Το 1979, 50 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του έργου του Στρατή Δούκα
με τίτλο «Ιστορία ενός αιχμαλώτου», αυτός έδωσε συνέντευξη στον
δημοσιογράφο Νίκο Μακρίδη που δημοσιεύθηκε σε απογευματινή εφημερίδα των
Αθηνών – η συνέντευξη αυτή αναφέρεται φυσικά στην «Ιστορία ενός
αιχμαλώτου», αναφέρεται όμως και σε άλλα σημαντικά της πνευματικής μας
ζωής πολλών δεκαετιών.
Από την συνέντευξη αυτή του Στρατή Δούκα στον Νίκο Μακρίδη θα καταχωρήσω σήμερα εδώ, στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας», μόνο όσα αναφέρονται στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» τα οποία και χωρούν στην στήλη «Μικρασιατικές Σελίδες», επιφυλασσόμενος για τα υπόλοιπα να τα καταχωρήσω μια άλλη φορά.
Ας διαβάσουμε λοιπόν όσα ακολουθούν:
«Μισόν αιώνα ζωής έκλεισε η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε – το 1929 – το χαιρέτησε πρώτος ο Φώτος Πολίτης: «Είναι ένα μικρό αριστούργημα. Η απλότητα του όλου κομματιού είναι μοναδική. Τύποι περνούν και χάνονται, αρπαγμένοι με μια μονοκονδυλιά. Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια – στάλα στάλα – από κάθε περιγραφή …».
Κι ο Φώτης Κόντογλου, τον ίδιο χρόνο: «Είναι ένα αληθινό διαμάντι. Έχει μέρη που θαρρείς πως είναι Αγία Γραφή και Όμηρος…».
Αλλά και η γνώμη του Γιώργου Σεφέρη, όπως την
εμπιστεύτηκε στον Νίκο Πεντζίκη: «Το καλύτερο απ” όλα τα βιβλία του Πολέμου – δικά μας και ξένα!».
Αυτό το μικρό αριστούργημα, που μόλις πιάνει 60 σελίδες στην τελευταία (έκτη) έκδοσή του από τον «Κέδρο» έχει την παράξενη … ιστορία του.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1928. Στην Θεσσαλονίκη ο Στρατής Δούκας ζήτησε από τον διευθυντή της «Μακεδονίας» (ήταν ο Πέτρος Λεβαντής) να βγει στα χωριά για μια δημοσιογραφική «εξόρμηση» και να μελετήσει την ζωή τους.
Έτσι ξεκίνησε, με κάποια συστατικά για «εθνική αποστολή», και γύρισε 220 χωριά ως τα Χριστούγεννα. Και σ” ένα απ” αυτά, το Σπη ή Στουπί (σήμερα Νέα Έφεσος) γνώρισε τον «αιχμάλωτο» κι άκουσε την «ιστορία» του…
«Καθήσαμε στο καφενείο με τον Πρόεδρο να κουβεντιάσουμε τα προβλήματά τους. Ένα γύρω οι χωρικοί – οι πιο πολλοί ζήσανε την αιχμαλωσία. Κάποιος είπε: «Να ένας που έκανε τον Τούρκο για να γλυτώσει!». Οσφράνθηκα την αφήγηση … Δείλιασε εκείνος στην αρχή, μα λίγο-λίγο με το ούζο, έρχεται στο κέφι… Μια νύχτα κράτησε η ιστορία του. Κι εγώ που κράταγα σημειώσεις όσο μιλούσε, πρόσεξα τα «και» που δένανε τον λόγο του, έτσι όπως δένουν τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Ευτυχώς, έπαιρνε τέλος και η περιοδεία μου. Γύρισα Χριστούγεννα στην Θεσσαλονίκη και σε δεκαπέντε μέρες έγραψα το βιβλίο».
-Πώς ήταν ο ήρωάς σας;
-Ένας τουρκόφωνος ανατολίτης 25 χρονών, νιόπαντρος, μ” ένα παιδάκι, οδυσσειακός τύπος δυνατός!
-Το διάβασε το βιβλίο;
-Ναι, τους το πήγα το βιβλίο και τους το διάβασα. Ήταν εκεί κι ο δεύτερος αιχμάλωτος, ο σύντροφος του αφηγητή μου, που στο βιβλίο τον φέρνω ν” αφανίζεται από τους Τούρκους. Κακοκαρδίστηκε. «Γιατί με σκότωσες!», μου λέει. «Για να μείνει μόνος ο ήρωας!», είπα.
Ο Φώτος Πολίτης είπε πως ήταν έτοιμος ο Στρατής Δούκας για μια άρτια προσφορά, όταν έγραψε την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου». Ο Στρατής Δούκας μετρά τις «συμπτώσεις» που έσμιξαν – μοίρες καλές στην γέννηση του έργου:
Ήταν τα εφτά χρόνια της στρατιωτικής του ζωής (με πολεμικό σταυρό και αριστείο ανδρείας!) που τον έφερναν οικείο στο κλίμα του Πολέμου και τον κόσμο των πολεμιστών. Ήταν ακόμη η πρώιμη απασχόλησή του με την λαογραφία (φοιτητής παρακολουθούσε τον σοφό Καθηγητή Νικόλαο Πολίτη). Τρίτη «σύμπτωση» οι καλλιτεχνικές εξορμήσεις του με τον Αντώνη Πρωτοπάτση – μνήμες νωπές κι αυτές – στα χωριά της Λέσβου για μια επικοινωνία με τις πηγές της λαϊκής δημιουργίας. Πρόσθετη «σύμπτωση» η συμπεριφορά του Πέτρου Λεβαντή που προκάλεσε πολλές πικρίες στον συγγραφέα κι ένα κλίμα ψυχολογικό έτοιμο ν” απορροφήσει μια ζεστή εξομολόγηση και να την αναμεταδώσει θερμότερη.
Και – τέλος:
«Έτυχα σ” ένα λαμπρό Μικρασιάτη αφηγητή!»
Πολλές, λοιπόν, οι «συμπτώσεις» («σύμπτωση» και το πως αντάμωσαν ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας κι ένας τουρκομαθής συγγραφέας!) αλλά δεν είναι αυτές, φυσικά, που εξηγούν πώς μέσα από το «μίγμα» μιας αφήγησης μπορεί να βγει ένα «διαμάντι» της πεζογραφίας μας που και τώρα ακόμη κρατάει την πρώτη του λάμψη…
Κάποιες στιγμές, ο Στρατής Δούκας μιλάει και γι” αυτό, για τα μυστικά της τέχνης του, κι είναι σαν να δουλεύει τώρα και να λέει:
Τελειώνουν εδώ όσα θα είχα να καταχωρήσω σχετικά με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα από την συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Νίκο Μακρίδη – μένει τώρα να σημειώσω ότι αυτά έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 18 Ιουνίου 1979.
Από την συνέντευξη αυτή του Στρατή Δούκα στον Νίκο Μακρίδη θα καταχωρήσω σήμερα εδώ, στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας», μόνο όσα αναφέρονται στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» τα οποία και χωρούν στην στήλη «Μικρασιατικές Σελίδες», επιφυλασσόμενος για τα υπόλοιπα να τα καταχωρήσω μια άλλη φορά.
Ο Στρατής Δούκας το 1923, δια χειρός Φώτη Κόντογλου |
«Μισόν αιώνα ζωής έκλεισε η «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα.
Όταν πρωτοκυκλοφόρησε – το 1929 – το χαιρέτησε πρώτος ο Φώτος Πολίτης: «Είναι ένα μικρό αριστούργημα. Η απλότητα του όλου κομματιού είναι μοναδική. Τύποι περνούν και χάνονται, αρπαγμένοι με μια μονοκονδυλιά. Στάζει η ζωή, στάζει η αλήθεια – στάλα στάλα – από κάθε περιγραφή …».
Κι ο Φώτης Κόντογλου, τον ίδιο χρόνο: «Είναι ένα αληθινό διαμάντι. Έχει μέρη που θαρρείς πως είναι Αγία Γραφή και Όμηρος…».
Αλλά και η γνώμη του Γιώργου Σεφέρη, όπως την
εμπιστεύτηκε στον Νίκο Πεντζίκη: «Το καλύτερο απ” όλα τα βιβλία του Πολέμου – δικά μας και ξένα!».
Αυτό το μικρό αριστούργημα, που μόλις πιάνει 60 σελίδες στην τελευταία (έκτη) έκδοσή του από τον «Κέδρο» έχει την παράξενη … ιστορία του.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1928. Στην Θεσσαλονίκη ο Στρατής Δούκας ζήτησε από τον διευθυντή της «Μακεδονίας» (ήταν ο Πέτρος Λεβαντής) να βγει στα χωριά για μια δημοσιογραφική «εξόρμηση» και να μελετήσει την ζωή τους.
Έτσι ξεκίνησε, με κάποια συστατικά για «εθνική αποστολή», και γύρισε 220 χωριά ως τα Χριστούγεννα. Και σ” ένα απ” αυτά, το Σπη ή Στουπί (σήμερα Νέα Έφεσος) γνώρισε τον «αιχμάλωτο» κι άκουσε την «ιστορία» του…
«Καθήσαμε στο καφενείο με τον Πρόεδρο να κουβεντιάσουμε τα προβλήματά τους. Ένα γύρω οι χωρικοί – οι πιο πολλοί ζήσανε την αιχμαλωσία. Κάποιος είπε: «Να ένας που έκανε τον Τούρκο για να γλυτώσει!». Οσφράνθηκα την αφήγηση … Δείλιασε εκείνος στην αρχή, μα λίγο-λίγο με το ούζο, έρχεται στο κέφι… Μια νύχτα κράτησε η ιστορία του. Κι εγώ που κράταγα σημειώσεις όσο μιλούσε, πρόσεξα τα «και» που δένανε τον λόγο του, έτσι όπως δένουν τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Ευτυχώς, έπαιρνε τέλος και η περιοδεία μου. Γύρισα Χριστούγεννα στην Θεσσαλονίκη και σε δεκαπέντε μέρες έγραψα το βιβλίο».
-Πώς ήταν ο ήρωάς σας;
-Ένας τουρκόφωνος ανατολίτης 25 χρονών, νιόπαντρος, μ” ένα παιδάκι, οδυσσειακός τύπος δυνατός!
-Το διάβασε το βιβλίο;
-Ναι, τους το πήγα το βιβλίο και τους το διάβασα. Ήταν εκεί κι ο δεύτερος αιχμάλωτος, ο σύντροφος του αφηγητή μου, που στο βιβλίο τον φέρνω ν” αφανίζεται από τους Τούρκους. Κακοκαρδίστηκε. «Γιατί με σκότωσες!», μου λέει. «Για να μείνει μόνος ο ήρωας!», είπα.
Ο Φώτος Πολίτης είπε πως ήταν έτοιμος ο Στρατής Δούκας για μια άρτια προσφορά, όταν έγραψε την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου». Ο Στρατής Δούκας μετρά τις «συμπτώσεις» που έσμιξαν – μοίρες καλές στην γέννηση του έργου:
Ήταν τα εφτά χρόνια της στρατιωτικής του ζωής (με πολεμικό σταυρό και αριστείο ανδρείας!) που τον έφερναν οικείο στο κλίμα του Πολέμου και τον κόσμο των πολεμιστών. Ήταν ακόμη η πρώιμη απασχόλησή του με την λαογραφία (φοιτητής παρακολουθούσε τον σοφό Καθηγητή Νικόλαο Πολίτη). Τρίτη «σύμπτωση» οι καλλιτεχνικές εξορμήσεις του με τον Αντώνη Πρωτοπάτση – μνήμες νωπές κι αυτές – στα χωριά της Λέσβου για μια επικοινωνία με τις πηγές της λαϊκής δημιουργίας. Πρόσθετη «σύμπτωση» η συμπεριφορά του Πέτρου Λεβαντή που προκάλεσε πολλές πικρίες στον συγγραφέα κι ένα κλίμα ψυχολογικό έτοιμο ν” απορροφήσει μια ζεστή εξομολόγηση και να την αναμεταδώσει θερμότερη.
Και – τέλος:
«Έτυχα σ” ένα λαμπρό Μικρασιάτη αφηγητή!»
Πολλές, λοιπόν, οι «συμπτώσεις» («σύμπτωση» και το πως αντάμωσαν ένας τουρκόφωνος πρόσφυγας κι ένας τουρκομαθής συγγραφέας!) αλλά δεν είναι αυτές, φυσικά, που εξηγούν πώς μέσα από το «μίγμα» μιας αφήγησης μπορεί να βγει ένα «διαμάντι» της πεζογραφίας μας που και τώρα ακόμη κρατάει την πρώτη του λάμψη…
Κάποιες στιγμές, ο Στρατής Δούκας μιλάει και γι” αυτό, για τα μυστικά της τέχνης του, κι είναι σαν να δουλεύει τώρα και να λέει:
- «Είναι ξένο το βίωμα. Μα δουλεύω χέρι-χέρι με τον λαό».
- «Εργάζομαι σαν τον αρχαίο τραγικό, με δεδομένο τον μύθο. Το ίδιο γίνεται και με τους βυζαντινούς τοιχογράφους, είναι δεδομένη η γραφή. Αλλά τεράστια η απόσταση από ζωγράφο σε ζωγράφο».
- «Προσπαθώ να υποτάξω την αρχική αφήγηση στις αρχές των κλασικών. Η αφήγησή μου έχει αρχή, μέση και τέλος, όπως θα το ήθελε ο Αριστοτέλης. Δεν είναι, βέβαια, «μίμησις βίου σπουδαίου». Αλλά είναι σπουδαία ιστορία. Και τελειούται, δι” ελέου και φόβου».
- «Δουλεύω και σαν αισθητικός. Κλασική αφήγηση, αλλά και μοντέρνος λόγος. Ούτε λαϊκισμός, ούτε «κατσαρές κουβέντες» που λέει κι ο Καραγκιόζης. Η επιθετομανία του Γρυπάρη μπήκε και στην πεζογραφία μας – την πάτησε κι ο Μυριβήλης! Εγώ παραμερίζω και τ” αφηρημένα ουσιαστικά (αγάπη, αρετή) και κρατώ τα συγκεκριμένα (πόρτα, δρόμος). Βρέθηκα στις αρχές των Άγγλων εικονιστών, στις οποίες προσχώρησε κι ο Πάουντ. Πετούν τα πάντα για την εικόνα».
- «Στηρίζομαι στον ελληνικώτατο νόμο των αντιθέσεων. Σύμβολο ελληνικό είναι ο μαίανδρος ευθεία-κάθετος. Κι ο βυζαντινός σταυρός … Η τέχνη – γράφω – είναι η συμφωνία των άκρων αντιθέσεων, μέρα-νύχτα, χειμώνας-καλοκαίρι. Κι αυτό το βλέπετε στην ιστορία του αιχμαλώτου μου: «Μεσ” απ” τα χέρια τους με πήρανε … Μεσημέρι πιάστηκα … Βράδυασε και…»
Τελειώνουν εδώ όσα θα είχα να καταχωρήσω σχετικά με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα από την συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Νίκο Μακρίδη – μένει τώρα να σημειώσω ότι αυτά έχουν δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 18 Ιουνίου 1979.
Κώστας Π. Παντελόγλου
Για να μεταβείτε στη σελίδα kosmosnf.gr πατήστε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου