθεση θα παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του Συντάγματος και συνεπώς οι διάδικοι θα έχουν την δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί της επιρροής του εν λόγω νόμου στην υπόθεση κατά την συζήτηση ενώπιον του σχηματισμού αυτού. Κατά την ειδικότερη δε άποψη που υπεστήριζαν ο Σύμβουλος Σ. Ρίζος και ο Πάρεδρος θ. Αραβάνης το Δικαστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να κρίνει την συνταγματικότητα των διατάξεων του νόμου, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει τις απόψεις των διαδίκων και επομένως δεν υφίσταται θέμα αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως για τον λόγον αυτόν. Τέλος, κατά την άποψη του Προέδρου του Τμήματος Κ. Μενουδάκου και της Συμβούλου Α. Θεοφιλοπούλου, συντρέχει εν προκειμένω, κατ' εφαρμογή της αρχής της δίκαιης δίκης, περίπτωση αναβολής εκδικάσεως της υποθέσεως, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους περί της επιρροής του νεοτέρου ν. 3207/2003 επ' αυτής, είτε προς υποστήριξη, είτε προς αμφισβήτηση του κύρους του. (Πρβλ. Σ. Ε. 1648, 1649/1994)…
12. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν αποκλείεται μεν η, κατ' απόκλιση από την συνήθη διοικητική διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες κανονιστικού χαρακτήρα νομοθετικές διατάξεις, θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο, υπό την προϋπόθεση όμως ότι με τις ρυθμίσεις αυτές δεν θίγονται ατομικά δικαιώματα και δεν παραβιάζονται άλλες συνταγματικές διατάξεις ή αρχές, καθώς και οι σχετικοί ορισμοί του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένου ότι πρόκειται πάντως για απόκλιση από την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και επομένως, οι λόγοι προσφυγής στην διαδικασία αυτή πρέπει να προκύπτουν από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου.
13. Επειδή, εξάλλου, με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 24 του αναθεωρημένου Συντάγματος έχει αναχθεί σε συνταγματικά προστατευόμενη αξία το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, από το οποίο εξαρτάται η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών. Οι συνταγματικές αυτές διατάξεις απευθύνουν επιταγές στο νομοθέτη (κοινό ή κανονιστικό) να ρυθμίσει την χωροταξική ανάπτυξη και πολεοδομική διαμόρφωση της χώρας με βάση ορθολογικό σχεδιασμό υπαγορευόμενο από πολεοδομικά κριτήρια, σύμφωνα με την ιδιομορφία, την φυσιογνωμία και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Κριτήρια για την χωροταξική αναδιάρθωση και την πολεοδομική ανάπτυξη των πόλεων και των οικιστικών εν γένει περιοχών είναι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της αναπτύξεως των οικισμών και η εξασφάλιση των καλλίτερων δυνατών όρων διαβιώσεως των κατοίκων. (Σ. Ε. Ολ. 1528/2003).
14. Επειδή, περαιτέρω όπως προκύπτει από την διατύπωση του, το νέο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος, το οποίο συμπληρώνει την βασική ρύθμιση περί χωροταξικής και πολεοδομικής οργανώσεως της χώρας και το οποίο ορίζει ότι "οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης" δεσμεύει όλα τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου και του κοινού νομοθέτη. Έχει δε την έννοια ότι ειδικά κατά την θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων τόσο η Διοίκηση όσο και ο κοινός νομοθέτης, (στις εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις, οποίες, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη είναι επιτρεπτό στον τελευταίο να επιβάλει με πράξη του νομοθετικού οργάνου τέτοιες ρυθμίσεις) οφείλουν προς επίτευξη του τασσομένου σκοπού της εξυπηρετήσεως της λειτουργικότητας και αναπτύξεως των οικισμών και της εξασφαλίσεως των καλλιτέρων όρων διαβιώσεως να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στην συγκεκριμένη κάθε φορά ρύθμιση. Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφόσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής για την προτεινομένη ρύθμιση επιστημονικής μελέτης, (βλ. σχετικώς και την εισήγηση του εισηγητή της πλειοψηφίας κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος και Υπουργού Πολιτισμού Ε. Βενιζέλου, κατά την οποία η διάταξη αυτή "επιτάσσει στο νομοθέτη (τυπικό και κανονιστικό) να λαμβάνη υπ' όψη του και να σταθμίζει όλα τα δεδομένα (δηλαδή να προβαίνει σε συστηματικές και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις και να κάνει όλη την αναγκαία επιστημονική προεργασία). Επιτάσσει ακόμα στο νομοθέτη (τυπικό και κανονιστικό) σι τεχνικές κρίσεις και αξιολογήσεις που κάνει να γίνονται κατά τους κανόνες: της (χωροταξικής και πολεοδομικής) επιστήμης…».
Σχόλιο
Η απόφαση αποτελεί μία από τις σημαντικότερες που έχει εκδώσει το Συμβούλιο της Επικρατείας τα τελευταία χρόνια. Με αυτήν κρίνεται σειρά νομικών ζητημάτων για την προστασία του οικιστικού ιδίως περιβάλλοντος, οριοθετείται δε η ευχέρεια του κοινού νομοθέτη να παρακάμπτει τον ακυρωτικό έλεγχο του Δικαστηρίου με την προσφυγή στη μέθοδο της άσκησης κατ’ ουσίαν διοικητικού έργου από τη νομοθετική λειτουργία. Η απόφαση διακρίνεται για την υποδειγματική αιτιολογία της και για τις αναλυτικές κρίσεις που περιέχει. Τα σημαντικότερα από τα ζητήματα που κρίνει είναι τα εξής:
1. Δεν συντρέχει λόγος αναβολής της δίκης προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους ως προς το αν νόμος, ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Σ.τ.Ε. και οδηγεί σε κατάργηση της δίκης, είναι αντισυνταγματικός. Παρά το γεγονός ότι η ανωτέρω άποψη που υιοθέτησε η πλειοψηφία ανταποκρίνεται στην αρχή της οικονομίας της δίκης, αφού οι διάδικοι μπορούν να αναπτύξουν τα σχετικά επιχειρήματά τους ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στο οποίο παραπέμπεται η υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 5 Συντ., ορθότερη από δογματική έποψη φαίνεται να είναι η μειοψηφούσα γνώμη, κατά την οποία η αρχή της δίκαιης δίκης επιβάλλει στην περίπτωση αυτή να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Πράγματι, για το οψιγενές αυτό ζήτημα, το οποίο είναι κρίσιμο για την εξέλιξη της δίκης, επιβάλλεται, ενόψει του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., σε συνδυασμό με άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ. και άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ)[1], να ακουσθούν ενώπιον του Δικαστηρίου που καλείται να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 100 παρ. 5 Συντ. οι διάδικοι ως βασικοί παράγοντες της δίκης[2].
2. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3207/2003, οι οποίες τροποποιούν το άρθρο 19 του ν. 3044/2002 για τη μεταβολή του ρυμοτομικού σχεδίου της Ν. Φιλαδέλφειας στο χώρο του Σταδίου της Α.Ε.Κ. αντίκεινται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντ.), αφού συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτη σε εκκρεμή δίκη. Πρόκειται ασφαλώς για μία γενναία και νομικά θεμελιωμένη κρίση, η οποία αποβλέπει να αποτρέψει φαινόμενα περιγραφής και καταστρατήγησης εκ μέρους της νομοθετικής λειτουργίας διατάξεων που διέπουν την ακυρωτική δίκη, με σκοπό να παρακαμφθεί ο έλεγχος νομιμότητας της κρατικής δράσης που πραγματοποιεί το Δικαστήριο.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση ο νομοθέτης επιχείρησε ουσιαστικά να επιφέρει κατάργηση της δίκης που αφορά τη νομιμότητα διοικητικής πράξης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων και τη συνταγματικότητα των σχετικών με το συγκεκριμένο έργο διατάξεων του ν. 3044/2002. Προχώρησε για τον σκοπό αυτό αφενός στην μερική τροποποίηση του νόμου και αφετέρου στην κατάργηση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Πρόκειται για μια προφανή επέμβαση του νομοθέτη σε εκκρεμή δίκη, η οποία δεν συνάδει με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών.
3. Η θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού με τυπικό νόμο είναι δυνατή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η συνδρομή των οποίων πρέπει να προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του. Η συνήθης διοικητική διαδικασία για τη θέσπιση τέτοιων ρυθμίσεων περιλαμβάνει σειρά εγγυήσεων, οι οποίες απορρέουν και από την αρχή της προληπτικής δράσης του κράτους για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και από την αρχή της περιβαλλοντικής αειφορίας, οι οποίες κατοχυρώνονται ευθέως στο άρθρο 24 παρ. 1 εδ. β΄ Συντ. Απόκλιση από τις αρχές αυτές είναι θεμιτή μόνον όταν συντρέχουν αποχρώντες λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Η θέσπιση με νόμο ατομικών ρυθμίσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού δεν είναι επομένως κατ’ αρχήν συνταγματικά θεμιτή, αφού οδηγεί σε παράκαμψη κρίσιμων διοικητικών διαδικασιών που συνυφαίνονται με τη συνταγματική αρχή της πρόληψης.
4. Η ποιότητα ζωής και η υγεία των κατοίκων των πόλεων και των οικισμών εξαρτάται από το οικιστικό, φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η πραγματολογική αυτή κρίση του Δικαστηρίου έχει συγκεκριμένες κανονιστικές προεκτάσεις, αφού συνδέει ερμηνευτικά τις διατάξεις του άρθρου 24 Συντ. και, κυρίως, της περιβαλλοντικής αειφορίας με το κανονιστικό φορτίο που κομίζουν τα άρθρα 5 παρ. 5 και 21 παρ. 3 Συντ., τα οποία κατοχυρώνουν τόσο το ατομικό όσο και το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία[3]. Η κανονιστική αυτή όσμωση ενισχύει περαιτέρω το συνταγματικό περιεχόμενο της περιβαλλοντικής προστασίας. Επιπλέον, η αναγωγή στις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις θεμελιώνει πιο στέρεα τις συναφείς αποφάνσεις του Δικαστηρίου.
5. Με την αναθεώρηση του 2001 προστέθηκε ειδική πρόβλεψη στο άρθρο 24 παρ. 2 Συντ., σύμφωνα με την οποία «οι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις», που αφορούν μεταξύ άλλων την πολεοδόμηση, «γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης»[4]. Συνεπώς, τα «πολεοδομικά κριτήρια» στα οποία θεμελιώνεται η νομολογία του Σ.τ.Ε. δεν μπορεί παρά να ταυτίζονται με τα συναφή κριτήρια που υιοθετεί η επιστήμη. Ο τονισμός αυτός του lege artis πολεοδομικού σχεδιασμού[5] εκ μέρους του Συντάγματος καθιστά, νομίζουμε, περισσότερο αυστηρά τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου. Ο δικαστής αρκείται έτσι να ελέγξει αν ο νομοθέτης ή η Διοίκηση ακολουθούν επιστημονική τεκμηρίωση και μέθοδο για να καταλήξουν στις σταθμίσεις και στις επιλογές τους[6]. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, γνώμονας των επιστημονικών αυτών κριτηρίων είναι, σύμφωνα με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, η «εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και της ανάπτυξης των οικισμών» καθώς και η «εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης».
Η εν λόγω διάταξη που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001 στο άρθρο 24 παρ. 2 Συντ. αποβλέπει λοιπόν εν πρώτοις στην οριοθέτηση της ευχέρειας του ακυρωτικού δικαστή ή, υπό μια άλλη (ορθότερη) οπτική, στην υπογράμμιση και την επιβεβαίωση των ορίων του ακυρωτικού ελέγχου. Με την εξεταζόμενη απόφαση αναδεικνύεται πάντως ακόμη μία –εξαιρετικά σημαντική μάλιστα- λειτουργία της διατάξεως. Η θεμελίωση κατά τρόπο επιτακτικό της υποχρέωσης του νομοθέτη και της διοίκησης να συνεκτιμούν κατά τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων τα πορίσματα των επιστημών της χωροταξίας, της πολεοδομίας και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά στην εκάστοτε συγκεκριμένη ρύθμιση. Σε διαφορετική περίπτωση η ρύθμιση αυτή θα ήταν ευθέως αντισυνταγματική. Επιβεβαιώνεται και ενισχύεται έτσι ο διεπιστημονικός χαρακτήρας του αντικειμένου που εξετάζεται, δηλαδή του συνταγματικού συστήματος προστασίας του οικιστικού -αλλά και του φυσικού και του πολιτιστικού- περιβάλλοντος.
6. Οι πολεοδομικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον[7]πρέπει, ακόμη και αν θεσπίζονται με τυπικό νόμο, να είναι προϊόν επιστημονικής μελέτης, με την οποία γίνεται εκ των προτέρων εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από το σχεδιαζόμενο έργο. Επίσης πρέπει να έχει προηγηθεί αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Επιπλέον, πρέπει και ο κοινός νομοθέτης να ακολουθεί τις προβλεπόμενες διαδικασίες δημοσιότητας και ενημέρωσης των αρχών και του κοινού. Το Δικαστήριο θεμελιώνει τις ανωτέρω κρίσεις του αφενός στην αρχή της πρόληψης και αφετέρου στην «αρχή της ενημερώσεως των αρχών και του κοινού και εξασφαλίσεως της δυνατότητας συμμετοχής των ενδιαφερομένων»[8], τις οποίες μάλιστα θεμελιώνει τόσο στο Σύνταγμα όσο και στο κοινοτικό δίκαιο. Πρόκειται για εύστοχη κρίση, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα αναγνωριζόταν στο νομοθέτη η ευχέρεια να παρακάμπτει, να περιγράφει και να καταστρατηγεί τις ανωτέρω βασικές αρχές του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου.
[1] Πρβλ., αντί άλλων, Γ. Παπαδημητρίου, Η συνταγματική καθιέρωση της δικαστικής προστασίας, Δ, τ. 13 (1982), σ. 594 επ.
[2] Τούτο γίνεται περισσότερο φανερό στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος παραπομπής της υπόθεσης στην Ολομέλεια με βάση το άρθρο 100 παρ. 5 Συντ. Η κρίση έτσι για το αν συντρέχει περίπτωση παραπομπής ή μη στην Ολομέλεια προϋποθέτει, κατά την ορθότερη άποψη, την ακρόαση από το Δικαστήριο των διαδίκων.
[3] Για τη σύνδεση αυτή πρβλ. Απ. Παπακωνσταντίνου, Το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία, 2005.
[4] Πρβλ. τις ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του Κ. Μενουδάκου, στο συλλογικό έργο: Γ. Παπαδημητρίου (επιμ.), Το άρθρο 24 του Συντάγματος μετά την αναθεώρησή του, 2002, σ. 48-51.
[5] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, 2002, σ. 194.
[6] Πρβλ. Ε. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, όπ.π. (σημ. 2), σ. 195.
[7] Βλ. ιδίως Γ. Παπαδημητρίου, Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων κατά την οδηγία 85/337/ΕΟΚ. Ένα παράδειγμα στρεβλής προσαρμογής του ελληνικού προς το κοινοτικό δίκαιο, ΕΕΕυρΔ, τ. 12 (1992), σ. 243 επ.
[8] Για τα σχετικά ζητήματα βλ. Γ. Ζιάμου/Π. Παναγιωτόπουλου/Β. Ρουμελιώτου, Περιβαλλοντική πληροφόρηση και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, 2003, Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, 2003, σ. 171 επ.
Σ.τ.Ε. 1308/2005, Τμ. Ε΄
Πρόεδρος: Π. Πικραμμένος, Σύμβουλος
Εισηγητής: Χρ. Ντουχάνης, Πάρεδρος
Ημερομηνία δημοσίευσης: 27.04.2005
Φυσικό περιβάλλον. Δάση. Αναδάσωση. Κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση κηρύσσεται υποχρεωτικά αναδασωτέα όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. Κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 1734/1987 η εξαίρεση κληροτεμαχίου από τους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας έχει ως προϋπόθεση ότι πρόκειται για έκταση κατάλληλη για γεωργική εκμετάλλευση και ότι προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευσής της. Η εξαίρεση αυτή τελεί υπό τον όρο ότι το κληροτεμάχιο θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον παραπάνω σκοπό και δεν θα μεταβληθεί περαιτέρω η χρήση του. Το Σύνταγμα δεν εμποδίζει το νομοθέτη να υπαγάγει στη δασική νομοθεσία κληροτεμάχια που παραχωρήθηκαν κατά το παρελθόν για γεωργική καλλιέργεια, η οποία είτε δεν επακολούθησε είτε εγκαταλείφθηκε, εφόσον τα κληροτεμάχια αυτά καλύπτονται από δασική βλάστηση και δεν προσφέρονται από μορφολογική άποψη για γεωργική εκμετάλλευση, ούτε προέχει παρόμοια εκμετάλλευσή τους για την εθνική οικονομία. Αιτιολογημένη η προσβαλλόμενη πράξη αναδάσωσης. Απορρίπτεται η αίτηση ακυρώσεως.
Βασικές σκέψεις
«3 . Επειδή το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος ορίζει ότι «Δημόσια ή ιδιωτικά δάοη και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποιμιλώθηκαν ή αποιμιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό» Εξ άλλου, κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του Ν. 998/1989 (ΦΕΚ 289 Α') «Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αϊ δασικοί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικότερος κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ην ευρίσκονται, εφ' όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών...», ενώ, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ίδιου νόμου, «η κήρυξις εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι' αποφάσεως του οικείου νομάρχου [και, ήδη, του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, Ν. 2503/1997 -ΦΕΚ 107 Α'], καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Τέλος, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 41 παρ. 3 του Ν. 998/1979 «Ειδικώς προκειμένου περί κηρύξεως εκτάσεων ως αναδασωτέων ένεκα μερικής ή ολικής καταστροφής δάσους ή δασικής εκτάσεως εκ πυρκαϊάς ή άλλης αιτίας εκ των εν άρθρω 38 παρ. 1 αναφερομένων, η κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου απόφασις ... εκδίδεται μετά εισήγησιν της αρμοδίας δασικής υπηρεσίας, υποχρεωτικώς εντός τριών μηνών από της καταστολής της πυρκαϊάς ή της διαπιστώσεως της εξ άλλης αιτίας καταστροφής ...». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, κάθε αποιριλούμενη δασική έκταση, δημόσια ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπει η ως άνω συνταγματική διάταξη, η δε απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς το χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως, η αιτιολογία, όμως, αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου (πρβλ. ΣτΕ 2625/2003, 1053/2000 κ.ά.).
4 . Επειδή, σύμφωνα με, το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν. ^· 1734/1987 (ΦΕΚ 189 Α') κληροτεμάχια, τα οποία, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καλύπτονται σε ποσοστό τουλάχιστον 15% από τα δασοπονικά είδη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 (που μνημονεύεται στο \ κείμενο της διάταξης από προφανές γραφικό σφάλμα ως 1 παράγραφος 5) του ίδιου άρθρου 15, δηλαδή από δάσος δρυός (εκτός πρίνου και αριάς), πεύκης, ελάτης, οξυάς, πλατάνου, σκλήθρου και καστανιάς «παραμένουν ως δάση και τα διαχειρίζονται οι δικαιούχοι τους σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας» και, περαιτέρω, «αν δεν συντρέχει η πιο πάνω προϋπόθεση, τα κληροτεμάχια αυτά δεν υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας», εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13 (που αναφέρεται στο κείμενο της διάταξης από προφανές γραφικό σφάλμα ως άρθρο 15) παράγραφος 2^εδάφιο α «και δεν επιτρέπεται η αλλαγή χρήσης τους». Τέλος, κατά το εδάφιο α της παραγράφου 2^του άρθρου 13 του ίδιου νόμου, στο οποίο, κατά την ορθή έννοια της, παραπέμπει η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3, παραχωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας όσες εκτάσεις κρίνονται, ύστερα από κοινή έκθεση των διευθύνσεων δασών και γεωργίας της οικείας νομαρχίας και σύμφωνη γνώμη των διευθύνσεων αυτών, κατάλληλες για γεωργική εκμετάλλευση από άποιμη μορφολογική και εδαφολογική, εφόσον προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση τους. Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η εξαίρεση κληροτεμαχίου από τους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας έχει ως προϋπόθεση ότι πρόκειται για έκταση κατάλληλη για γεωργική εκμετάλλευση και ότι προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση της, μάλιστα δε η εξαίρεση αυτή τελεί υπό τον όρο ότι το κληροτεμάχιο θα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς για τον παραπάνω σκοπό και δεν θα μεταβληθεί περαιτέρω η χρήση του (πρβλ. ΣτΕ 2381/1994).
συνορεύουν προς ανατολάς με ιδιωτική δασική έκταση, προς δυσμάς με ιδιωτική έκταση, προς βορρά με χωματόδρομο και, πέραν αυτού, με ιδιωτική δασική έκταση και προς νότο με βραχώδη παραλία. Κατόπιν τούτων, αμφότερες οι ως άνω εκτάσεις, συνολικού εμβαδού (1.418 + 309,40 =) 1.727,40 τ.μ., εκ των οποίων η πρώτη προέρχεται από παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας προς γεωργική αποκατάσταση και αποτελεί τμήμα του κληροτεμαχίου 401 κατηγορίας Β' του αγροκτήματος Λαυρίου διανομής 1949 και η δεύτερη αποτελεί τμήμα του 469 τεμαχίου του ίδιου αγροκτήματος, κηρύχθηκαν αναδασωτέες με την προσβαλλόμενη πράξη.
….6 . Επειδή προβάλλεται ότι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 3 του Ν. 1734/1987, κατ' επίκληση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, είναι αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 5, 21 και 117 του Συντάγματος. Ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι οι εν λόγω συνταγματικές διατάξεις ουδόλως εμποδίζουν το νομοθέτη να υπαγάγει στη δασική νομοθεσία κληροτεμάχια παραχωρηθέντα κατά το παρελθόν για γεωργική καλλιέργεια, η οποία είτε δεν επακολούθησε είτε εγκαταλείφθηκε, εφόσον τα κληροτεμάχια αυτά καλύπτονται από δασική βλάστηση και δεν προσφέρονται από μορφολογική και εδαφολογική άποιμη για γεωργική εκμετάλλευση, ούτε προέχει παρόμοια εκμετάλλευση τους για την εθνική οικονομία, όπως προβλέπουν, κατά τα αναφερόμενα στην τέταρτη σκέψη, οι διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 3 και 13 παρ. 2Α εδ. α' του Ν. 1734/1987».
Σχόλιο
Ι
H συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας συνοδεύεται, όπως άλλωστε συμβαίνει με τα περισσότερα ατομικά δικαιώματα, από συγκεκριμένους περιορισμούς, τους οποίους μπορεί να επιβάλλει η κρατική εξουσία χάριν του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος. Σύμφωνα, έτσι, με το άρθρο 17 § 1 Συντ. τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία «δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Aναδεικνύεται, κατά τον τρόπο αυτό, ο κοινωνικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας και οριοθετείται η άσκηση των συναφών δικαιωμάτων.
Παράλληλα, το Σύνταγμα τυποποιεί τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες επιτρέπεται η στέρηση της ιδιοκτησίας. Kατά το άρθρο 17 § 2 «Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση...».
Για να υπάρξει, λοιπόν, στέρηση της ιδιοκτησίας πρέπει αφενός να συντρέχει συγκεκριμένος λόγος δημόσιας ωφέλειας και αφετέρου να καταβληθεί πλήρης αποζημίωση. H καταβολή, μάλιστα, της αποζημίωσης αυτής πρέπει να πραγματοποιείται μέσα στα αυστηρά χρονικά και διαδικαστικά πλαίσια που επιβάλλουν οι διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση πάντως, είτε πρόκειται για στέρηση είτε για περιορισμό της ιδιοκτησίας, πρέπει να τηρούνται τα όρια που θέτει το Σύνταγμα στη δράση της κρατικής εξουσίας, ιδιαίτερα δε εκείνα που προκύπτουν από την αρχή του κράτους δικαίου. Eίναι, έτσι, συνταγματικά επιβεβλημένο να γίνονται σεβαστά τα όρια που προκύπτουν από τις αρχές της (stricto sensu) αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, ενώ παράλληλα, πρέπει να μην προσβάλλεται ο πυρήνας του δικαιώματος. Mε άλλα λόγια, ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος πρέπει όχι μόνο να επιδιώκει συνταγματικά θεμιτό σκοπό αλλά και να είναι αναγκαίος και ανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο αυτό σκοπό. Στα όρια αυτά των περιορισμών που προκύπτουν από την αρχή του κράτους δικαίου εντάσσεται και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, καθώς και μία σειρά συναφών κανόνων, όπως είναι η βεβαιότητα και η ασφάλεια του δικαίου. Tο Σύνταγμα τυποποιεί, λοιπόν, όχι μόνο τους αναγκαίους περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και τα όρια των περιορισμών αυτών.
Tέτοιοι περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας δικαιολογούνται, για παράδειγμα, στις περιπτώσεις εκείνες που κρίνεται αναγκαία η προστασία του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τους σχετικούς ορισμούς του άρθρου 24 Συντ. Σύμφωνα, έτσι, με την § 1 του άρθρου αυτού «H προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Kράτους. Για τη διαφύλαξή του το κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα». H προστασία του περιβάλλοντος συνιστά εν προκειμένω συγκεκριμένο λόγο «γενικού συμφέροντος», που είναι δυνατόν να δικαιολογήσει, σύμφωνα με το άρθρο 17 § 1 Συντ., περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Eίναι, βέβαια, προφανές ότι και στην περίπτωση αυτή πρέπει να τηρούνται τα συνταγματικά όρια των ανωτέρω περιορισμών, έτσι ώστε να θεωρούνται ως συνταγματικά θεμιτοί. Aυτό σημαίνει πρωτίστως ότι ο εφαρμοστής του Συντάγματος είναι υποχρεωμένος να προβεί σε στάθμιση των διακυβευόμενων αγαθών κάθε φορά που τίθεται ζήτημα περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η στάθμιση αυτή αφορά ιδίως τα αγαθά της ιδιοκτησίας, από τη μία πλευρά, και το περιβάλλον, από την άλλη.
Περισσότερο αναλυτικό είναι, εξάλλου, το κανονιστικό πλαίσιο που διαμορφώνει το Σύνταγμα στην περίπτωση της προστασίας των δασών. Oι περιορισμοί της ιδιοκτησίας προσλαμβάνουν εδώ πιο απτό περιεχόμενο. Όπως ορίζεται, έτσι, στο άρθρο 17 § 1 εδ. δ΄ «Aπαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δημοσίων δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Eθνική Oικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».Aκόμη, κατά το άρθρο 117 § 3 Συντ. «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό». Σύμφωνα, τέλος με την § 4 του ίδιου άρθρου «H αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου επιτρέπεται μόνον υπέρ του Δημοσίου σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 17, για λόγους δημόσιας ωφέλειας· διατηρείται πάντως η μορφή τους αμετάβλητη ως δασική»
Aναγκαίος όρος για τον περιορισμό του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι, όπως προκύπτει από το γράμμα των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων, ο χαρακτήρας μίας έκτασης ως «δάσος» ή «δασικής». «Aναδάσωση», κατά την έννοια του άρθρου 117 § 3 Συντ., είναι, έτσι, νοητή μόνον στην περίπτωση που ο προϋφιστάμενος χαρακτήρας της έκτασης ήταν «δασικός». Σημειώνεται, πάντως, ότι οι αρχές της (lato sensu) αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του ιδιώτη ισχύουν και στην περίπτωση αυτή.
Δεν θα ήταν, για παράδειγμα, συνταγματικά ανεκτή η κήρυξη μίας ιδιωτικής έκτασης ως «αναδασωτέας» εάν αυτή ουδέποτε υπήρξε «δασική», ή, ακόμη, εάν ο τελευταίος αυτός προϋφιστάμενος χαρακτήρας της έκτασης δεν έχει ουδεμία χρονική συνάφεια με την παρούσα κατάσταση, ανατρέχει, δηλαδή, στο πλέον απώτερο παρελθόν. Άλλωστε, όπως ιστορικά μαρτυρείται, στο πλέον απώτερο αυτό παρελθόν, το σύνολο περίπου του ελληνικού χώρου αποτελούνταν από δασοσκεπείς εκτάσεις.
Με βάση τα ανωτέρω μπορούμε να συνάγουμε ότι το ισχύον Σύνταγμα κατοχυρώνει, κατά τα πρότυπα των άλλων φιλελεύθερων Συνταγμάτων, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, ως θεμελιώδη προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου και τη διασφάλιση της αξιοπρέπειάς του. Συγχρόνως, όμως, αναγνωρίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα του δικαιώματος αυτού, επιχειρώντας, έτσι, να συνδυάσει το ατομικό με το γενικό συμφέρον. Eπιτρέπει τον περιορισμό της ιδιοκτησίας από την κρατική εξουσία χάριν του γενικού συμφέροντος ή και τη στέρησή της από τον δικαιούχο της, χωρίς, όμως, να είναι δυνατόν ο περιορισμός αυτός του δικαιώματος να υπερβαίνει τα συνταγματικά όρια που προκύπτουν από την αρχή του κράτους δικαίου. Πρωτίστως, δηλαδή, την αρχή της αναλογικότητας, της αναγκαιότητας και του πυρήνα του δικαιώματος, καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Kατά συνέπεια, το Σύνταγμα επιβάλλει σταθμίσεις διακυβευόμενων αγαθών και συμφερόντων, κατά τρόπο ώστε ούτε το άτομο να θυσιάζεται χάριν της κοινωνίας ούτε η κοινωνία χάριν του ατόμου.
Οι περιορισμοί αυτοί κρίνονται συνταγματικά θεμιτοί εφόσον υπηρετούν ορισμένο δημόσιο συμφέρον και μόνον υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης πλήρους αποζημιώσεως. Η στάθμιση, δηλαδή, των συγκρουομένων αγαθών και συμφερόντων έχει ως κεντρικό στοιχείο την αποζημίωση του ιδιοκτήτη, η οποία καθιστά ανεκτό το σχετικό περιορισμό. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν, δηλαδή, ο περιορισμός ή, πολύ περισσότερο, η στέρηση της ιδιοκτησίας πραγματοποιηθεί δίχως την καταβολή αποζημιώσεως, τότε πλήττεται ευθέως και πέραν των συνταγματικά θεμιτών ορίων το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και, μάλιστα, στον πυρήνα του.
ΙΙ
Ιδιαίτερη θέση στη συναφή με το δασικό δίκαιο και ειδικότερα με το ζήτημα των αναδασώσεων νομολογία των εθνικών δικαστηρίων κατέχει η υπ’ αριθμ. 27/1999 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 100 Συντ. Το Δικαστήριο κλήθηκε στην περίπτωση αυτή να ερμηνεύσει τις κρίσιμες νομοθετικές διατάξεις, υπό το φως των σχετικών διατάξεων των άρθρων 24 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην ανωτέρω απόφαση, οι διατάξεις αυτές «εμμέσως όμως πλην σαφώς αναγκαίως παραπέμπουν στο άρθρο 3 του Ν. 998/1979, το οποίο περιέχει τη νομοθετική εξειδίκευση του μνημονευόμενου (άρθρο 117 παρ. 3) κανόνα του Συντάγματος και επομένως ερμηνεύουν τη διάταξη αυτή (3 του ν. 998/1979) για τον καθορισμό της εννοίας του ‘δάσους’».
Είναι, έτσι, προφανές ότι το ρυθμιστικό περιεχόμενο των ειδικότερων διατάξεων που αφορούν την κήρυξη αναδασώσεως καθορίζεται από μία κεντρική, για την παρούσα διαφορά έννοια, δηλαδή αυτή του «δάσους» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 του ιδίου νόμου. Η ερμηνεία της έννοιας του «δάσους» συνδυάζεται, εξάλλου, με τις συναφείς συνταγματικές διατάξεις για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και, ειδικότερα, των δασών.
Όπως χαρακτηριστικά κρίθηκε στην εξεταζόμενη υπ’ αριθμ. 27/1999 απόφαση του Α.Ε.Δ. «το Σύνταγμα, προστατεύοντας δια του άρθρου 24 το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας. Είναι δε, κατά την οικεία επιστήμη (δασική οικολογία), δάσος ή δασικό οικοσύστημα, οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον… Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότης της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία καθιστάμενη δια των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαιτέρα του ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς η ενότης αυτή δύναται να συνάγεται εκ των εις τα στοιχεία του φακέλου περιγραφόμενων χαρακτηριστικών της περί ης εκάστοτε πρόκειται αγρίας ξυλώδους βλαστήσεως».
Από τον ανωτέρω ορισμό του δάσους, τον οποίο υιοθετεί με την αναθεώρηση του 2001 και το Σύνταγμα (ερμηνευτική δήλωση – άρθρο 24 Συντ.), συνάγεται ότι κρίσιμα στοιχεία για την αναγνώριση υπάρξεως δάσους είναι αφενός η «οργανική ενότητα της δασικής βλαστήσεως» και αφετέρου η ύπαρξη συναφούς «χλωρίδας και πανίδας», που συγκροτούν μία «ιδιαίτερη βιοκοινότητα» και ένα «ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον».
H νομολογία του Συμβουλίου της Eπικρατείας για τα ζητήματα που αναφέρονται στην κήρυξη περιοχών ως αναδασωτέων, με την πάροδο του χρόνου έχει καταστεί σταθερή. Tο Aνώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ερμηνεύει συνδυαστικά τις διατάξεις αφενός του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος και αφετέρου των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, κρίνοντας ότι «κατά την έννοιαν των διατάξεων αυτών, κάθε αποψιλουμένη δασική έκταση, δημοσία ή δασική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη προϋποθέσεων, η δε απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως» (Σ.τ.E.1715/1998). Στην τελευταία αυτή απόφαση κρίθηκε, μάλιστα, ότι «η κηρυχθείσα με την προσβαλλομένη απόφαση ως αναδασωτέα έκταση είναι αποκλειστικά αγροτική από 200 και πλέον ετών. Tούτο έπεται ότι, εφ’ όσον εστερείτο δασικού χαρακτήρος δεν ήταν, κατά τις ανωτέρω διατάξεις,νόμιμη η κήρυξή της ως αναδασωτέας. Για το λόγο επομένως αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση». (βλ. και Σ.τ.E. 751/1997, 5089/1997, 2464/1997, 1740/1997, 1742/1997, 5229/1996, 6237/1996, 723/1996, 3968/1995, 2384/1994, 8/1993, 1321/1993, 214/1993 κ.ά.).
Στην ίδια κατά βάση λογική εμμένει το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο και στην πιο πρόσφατη νομολογία του. Σύμφωνα, έτσι, με την υπ’ αριθμ. 2710/2000 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, από τις διατάξεις του άρθρου 117 παρ. 3 Συντ. και τις συναφείς νομοθετικές διατάξεις, συνάγεται ότι «κάθε αποψιλούμενη δασική έκταση, δημοσία ή ιδιωτική, κηρύσσεται υποχρεωτικώς αναδασωτέα με μόνη την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη προϋποθέσεων, η δε απόφαση περί αναδασώσεως πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ως προς τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως. Η αιτιολογία όμως αυτή μπορεί να συμπληρώνεται και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Από τα στοιχεία δε αυτά νομίμως λαμβάνονται υπ’ όψη και τα μεταγενέστερα της προσβαλλομένης πράξεως, εάν αναφέρονται σε γεγονότα προγενέστερα αυτής».
Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι η απόφαση του οικείου Νομάρχη περί κηρύξεως ορισμένης περιοχής ως «αναδασωτέας» πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα «πλήρως». Δεν χωρεί ασφαλώς αμφιβολία ότι με τις σχετικές κρίσεις του, το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επιδιώκει να συμβιβάσει τους συνταγματικούς σκοπούς, αφενός, της προστασίας του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, του δασικού περιβάλλοντος, αφετέρου δε, της προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας.
Το Δικαστήριο δεν καταφεύγει εν προκειμένω σε σταθμίσεις, εφόσον αυτές έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 117 παρ. 3) και τον κοινό νόμο. Το σχετικό συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο θέτουν τις ασφαλιστικές εκείνες δικλείδες ώστε ο θεσμός της αναδασώσεως να μην παρεκκλίνει από τον συνταγματικό στόχο της προστασίας του δασικού πλούτου της Χώρας και καταστεί μηχανισμός που θα οδηγεί στην απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών δίχως τη νόμιμη αποζημίωσή τους. Η θεμελιωδέστερη δικλείδα ασφαλείας είναι εν προκειμένω η υποχρέωση της Διοικήσεως για αιτιολόγηση και, μάλιστα, πλήρη, της σχετικής πράξεως αναδασώσεως, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται εφικτός ο συναφής δικαστικός έλεγχός της, ο οποίος επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρα 20 παρ. 1, 95 παρ. 1) και εμπεριέχεται στο κανονιστικό περιεχόμενο των αρχών του κράτους δικαίου και της νομιμότητας της διοικητικής δράσης.
ΙΙΙ
Με την εξεταζόμενη απόφαση κρίνεται ότι κατά την έννοια του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 1734/1987 η εξαίρεση κληροτεμαχίου από τους περιορισμούς της δασικής νομοθεσίας έχει ως προϋπόθεση ότι πρόκειται για έκταση κατάλληλη για γεωργική εκμετάλλευση και ότι προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευσής της. Η εξαίρεση αυτή τελεί υπό τον όρο ότι το κληροτεμάχιο θα χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον παραπάνω σκοπό και δεν θα μεταβληθεί περαιτέρω η χρήση του. Επίσης κρίθηκε ότι το Σύνταγμα δεν εμποδίζει το νομοθέτη να υπαγάγει στη δασική νομοθεσία κληροτεμάχια που παραχωρήθηκαν κατά το παρελθόν για γεωργική καλλιέργεια, η οποία είτε δεν επακολούθησε είτε εγκαταλείφθηκε, εφόσον τα κληροτεμάχια αυτά καλύπτονται από δασική βλάστηση και δεν προσφέρονται από μορφολογική άποψη για γεωργική εκμετάλλευση, ούτε προέχει παρόμοια εκμετάλλευσή τους για την εθνική οικονομία. Πρόκειται ουσιαστικά για εφαρμογή της μεθόδου της σύμφωνης με το Σύνταγμα (άρθρα 24 και 117 παρ. 3) ερμηνείας της εφαρμοζόμενης εδώ κοινής νομοθεσίας (υπό την ισχύ του ν. 998/1979), η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση της απόλυτης εν πολλοίς προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων. Υπό το πρίσμα αυτό το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Διοίκησης για την κήρυξη περιοχής ως αναδασωτέας εμπεριέχει νόμιμη αιτιολογία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου