Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Η χειραγώγηση της ενημέρωσης το ζητούμενο


Το ζήτημα της ασύδοτης δράσης των ιδιοκτητών των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ είναι πολύ παλιό. Τόσο παλιό, που χρονολογείται από την μαζική εμφάνιση των μεγάλων ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών στη χώρα μας στα τέλη του 1989, δηλαδή σχεδόν εδώ και τρεις δεκαετίες. Ουσιαστικά, η είσοδος των επιχειρηματιών στο τηλεοπτικό τοπίο εκείνη την περίοδο, αλλά και στη συνέχεια, συνδέθηκε πρώτα απ’ όλα και με τις όποιες ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ελληνικής αστικής τάξης.

Για να δώσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την κατάσταση της εποχής εκείνης και να κατανοήσουμε το πώς γεννήθηκαν, εξελίχτηκαν και διαμορφώθηκαν στη συνέχεια τα ιδιωτικά τηλεοπτικά ΜΜΕ και τι ρόλο έπαιξαν θα πρέπει να συμπληρώσουμε την εικόνα με ορισμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας, τους προσανατολισμούς της άρχουσας τάξης.

Αυτό θα μας δώσει και την εξήγηση ως προς το γεγονός ότι η όποια συζήτηση από το παρελθόν γύρω από τη «ρύθμιση» του «άναρχου τηλεοπτικού τοπίου» προκαλεί τόσο μεγάλες πολιτικές εντάσεις και προστριβές μέσα στην ίδια την αστική τάξη, που αντανακλάται και στα κόμματά της. Σ’ αυτή τη συγκυρία θα προσθέταμε ότι λαμβάνει στοιχεία σχεδόν τυφλής σύγκρουσης μεταξύ της κυβέρνησης και της αστικής αντιπολίτευσης, χωρίς να λείπουν πάντως και οι προσπάθειες αναζήτησης συνεννοήσεων και συμβιβασμών.

Σε κάθε περίπτωση όμως τούτη τη στιγμή, αυτό που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η κόντρα κυβέρνησης και αστικής αντιπολίτευσης για το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο γίνεται μέρος της πολιτικής κρίσης της αστικής τάξης και από μια άποψη η όποια παρέμβαση επιδιώκεται από την κυβέρνηση δημιουργεί και συνθήκες αποσταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος. Παραπέρα θα προσθέταμε ότι αποκαλύπτεται για ακόμα μια φορά ο αντιδραστικός χαρακτήρας της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων, των κομμάτων της, η υποκριτική στάση τους απέναντι στη δική τους, την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Και για να μην μακρηγορούμε, την εξέλιξη του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα θα πρέπει να την δούμε ως εξής: Τα ιδιωτικά ΜΜΕ στην Ελλάδα γεννήθηκαν ακριβώς τη στιγμή που ηττάται ο σοσιαλισμός σε παγκόσμιο επίπεδο με την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη που οδηγεί σε σοβαρές ανακατατάξεις το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η ΕΟΚ κάνει τα πρώτα αποφασιστικά βήματα στη μετεξέλιξή της σε Ευρωπαϊκή Ένωση με τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Έκτοτε το όραμα της άρχουσας τάξης γίνεται η πορεία σύγκλισης για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και το 2001 μπαίνει στη ζωή μας το ευρώ.

Το σύνολο των ιδιωτικών ΜΜΕ αλλά και του Τύπου, πάντα με το αζημίωτο, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προώθηση του «ευρωπαϊκού οράματος» και της «πιστωτικής επέκτασης», χάρη στο ευρώ, που εξασφάλιζε «φθηνό» εξωτερικό δανεισμό για τη χώρα μας. Οι ιδιοκτήτες των αστικών ΜΜΕ, που δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά και σε άλλους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, στο παραπάνω πλαίσιο διασφαλίζουν και αυτοί τα δικά τους κέρδη, υλικά οφέλη και πάνω απ’ όλα τα ταξικά τους συμφέροντα.

Και κάπως έτσι φτάσαμε από τη «διαπλοκή» που εισήγαγε ως όρο στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, στους «5 νταβατζήδες», που κάνουν κουμάντο και «χειραγωγούν την πολιτική ζωή του τόπου» που φέρεται να είπε το 2004 ο Κώστας Καραμανλής από ένα σουβλατζίδικο, το γνωστό του στέκι στου Μπαϊρακτάρη στο Μοναστηράκι! Και, μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάνουμε στα χρόνια της κρίσης και της χρεοκοπίας της αστικής τάξης, στο φαινόμενο, το οποίο στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα αποτυπώνεται στη φράση «τρίγωνο της αμαρτίας» μεταξύ του παλιού πολιτικού συστήματος των αστικών κομμάτων, των τραπεζιτών και των ιδιοκτητών των ΜΜΕ. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να υποτιμηθεί γιατί πρακτικά σήμερα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας της χώρας μας τα αστικά ΜΜΕ και συγκεκριμένα τα ιδιωτικά κανάλια για τα οποία μιλάμε, αποτελούν χρεοκοπημένες επιχειρήσεις με υπέρογκα δάνεια στις τράπεζες που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν. Ως εκ τούτου οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των ιδιωτικών καναλιών είναι οι τράπεζες οι οποίες με τη σειρά τους ελέγχονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δηλαδή την Ευρωπαϊκή Ένωση που στην πράξη καθίσταται και το πραγματικό αφεντικό της ενημέρωσης στην Ελλάδα. Αυτό το πραγματικό γεγονός εξηγεί και τη στάση των αστικών ΜΜΕ απέναντι στη μνημονιακή πολιτική και την πλάτη που βάζουν για την υλοποίησή της.

Πρόκειται για φαινόμενα που στη Μαρξιστική-Λενινιστική φιλολογία συμπυκνώνονται στη διαπίστωση για τη «σύμφυση» του κράτους με τα μονοπώλια, ενώ παράλληλα εξηγούν και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης σε ότι αφορά χώρες όπως η Ελλάδα και γι’ αυτό δεν έγινε κατορθωτό να αντιμετωπιστούν από «ανεξάρτητες αρχές» τύπου Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), που δημιουργήθηκαν για να ελέγχουν, υποτίθεται, την τήρηση των «κανόνων» του ανταγωνισμού και της νομιμότητας.

Η παρέμβαση στο τηλεοπτικό τοπίο που επιχειρεί σήμερα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι η πρώτη. Η πιο σοβαρή που έγινε στο παρελθόν είχε σημειωθεί προ μιας 12ετίας περίπου από την κυβέρνηση της ΝΔ επί Καραμανλή, η οποία έγινε γνωστή ως «βασικός μέτοχος» και τελικά ναυάγησε ύστερα από παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο όνομα της τήρησης των κανόνων του ανταγωνισμού και της «ελεύθερης αγοράς». Προηγουμένως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε παρέμβει σύσσωμο το «βαρονάτο της διαπλοκής» των ΜΜΕ (ή αλλιώς «οι νταβατζήδες» καναλάρχες).

Κάπως έτσι, εδώ και τρεις δεκαετίες διατηρήθηκε ένα καθεστώς στην «τηλεοπτική αγορά», που χαρακτηρίζεται από το ελληνικό ρητό «ουδέν μονιμότερο του προσωρινού». Αυτήν την κατάσταση αποτύπωσε με το δικό του τρόπο ο πρόεδρος της βουλής Νίκος Βούτσης, που αποκαλύπτει και μια συγκεκριμένη τακτική εκ μέρους της κυβέρνησης, λέγοντας ότι «επί 20 χρόνια υπήρχε με ευθύνη των κυβερνήσεων ένα άνομο τηλεοπτικό τοπίο για το οποίο πολλές φορές δεν έφταιγαν ούτε καν οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, αλλά ήταν προσπάθεια ομηρίας τους. Οι κυβερνήσεις έδιναν όλες τις παρατάσεις αδειών, όλες τις άθλιες τροπολογίες κάθε 31 Δεκεμβρίου, που έδιναν παράταση ώστε να μην αποδίδουν τον τηλεοπτικό φόρο», προσθέτοντας ότι «για χρόνια οι κυβερνήσεις έδιναν νεράκι και στέγη στη διαπλοκή».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει την παρέμβασή της στο χώρο της ιδιωτικής τηλεοπτικής αγοράς, χρησιμοποιεί πραγματικά στοιχεία, όπως είναι η συστηματική φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, η μη καταβολή στο κράτος των οφειλών των σημερινών ιδιοκτητών των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών από την χρήση των δημόσιων συχνοτήτων.

Την ίδια στιγμή όμως εγκαλείται από την αστική αντιπολίτευση ότι επιδιώκει τη δημιουργία μιας «νέας διαπλοκής» απόλυτα συνδεδεμένης με την παρούσα κυβέρνηση. Και αυτό επίσης είναι αληθές. Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η «Καθημερινή» -ιδιοκτησίας Αλαφούζου του ΣΚΑΙ- όπου στο κύριο άρθρο της στις 30 του Γενάρη σημειώσει ότι «οι τεχνητοί περιορισμοί του αριθμού των τηλεοπτικών αδειών και ο τρόπος διαχείρισής τους δεν παραπέμπουν σε εξορθολογισμό, κάθε άλλο. Στο όνομα της εξυγίανσης θα δημιουργηθεί μια νέα τηλεοπτική ολιγαρχία, προκειμένου να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες».

Την ίδια μέρα η «Αυγή» απαντούσε ότι «το πολιτικό μπλοκ της διαπλοκής που διαφέντευε τη χώρα επί δεκαετίες αντιδρά γιατί χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Και οι μάσκες πέφτουν: Τα κανάλια μας δεν θα τα πειράξει κανείς. Ούτε την Digea μας. (…) Ο νόμος αυτός αποτελεί τελικά μια στοιχειώδη και πολύ καθυστερημένη μεταρρύθμιση, αυτό που κάποιος θα χαρακτήριζε “αστικό εκσυγχρονισμό”. Αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τους εγχώριους εκσυγχρονιστές και φιλελεύθερους».

Ο καθένας από την πλευρά του ομολογεί πτυχές της αλήθειας βγάζοντας τα άπλυτα του άλλου στη φόρα αλλά το όλο πρόβλημα από τους αντιμαχόμενους έχει εστιαστεί στον αριθμό των μελών του ΕΣΡ και το αν θα έχει αυτό ή η κυβέρνηση (ή η κυβερνητική πλειοψηφία στη βουλή) τον τελευταίο λόγο για τον αριθμό των αδειών που θα δοθούν με το νέο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές συχνότητες. Γιατί τελικά στόχος και των δύο πλευρών είναι να εγκλωβίσουν το όλο θέμα στις δικές τους πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες, τη διατήρηση της παρούσας ή τη δημιουργία μιας νέας «ολιγαρχίας».

Στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση ελίσσεται με διάφορες ρυθμίσεις και τροποποιητικές διατάξεις του αρμόδιου υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά και η αστική αντιπολίτευση αντιδρά έντονα μπλοκάροντας τη συγκρότηση του ΕΣΡ σε σώμα απειλώντας ανοιχτά την κυβέρνηση ότι δεν θα γίνει ο διαγωνισμός.

Είναι χαρακτηριστικές οι «προβλέψεις» του πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελου Βενιζέλου και αντιπροέδρου των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά, στη βουλή: «Κάνω μία πρόγνωση. Η διαδικασία αυτή των δήθεν αδειών, με βάση το νομοθέτημα της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, δε θα ολοκληρωθεί ποτέ και αν επιδιώξετε την ολοκλήρωσή της αυτό θα είναι το μεγαλύτερο θεσμικό σκάνδαλο και τελικά ο πολιτικός τάφος της Κυβέρνησής σας. Όχι γιατί υπάρχουν προβλήματα πολιτικού λόγου και πολιτικής αντιδικίας, αλλά γιατί θα δείτε ανάγλυφα να προκύπτουν συμφέροντα, σκληρά, ανεξέλεγκτα, αδιαφανή. Και τότε θα δούμε ποιος είναι ποιος και τι έχουμε κάνει όλοι μας σε αυτόν τον τόπο…». Είναι φανερό ότι οι αστοί πολιτικοί ξέρουν ταυτόχρονα να εκβιάζουν και να προβλέπουν!…

Ακολούθησε στη συνέχεια η επίθεση του κοινοβουλευτικού εκπρόσωπου του ΠΑΣΟΚ και πρώην υπουργού Αντρέα Λοβέρδου κατά του Νίκου Παππά: «Δεν είστε υπουργός της Βόρειας Κορέας και δεν θα επιτρέψουμε να γίνει το Κοινοβούλιο τέτοιο που θα το μετατρέπει ο κάθε υπουργός σε χουντικό κοινοβούλιο». Ανάλογη φρασεολογία περί χουντικού κοινοβουλίου, που δεν συνάδει με τις «δημοκρατίες δυτικού τύπου» ανέπτυξαν και στελέχη της ΝΔ όπως ο αντιπρόεδρός της Άδωνις Γεωργιάδης, που προανήγγειλε ότι οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ θα καταπέσουν στο ΣτΕ ως αντισυνταγματικές. Από τη μεριά της η κυβέρνηση απαντά ότι υπάρχει σχέδιο της ΝΔ για ματαίωση του διαγωνισμού προειδοποιώντας παράλληλα ότι θα προχωρήσει ο διαγωνισμός και «ας κάνουν όνειρα για το αντίθετο ο κ. Γεωργιάδης και οι φίλοι του».

Το πραγματικό διακύβευμα, όμως, στην πράξη τόσο για την αστική αντιπολίτευση όσο και για την κυβέρνηση είναι το ποιοι θα είναι οι νέοι καναλάρχες και ποιοι από τους παλιούς θα βρεθούν εκτός. Ο πρόεδρος μάλιστα της Ένωσης Κεντρώων Β. Λεβέντης λειτουργώντας ως φερέφωνο των ιδιοκτητών των ιδιωτικών καναλιών το αποκάλυψε ευθέως, εγκαλώντας την κυβέρνηση ότι επιδιώκει να βγάλει εκτός της τηλεοπτικής αγοράς και να κλείσει συγκεκριμένους τηλεοπτικούς σταθμούς τους οποίους και κατονόμασε.

Από όλα αυτά προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα όπως αποτυπώνεται στο ύφος και την επιθετικότητα της αστικής αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση: Η άρχουσα τάξη της χώρας μας είναι αδίστακτη να επιβάλλει την πιο αυταρχική λύση προκειμένου να μη θίξει τίποτα από προνόμιά της και το καθεστώς ασυδοσίας της. Ταυτόχρονα αναδεικνύεται και η δημαγωγική και παραπλανητική στάση της κυβέρνησης και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, που στο όνομα ενός ουτοπικού και αδιέξοδου «αστικού εκσυγχρονισμού» στο πλαίσιο της επιβολής των κανόνων του «υγιούς ανταγωνισμού» και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιχειρεί δήθεν τη δημοκρατική ενημέρωση, ενώ πάνω σ’ αυτόν τον αστικό εκσυγχρονισμό σκόνταψαν και παλιότερες απόπειρες παρέμβασης από άλλες αστικές κυβερνήσεις.

Από την άποψη αυτή και λαμβάνοντας υπόψη τους γενικότερους πολιτικούς σχεδιασμούς της αστικής τάξης για τη διαμόρφωση ενός νέου διπολισμού δεν πρέπει να αποκλειστεί καμία εξέλιξη με αφορμή την επιχειρούμενη παρέμβαση της κυβέρνησης στο χώρο των ιδιωτικών καναλιών. Εξέλιξη που μπορεί να εκκινεί από έναν συμβιβασμό ή να καταλήγει στην αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το «καθεστώς ανομίας» θα εξακολουθήσει είτε με το σημερινό τοπίο είτε με το καινούργιο, που επιχειρεί να διαμορφώσει –αν το καταφέρει- η κυβέρνηση.

Το ζήτημα που προκύπτει είναι αν πρέπει να ενδιαφέρει το Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα αυτή η εξέλιξη και από ποια σκοπιά πρέπει να το αντιμετωπίσει. Το θέμα αυτό θα το προσεγγίσουμε σε επόμενο άρθρο μας.

πηγή: neaspora.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου