Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Οι αγώνες εναντίον του 3ου μνημονίου και τα σοβαρά προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος

Γράφει ο Δ. Δημητριάδης.

Ως απάντηση στο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για το ασφαλιστικό και άλλα επώδυνα μέτρα που αφορούν το σύνολο του εργαζόμενου λαού, η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ προκήρυξαν νέα πανελλαδική απεργία για τις 4 Φλεβάρη. Το προηγούμενο διάστημα παρακολουθήσαμε σε πολλές περιπτώσεις διθυραμβικές τοποθετήσεις συνδικαλιστικών στελεχών, ότι η εργατική τάξη έδωσε με τις δύο προηγούμενες απεργίες αποστομωτική απάντηση στην κυβέρνηση και την άρχουσα τάξη και τώρα θα δείξει τη δύναμη της, θα αμφισβητήσει αποτελεσματικά την ψήφιση και την εφαρμογή των μέτρων. Βρισκόμαστε, με βάση τα προηγούμενα, μπροστά σε ένα μεγάλο κύμα απεργιακής δράσης που αμφισβητεί την ψήφιση και την εφαρμογή του μνημονίου και την υλοποίηση των πολιτικών σχεδιασμών κυβέρνησης και ΕΕ;

Ας δούμε τι ακριβώς έγινε στις δύο προηγούμενες απεργίες.

Προκηρύχθηκαν με απόφαση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Απέργησε μικρό μόνο μέρος των εργατοϋπαλλήλων και οι διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν είχαν κάπως πιο αυξημένη συμμετοχή από τα συνήθη. Η δεύτερη κινητοποίηση είχε μονοψήφια ποσοστά απεργών και χαμηλή συμμετοχή στις διαδηλώσεις. Αυτή είναι η πραγματικότητα.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι αρκετά χρόνια τώρα προκηρύσσονται απεργίες, και οργανώνονται, υποτίθεται, αλλά οι ηγεσίες υπολογίζουν μόνο τον αριθμό των διαδηλωτών και αυτόν με βάση τις επιθυμίες τους. Η απεργία όμως είναι η κορυφαία μορφή πάλης της εργατικής τάξης, αναφερόμαστε στους οικονομικούς αγώνες. Είναι η ανοιχτή σύγκρουση με τον εργοδότη και το κράτος στη βάση συγκεκριμένων αιτημάτων, το σταμάτημα της παραγωγής και η αμφισβήτηση σε τελική ανάλυση της ίδιας της εργοδοτικής διαχείρισης και της κατανομής των προϊόντων της παραγωγής. Φυσικά είναι απείρως δυσκολότερη από τη διαδήλωση όπου ένας αριθμός λίγων χιλιάδων διαδηλωτών στο κέντρο της Αθήνας, ανεξαρτήτως αν είναι εργάτες ή όχι, αν απέργησαν ή όχι δημιουργεί εντυπώσεις. Ξέφυγε, ηθελημένα φυσικά, η οργάνωση των απεργιακών κινητοποιήσεων από τη συγκεκριμένη δράση για την οργάνωση της απεργίας και της σύγκρουσης με την εργοδοσία, στην οργάνωση διαδηλώσεων, από την πιο ουσιαστική δουλειά εργάτη τον εργάτη που έχει μεγαλύτερες δυσκολίες, δημιουργεί όμως καινούργια δεδομένα όσον αφορά τις κινητοποιήσεις τη συνειδητοποίηση και τη συμπεριφορά των εργαζομένων σε δράση μπούγιου, όπου αρκεί μια γενική προπαγανδιστική προετοιμασία, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Και εάν αυτή η συμπεριφορά είναι κατανοητή για το κυβερνητικό και ρεφορμιστικό συνδικαλισμό, ο οποίος κανένα ενδιαφέρον δεν έχει για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, παρά μόνο να διατηρήσει τον έλεγχο και να συνεχίσει να χειραγωγεί τα συνδικάτα, είναι ακατανόητο να χαρακτηρίζει τη δράση του κόμματος και του ΠΑΜΕ στην εργατική τάξη και το κίνημα της. Σχεδόν δύο δεκαετίες τώρα η δράση εργάτη τον εργάτη για την οργάνωση της απεργίας έχει αντικατασταθεί από μια γενική μαζική προπαγανδιστική ζύμωση.

Κατ’ αντιστοιχία γίνεται και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των κινητοποιήσεων, όχι βεβαίως των απεργιών αλλά των διαδηλώσεων και ο προσανατολισμός σε αυτή τη μορφή έχει καταλυτικές συνέπειες στους δεσμούς και τις σχέσεις των συνδικάτων και του κόμματος με την εργατική τάξη. Το ενδιαφέρον για επίδραση στη μεγάλη μάζα των εργαζομένων και η αξίωση ουσιαστικού επηρεασμού των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς τους έχει αντικατασταθεί από μια ακτιβίστικη δράση που δημιουργεί μόνο εντυπώσεις. Έτσι όμως ουσιαστικά το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ παραιτήθηκαν από τη διεκδίκηση της αύξησης της επιρροής τους στην εργατική τάξη και αρκούνται στην υπεράσπιση των κεκτημένων και της ύπαρξης τους ουσιαστικά, περιμένοντας την επαναστατική κατάσταση. Εκεί είναι που λυθούν όλα τα προβλήματα προετοιμασίας των όρων της επαναστατικής ανατροπής.

Ίσως κάποιοι αμφισβητήσουν τους ισχυρισμούς μας, ότι δηλαδή το ΚΚΕ δεν θεωρεί αναγκαία και πιθανόν δυνατή την ουσιαστική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων πριν την επαναστατική κατάσταση, για το λόγο αυτό παραθέτουμε ένα απόσπασμα από άρθρο της Ελ. Μπέλου στην ΚΟΜΕΠ Νο 6 του 2015. Γράφει στις σελίδα 31: «Η ύπαρξη, η ιδεολογική- πολιτική και οργανωτική ετοιμότητα και η ικανότητα του κομμουνιστικού κόμματος δεν κατακτάται σε συνθήκες επαναστατικής εξέγερσης, αν τα θεμέλια της δεν έχουν διαμορφωθεί σε προηγούμενη μη επαναστατική περίοδο. Αυτή είναι και η μεγάλη δυσκολία, το κατεξοχήν πρόβλημα του κομμουνιστικού κινήματος: Να διατηρήσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα σε μη επαναστατικές συνθήκες. Να μην ενσωματωθεί στο αστικό πολιτικό σύστημα όπως έχει γίνει ιστορικά με πλήθος εργατικών, σοσιαλδημοκρατικών μέχρι τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο ή κομμουνιστικών κομμάτων μετά από αυτόν. Να μη γίνει ουρά των συμβιβαστικών διαθέσεων των εργατικών και λαϊκών μαζών, της αστικής νομιμότητας».

Το ζητούμενο, με βάση τα παραπάνω, είναι όχι η αύξηση της επιρροής του κόμματος  και η ουσιαστική ενδυνάμωση του ιδιαίτερα στην εργατική τάξη και το κίνημα της, αλλά να διατηρήσει τον επαναστατικό χαρακτήρα του πριν την επανάσταση, να μην ενσωματωθεί στο αστικό σύστημα, λες και είναι εντελώς ασύμβατες η δράση για την ανάπτυξη της επιρροής του στην εργατική τάξη και η διατήρηση του επαναστατικού χαρακτήρα του. Από την αντίληψη αυτή πηγάζουν και όλες οι υπόλοιπες λανθασμένες αντιλήψεις που δεν δίνουν καμία αξία στην αύξηση της επιρροής του και την έκφραση της σε όλους τους δείκτες και στα εκλογικά ποσοστά του, η σταθερή μείωση του αριθμού των εργατών, που ακολουθούν το ΠΑΜΕ και το ποσοστό του στο συνδικαλιστικό κίνημα, σε σημείο που να εμφανίζεται ως επιτυχία η απώλεια του 50% της κομματικής δύναμης στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 ή η κατάρρευσή της επιρροής του σε σημαντικές συνδικαλιστικές ομοσπονδίες (π.χ. ομοσπονδία τραπεζοϋπαλλήλων).

Για να μην αδικούμε όμως κανέναν πρέπει να πούμε ότι οι απόψεις αυτές δεν είναι προσωπικές της αρθρογράφου, αλλά περιλαμβάνονται αυτούσιες στο 19ο συνέδριο του ΚΚΕ. Στο πρόγραμμά του κόμματος, σ. 58- 59 των Θέσεων της ΚΕ διαβάζουμε: «Η δράση του ΚΚΕ σε μη επαναστατική κατάσταση συμβάλει αποφασιστικά στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα για επαναστατικές συνθήκες, για την πραγματοποίηση των στρατηγικών καθηκόντων: Τη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ…, τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα στον καπιταλισμό λαϊκά στρώματα..., τη στήριξη του επαναστατημένου λαού από όσο το δυνατόν ευρύτερες δυνάμεις που αποσπώνται από το στρατό, την εξασφάλιση της συντριπτικής υπεροχής των συσπειρωμένων με το ΚΚΕ επαναστατικών δυνάμεων έναντι των αντιδραστικών αστικών και των μικροαστικών… Τα παραπάνω υλοποιούνται μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, η υλοποίησή τους εξελίσσεται ταυτόχρονα, αλληλεπιδρούν, με κύριο και καθοριστικό το καθήκον συσπείρωσης της εργατικής πλειοψηφίας με το κόμμα».

Δεν αναφέρει το κείμενο ό,τι τα καθήκοντα αυτά ολοκληρώνονται στην επαναστατική κατάσταση, αλλά συνολικά υλοποιούνται σε αυτή τη φάση. Το καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος κατά την ηγεσία του ΚΚΕ, είναι να υπάρχει ώσπου να διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση. Εκεί πάνω στηρίζεται όλη η τακτική και η πρακτική δράση του, σ' αυτή τη βάση οικοδομούνται οι σχέσεις του με την εργατική τάξη και συνολικά η δράση του το κίνημα και στους αστικούς θεσμούς. Ολόκληρο αυτό το μπλανκισμό επιδιώκει να τον στηρίξει η αρθρογράφος στην τακτική των μπολσεβίκων, υποτίθεται, όπως θέλει να τη διαβάζει και να την αντιλαμβάνεται. «Η ιστορική πείρα»,γράφει στο ίδιο άρθρο, «δείχνει ότι η συνειδητή επαναστατική πρωτοπορία δεν κερδίζει από την αρχή τις εργατικές, λαϊκές δυνάμεις σε μια τέτοια αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων. Έτσι το κόμμα των μπολσεβίκων κέρδισε την εμπιστοσύνη των μαζών σε μια πορεία 9- 10 μηνών επαναστατικής κατάστασης. Δεν κέρδισε την εργατική πλειοψηφία στο πλαίσιο της Δούμας, την κέρδισε μέσα στους θεσμούς της επαναστατημένης εργατιάς... μετά από σκληρή πάλη με τους μενσεβίκους…. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ένα μήνα μετά την εξέγερση του Οκτώβρη οι μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία στις εκλογές για το αστικό δημοκρατικό όργανο της συντακτικής συνέλευσης. Πρόκειται για πολύ σημαντικά διδάγματα της ιστορίας που συνειδητά αποσιωπούν οι σύγχρονοι οπορτουνιστές που κατηγορούν την ηγεσία του κόμματος ότι δεν προβληματίζεται γιατί δεν ανεβαίνει η εκλογική επιρροή του σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και απώλειας ψήφων των κυβερνητικών κομμάτων. Συνειδητά αποσιωπούν ότι το κόμμα του Λένιν δεν είχε κατά το μεγαλύτερο διάσημα της περιόδου που προηγήθηκε της επανάστασης την πλειοψηφία ούτε καν στα Σοβιέτ, ενώ το Ιταλικό Κομμουνιστικό κόμμα που για χρόνια είχε πάνω από 30% δεν κατάφερε κανένα επαναστατικό ρήγμα».

Από τα παραπάνω η αρθρογράφος συνάγει ότι οι μπολσεβίκοι δεν επιδίωκαν πριν το Φλεβάρη του ‘17 να αυξήσουν την επιρροή τους παρά μόνο να διατηρηθούν ως κόμμα. Και αν οι μπολσεβίκοι στις συνθήκες του ’17 στη Ρωσία, με την ηγεσία τους εξόριστη στη δυτική Ευρώπη και στη Σιβηρία και στις συνθήκες του τσαρικού ολοκληρωτισμού δεν μπορούσαν να αναπτύξουν μεγάλη δράση νόμιμη και παράνομη με στόχο την αύξηση της επιρροής τους, γιατί πρέπει στις σημερινές συνθήκες της Ελλάδας το εργατικό κίνημα να κινηθεί με βάση τα αποφθέγματα της Ελ. Μπέλου και του 19ου συνέδριου; Είναι σωστό ότι η κατάκτηση της πλειοψηφίας εργατικής τάξης και του λαού είναι εξαιρετικά δύσκολη ως ακατόρθωτη από ένα κομμουνιστικό κόμμα πριν από την επαναστατική κατάσταση. Από αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί ότι η επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος, εκφρασμένη και στα εκλογικά ποσοστά του, και το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος δεν είναι δυνατά στις υπάρχουσες συνθήκες και μάλιστα να θεωρείται ότι όποιος το επιδιώξει και σ' ένα βαθμό το επιτύχει έχει κατρακυλήσει στον οπορτουνισμό, όπως υπονοεί η αρθρογράφος αντιπαραθέτοντας στην περίπτωση των μπολσεβίκων αυτή του Ιταλικού Κομμουνιστικού κόμματος που με την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού αύξησε μεν σοβαρά τα ποσοστά του, αλλά κατρακύλησε στο συμβιβασμό με την αστική τάξη και στην καταστροφή. Μπορεί η πρακτική πείρα των μπολσεβίκων να δικαιολογήσει τη μεγάλη μείωση των ποσοστών του ΚΚΕ και της επιρροής του στις σημερινές συνθήκες; Μάλλον για στάχτη στα μάτια όσων δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δουν και να αντιληφθούν τα πράγματα μοιάζουν αυτοί οι ισχυρισμοί.

Στη βάση αυτών των αντιλήψεων εξηγείται η τακτική του ΚΚΕ στο συνδικαλιστικό κίνημα, δηλαδή επετειακές κατά βάση απεργίες και διαδηλώσεις και όχι δράση για τη μέγιστη ενότητα και συσπείρωση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων για να αντιπαρατεθεί στην υπεροπλία του κεφαλαίου. Ότι δίνει βάρος στον ακτιβισμό και όχι στη διοργάνωση των απεργιών, ότι υποτιμά σημαντικούς τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, καθώς και μορφές δράσης.

Αυτή η τακτική πέρα από όλα τα άλλα συμβάλλει ουσιαστικά, συνειδητά ή ασυνείδητα, ώστε η αμφισβήτηση της πολιτικής του κεφαλαίου να μην μπορεί να δώσει αποτελέσματα, με περιορισμένες δυσκολίες η αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός εξασφαλίζουν την ψήφιση και την υλοποίηση των μνημονίων και την κατακρεούργηση των κατακτήσεων και των δικαιωμάτων του λαού.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης της ψήφισης και της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου με στόχο την ακύρωση του η απλώς συζητάμε για την έκταση και τους όρους μιας τιμητικής ήττας;

Η τακτική που επιλέγεται δεν είναι αιώνια, δεν είναι απόλυτο εξάρτημα της στρατηγικής και άρα εξ’ ολοκλήρου καθορισμένη άπαξ διά παντός, είναι ανάγκη να παρακολουθεί τις πραγματικές συνθήκες και την εξέλιξη τους, να εξελίσσεται και η ίδια ανάλογα με τα αντικειμενικά δεδομένα, διατηρώντας όμως τη σύνδεση της με τον στρατηγικό ορίζοντα, την υπηρέτηση και την προώθηση των στρατηγικών στόχων. Πολύ πρόχειρα στις σημερινές συνθήκες, στην συγκυρία που διανύουμε, μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής χαρακτηριστικά.

Η υλοποίηση του 3ου μνημονίου θα προσθέσει νέα δυσβάσταχτα βάρη στο σύνολο του ελληνικού λαού. Δίπλα στους μισθωτούς και του συνταξιούχους που δέχθηκαν πρώτοι τα ισοπεδωτικά πλήγματα με τα προηγούμενα μνημόνια τώρα παίρνουν σειρά το μικροαστικά στρώματα, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, φαρμακοποιοί, αγρότες. Το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει, όπως επίσης και η δυσαρέσκεια θα κορυφωθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει αυτόματα αγωνιστική διέξοδό της. Για να συμβεί αυτό πρέπει να συντρέξουν σημαντικές προϋποθέσεις, όσον αφορά τη δράση του υποκειμενικού παράγοντα και να υπάρχει θέληση να υπερνικηθούν οι αντικειμενικές δυσκολίες, που είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες σήμερα. Η αστική τάξη και οι «σύμμαχοι» έχουν πλέον αποκτήσει σημαντική πείρα, έχουν διαμορφώσει τους μηχανισμούς, έχουν εξασφαλίσει την ιδεολογική κυριαρχία και μάλιστα χωρίς να κοπιάσουν ιδιαίτερα και από την άλλη οι εργαζόμενοι βαθιά απογοητευμένοι πιο δύσκολα θα κινητοποιηθούν και η χειροτέρευση των όρων διαβίωσης τους είναι δυνατόν να επιτείνει την αδράνεια και την απάθεια τους.

Το κύριο επιχείρημα που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση, επιδιώκοντας να ωθήσει τους εργαζόμενους στην αναμονή και να διαμορφώσει χαμηλές προσδοκίες, είναι ότι η χώρα πλησιάζει προς την έξοδο από το τούνελ της κρίσης. Η ψήφιση και εφαρμογή των συζητούμενων μέτρων του μνημονίου με κορυφαίο το ασφαλιστικό θα φέρει, όπως λένε, την επιτυχημένη αξιολόγηση και αυτή θα ανοίξει τη συζήτηση για την απομείωση του χρέους και το άνοιγμα της στρόφιγγας των χρηματοδοτήσεων. Τότε η οικονομική ανάκαμψη θα είναι προ των πυλών με ωφελημένους πέραν των άλλων κυρίως τους εργαζομένους. Άρα αξίζει να κάνουν οι εργαζόμενοι υπομονή, να δεχθούν τα μέτρα για να βγει η χώρα από την κρίση και να απαλλαγούν μια και καλή από τα μνημόνια και τη λιτότητα. Αυτό είναι το βασικό επιχείρημα. Τελειώνει όμως η κρίση και τα μνημόνια;

Πολλά στοιχεία μαρτυρούν ότι η παγκόσμια οικονομία και κυρίως η ευρωπαϊκή φαίνεται να εισέρχεται σε νέα ύφεση. Σταθερά το τελευταίο διάστημα μειώνονται οι δείκτες των χρηματιστηρίων, όχι μόνο της Κίνας την οποία συνήθως επικαλούνται, αλλά και των ΗΠΑ, των χωρών της Ευρώπης. Μειώνονται οι τιμές βασικών προϊόντων και πρώτων υλών. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν σενάρια για ύφεση 1,8% στην ελληνική οικονομία χωρίς να μπορεί να πει κανείς πόσο βάσιμα είναι αυτά. Φυσικά δεν είναι πολύ μακριά από την εικόνα που εμφανίζει η ελληνική οικονομία. Εξάλλου ιστορικά οι μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις δεν ξεπεράστηκαν εύκολα και με σχετικά ομαλό τρόπο. Τράβηξαν σε βάθος χρόνου, η αναιμική ανάκαμψη έδωσε τη θέση της σε νέα ύφεση. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η κρίσιμη του 1929- 33 που μετά από ένα διάστημα αναιμικής ανάκαμψης το 1937 ο καπιταλιστικός κόσμος βυθίστηκε σε νέα μεγάλη ύφεση, την οποία ξεπέρασε όχι ως αποτέλεσμα του Newdeal και της εφαρμογής της θεωρίας του Κέυνς, αλλά μέσω του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Μόνο τότε ως συνέπεια των τεράστιων πολεμικών δαπανών και της ανόρθωσης των ερειπίων αντιμετώπισε την κρίση υπερπαραγωγής και βρήκαν τρόπο αξιοποίησης τα αναξιοποίητα κεφάλαια.. Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, στην Ελλάδα με το τεράστιο χρέος των σχεδόν 400 δισεκατομμυρίων ευρώ και την καταστροφή που δημιούργησε η κρίση και η «θεραπεία» της από την πολιτική του κεφαλαίου η προοπτική της ανάκαμψης, από την οποία θα «ωφεληθούν» οι εργαζόμενοι δεν φαίνεται στο ορατό μέλλον.

Η εφαρμογή του 3ου μνημονίου θα είναι πιο αποφασιστική από τα προηγούμενα. Οι εργαζόμενοι θα έχουν απέναντί τους όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου, παρά τις όποιες διαφωνίες που εμφανίζουν σήμερα και θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο. Αν δεν αρκεί η στρατηγική της παραπλάνησης των εργαζομένων και της ενσωμάτωσης των αντιδράσεων τους με τη δύναμη των αστικών μέσων και μηχανισμών δεν θα διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την προβοκάτσια και την καταστολή, σε αντίθεση με το πρόσωπο που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα να δείξει. Δείγματα υπάρχουν.

Η ΝΔ τέλειωσε μεν με το πρόβλημα ανάδειξης ηγεσίας, απέχει όμως πολύ από το να αποτελεί ένα σταθερό, ισχυρό και αξιόπιστο πυλώνα του αστικού συστήματος. Εκτός αυτού το πρόβλημα της ενότητας της δεν φαίνεται να κερδήθηκε οριστικά. Η πολιτική πόλωση στις γραμμές της θα ξεπεραστεί δύσκολα και σε συνδυασμό με ανάγκες του συστήματος που ενδεχομένως να εμφανιστούν στο μέλλον μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα διάσπασης. Η κυβέρνηση πιέζεται σοβαρά και θα εμφανίσει γρήγορα σημαντική φθορά ενώ το λεγόμενο κέντρο εμφανίζει εικόνα κινούμενος άμμου. Όλα τα παραπάνω δίνουν τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα και αποτελεί σημαντικό παράγοντα αστάθειας.

Όλα τα προηγούμενα και πιθανόν άλλες παράμετροι που δεν αναφέρουμε δείχνουν ότι ο λαϊκός παράγοντας δεν είναι «χαμένος από χέρι», η μάχη εναντίον της επιβολής του τρίτου μνημονίου μπορεί να δοθεί και να κερδηθεί από τους εργαζόμενους ή τουλάχιστον να αμφισβητηθούν σοβαρά τα μνημονιακά μέτρα και η πολιτική του κεφαλαίου πράγμα που θα δημιουργήσει νέα δεδομένα.

Πάντως η επιβολή του τρίτου μνημονίου χωρίς ουσιαστική μάχη ή με αντιδράσεις αναντίστοιχες με το μέγεθος της απειλής και της πρόκλησης θα έχει στην ψυχολογία και την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων που αρνητικές συνέπειες, θα ωθήσει το εργατικό κίνημα πιο βαθιά στην κρίση. Τα μεγάλα λόγια και στην αγωνία αυτή φαίνεται ότι προσπαθούν να απαντήσουν όσοι τα εκστομίζουν, δεν δίνουν καμία διέξοδο. Τώρα δεν είναι η ώρα των λόγων αλλά της πράξης.

Η θετική έκβαση αυτού του αγώνα και συνολικά η ανάκαμψη του κινήματος έχει ορισμένες πολύ σημαντικές προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη.

Πρώτη: Πρέπει να διακοπεί ολοκληρωτικά η ιδιότυπη συμπόρευση με τον εργοδοτικό συνδικαλισμό και τις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ηγεσίες, ό,τι πιο διαβρωμένο και αντεργατικό υπάρχει, και η εξάρτηση από αυτές. Οι τριτοβάθμιες ηγεσίες και ειδικά η ΓΣΕΕ όταν η εργατική αγανάκτηση φουσκώνει προκηρύσσουν πανελλαδική απεργία ανταποκρινόμενες στις πιέσεις του ΠΑΜΕ και άλλων δυνάμεων και μαζί στο αίσθημα αυτοσυντήρησης τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο διατηρούν μια ορισμένη ανοχή από τους εργαζόμενους, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις προχωρούν με συνδικαλιστική κάλυψη σε απεργιακή δράση. Αυτό καταλήγει σε δύο - τρεις ντουφεκιές το χρόνο, κυρίως όταν οξύνονται πολύ τα προβλήματα, χωρίς καμία συνέχεια, είναι κατά βάση επετειακές κινήσεις εκτόνωσης, πανελλαδικές απεργίες και παράλληλα 3-4 απεργιακές διαδηλώσεις ξεχωριστές στο κέντρο της Αθήνας και σε άλλες πόλεις. Μετά από ένα διάστημα επαναλαμβάνεται. Είναι απόλυτη ανάγκη η πρακτική αυτή να εγκαταλειφτεί και να δυναμώσει η αντιπαράθεση με τον εργοδοτικό και γραφειοκρατικό συνδικαλισμό. Η δράση πρέπει να υπονομεύει την ενότητα και την ισχύ του και παράλληλα να συγκεντρώνει νέες δυνάμεις στον πόλο των αγωνιστικών δυνάμεων.

Δεύτερη: Στροφή από μια επιφανειακή καμπανιακή δράση σε μια δράση ουσιαστική, πλατιάς επικοινωνίας με τους εργαζόμενους, πέρασμα από τη συζήτηση για τα προβλήματα, στη συζήτηση των αιτίων και στη διαμόρφωση σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση τους. Αυτό προϋποθέτει δράση από τα κάτω, αναζωογόνηση των πρωτοβάθμιων σωματείων και λειτουργία τους, πλατιά εμπλοκή στις διαδικασίες τους της πλειοψηφίας των εργαζομένων, οι αποφάσεις και η δράση να είναι του ίδιου του φορέα και όχι η υποκατάσταση του από κομματικές πλειοψηφίες. Αυτή η πρακτική δοκιμάστηκε και αποδείχθηκε καταστροφική.

Τρίτη:   Η μορφή της συσπείρωσης πρέπει να είναι συσπείρωση πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικάτων χωρίς αποκλεισμούς και εφαρμογή άλλων κριτηρίων πέραν της συμφωνίας σε ορισμένο πλαίσιο δράσης, στην τακτική, τους στόχους και στις μορφές αγώνα. Η συσπείρωση δρα ενιαία και είναι ανοιχτή, ώστε οι στόχοι και επιδιώξεις της να αναβαθμίζονται ανάλογα με την ωριμότητα των συνδικάτων και των εργαζομένων και γενικότερα των συνθηκών.

Τετάρτη: Όσον αφορά τη βάση πάνω στην οποία η συσπείρωση θα γίνει, στο πλαίσιο δηλαδή του αγώνα. Η συσπείρωση αγωνίζεται για την απόκρουση του ασφαλιστικού σήμερα, διεκδικεί καλύτερες συνθήκες για τους εργαζομένους και τους απόμαχους της δουλειάς , διεκδικεί την επιβίωση του λαού και της νεολαίας. Δεν μένει όμως μόνος σ’ αυτά, αλλά τα συνδέει με τον αγώνα εναντίον του τρίτου μνημονίου και των προηγούμενων, για την ανατροπή τους, αναπτύσσει τον αγώνα εναντίον της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, χωρίς να αφήνει περιθώρια και στις υπόλοιπες αστικές μνημονιακές δυνάμεις. Προβάλλει πολιτικούς στόχους και αιτήματα ώριμα ή σχετικά ώριμα στη συνείδηση του λαού, τα οποία συγκρούονται και αμφισβητούν την αστική κυριαρχία.

Πέμπτη:   Η κατεύθυνση πρέπει να είναι η μέγιστη κινητοποίηση δυνάμεων με στόχο τη νίκη και την ανατροπή σε βάρος της πολιτικής του κεφαλαίου. Οι λογικές να υποδηλωθεί η παρουσία, να ενισχύσει κάθε παράταξη τις δυνάμεις της αδιαφορώντας για τη συνολική έκβαση των αγώνων είναι απαράδεκτες. Οι κρίσιμες στιγμές απαιτούν μεγάλες αποφάσεις. Η ενίσχυση συνδικαλιστικών παρατάξεων και πολιτικών φορέων της Αριστεράς μόνο ως συμβολή σε ένα μεγάλο κίνημα με όρους αντίστασης και νίκης, απόκρουσης της επίθεσης και ανατροπής μπορεί να γίνει αποδεκτή και να προκύψει.

Στην προσπάθεια αυτή όλοι κρινόμαστε.

πηγή: ergatikosagwnas.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου