"Αναδημοσιεύσεις από τον Κόσμο της Ν.
Φιλαδέλφειας" http://www.kosmosnf.gr
Όσα
θα καταχωρήσω σήμερα και αύριο στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας» είναι
από το βιβλίο «Μνήμες» του διατελέσαντος Δημάρχου Μυτιλήνης Απόστολου Ε.
Αποστόλου – η χρησιμότητά τους θαρρώ δεν εξαντλείται στην γνώση της
ιστορίας…
«… από τις 26 του Απρίλη του 1956 βρέθηκα … μέσα στο ιστορικό Δημαρχείο της Μυτιλήνης. …
Από το μικρό αυτό, αλλά ωραίο, πολύ ωραίο, μέγαρο – το Δημοτικό Κατάστημα – πέρασαν πολλοί Δήμαρχοι. Καλοί και κακοί. Μερικοί πολύ καλοί, που άφησαν την σφραγίδα τους. Εγώ τι θα έκανα;
Όταν πρωτοήρθα, αντιμετώπισα κατάσταση πολύ δυσάρεσστη. Το προσωπικό του Δήμου δεν με ήθελε. Με δέχτηκε εχθρικά. Εκτός από δυο-τρεις, που αυτούς δεν τους ήθελα εγώ. Δεν τους εκτιμούσα.
Στο ταμείο του Δήμου μπαινόβγαιναν πενταροδεκάρες. Πανάθλια τα οικονομικά του Δήμου.
Και η Πόλη, η κακόμοιρη αυτή Πόλη, είχε τα χάλια της. Από την αρχή της εγκατάστασής μου στον Δήμο, εφάρμοσα ένα τρόπο δουλειάς, που τον τήρησα ως το τέλος, σχεδόν, της μακρόχρονης θητείας μου. Μου έγινε συνήθεια. Κι αν, καμμιά φορά, αναγκαζόμουν να μην εκτελέσω ή να κουτσουρέψω το πρόγραμμα, ένοιωθα ένοχος.
Κάθε πρωί, προτού πάγω στον Δήμο, έπαιρνα βόλτα τις γειτονιές. Με την σειρά, σήμερα την μία, αύριο την άλλη. Παρατηρούσα, ερχόμουν σ” επαφή με τον κόσμο, σημείωνα. Μόρφωνα γνώμη. Έβλεπα ο ίδιος και δεν περίμενα να μου τα πουν οι άλλοι.
Από τις πρώτες, λοιπόν, ημέρες, όταν άρχισα να κάνω τον Δήμαρχο, βγήκα στις γειτονιές και στις συνοικίες. Και όσα συναντούσα και ανακάλυπτα, μου έφερναν ντροπή και απογοήτευση.
Περπατούσα σε καλντερίμια καταστραμμένα από τον χρόνο και κακοτράχαλα. Βάδιζα σε δρόμους και δρομάκια, εκεί πάνω, στους συνοικισμούς, γεμάτους λάσπες και χαλίκια. Συναντούσα παιδάκια να παίζουν δίπλα σε βρωμόνερα. … Κουβέντιαζα με τις γυναίκ(ες) που διατηρούσαν πεντακάθαρα τα φτωχικά τους σπιτάκια και μούλεγαν τα παράπονά τους. Δεν γύρευαν μεγάλα πράγματα. Ένα συμμαζεμένο δρόμο, χωρίς λάσπες τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Ένα υπόνομο, μπροστά από τα σπίτια τους, για να αποχετεύουν τα βρωμόνερα. Λίγο φως, για να μπορούν να περπατούν την νύχτα, στον δρόμο, ακίνδυνα. Μια βρύση, όσο γίνεται πιο κοντά στα σπίτια τους, για να μην αναγκάζονται να κουβαλούν το νερό, της καθημερινής χρήσης, από εκατοντάδες μέτρα μακρυά. …
… Ελάχιστους ασφαλτοστρωμένους δρόμους είχε (η Μυτιλήνη), κεντρικούς. Οι άλλοι ήταν χωματόδρομοι και ξεχαρβαλωμένα καλντερίμια. Λιγοστοί ήταν και οι υπόνομοι, στα κεντρικά και χαμηλά σημεία της πόλης. Κυριαρχούσαν οι βόθροι, που με τον τρόπο που κατασκευάζονταν και λειτουργούσαν, καταντούσαν εστίες μόλυνσης. Το φως στους δρόμους ήταν είδος πολυτελείας και δινόταν με πολύ μεγάλη φειδώ.
Και το νερό προσφερόταν στους πολλούς, τους περισσότερους δημότες, με πολύ μεγάλη οικονομία. Δραματική γινόταν η κατάσταση τους καλοκαιρινούς μήνες. Τότε, στα υψώματα, το νερό, συνήθως, δεν έφτανε. Οι βρύσες δεν έτρεχαν. Και δούλευαν τα βυτία που κουβαλούσαν, όπου και όσο νερό πρόφταιναν. Ο κόσμος υπέφερε. …
Μπροστά σ” αυτά τα προβλήματα βρέθηκα, όταν πρωτομπήκα στον Δήμο. Και άλλα, ακόμα, πολλά και διάφορα, που απαιτούσαν λύσεις. Από πού ν” αρχίσω; Και πώς να ξεκινήσω; …»
Τελειώνει εδώ το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – αύριο θα καταχωρήσω πάλι εδώ, στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας», το δεύτερο μέρος.
Ο Απόστολος Αποστόλου σε προεκλογική ομιλία το 1956. Φωτογραφία: emprosnet.gr |
«… από τις 26 του Απρίλη του 1956 βρέθηκα … μέσα στο ιστορικό Δημαρχείο της Μυτιλήνης. …
Από το μικρό αυτό, αλλά ωραίο, πολύ ωραίο, μέγαρο – το Δημοτικό Κατάστημα – πέρασαν πολλοί Δήμαρχοι. Καλοί και κακοί. Μερικοί πολύ καλοί, που άφησαν την σφραγίδα τους. Εγώ τι θα έκανα;
Όταν πρωτοήρθα, αντιμετώπισα κατάσταση πολύ δυσάρεσστη. Το προσωπικό του Δήμου δεν με ήθελε. Με δέχτηκε εχθρικά. Εκτός από δυο-τρεις, που αυτούς δεν τους ήθελα εγώ. Δεν τους εκτιμούσα.
Στο ταμείο του Δήμου μπαινόβγαιναν πενταροδεκάρες. Πανάθλια τα οικονομικά του Δήμου.
Και η Πόλη, η κακόμοιρη αυτή Πόλη, είχε τα χάλια της. Από την αρχή της εγκατάστασής μου στον Δήμο, εφάρμοσα ένα τρόπο δουλειάς, που τον τήρησα ως το τέλος, σχεδόν, της μακρόχρονης θητείας μου. Μου έγινε συνήθεια. Κι αν, καμμιά φορά, αναγκαζόμουν να μην εκτελέσω ή να κουτσουρέψω το πρόγραμμα, ένοιωθα ένοχος.
Κάθε πρωί, προτού πάγω στον Δήμο, έπαιρνα βόλτα τις γειτονιές. Με την σειρά, σήμερα την μία, αύριο την άλλη. Παρατηρούσα, ερχόμουν σ” επαφή με τον κόσμο, σημείωνα. Μόρφωνα γνώμη. Έβλεπα ο ίδιος και δεν περίμενα να μου τα πουν οι άλλοι.
Από τις πρώτες, λοιπόν, ημέρες, όταν άρχισα να κάνω τον Δήμαρχο, βγήκα στις γειτονιές και στις συνοικίες. Και όσα συναντούσα και ανακάλυπτα, μου έφερναν ντροπή και απογοήτευση.
Περπατούσα σε καλντερίμια καταστραμμένα από τον χρόνο και κακοτράχαλα. Βάδιζα σε δρόμους και δρομάκια, εκεί πάνω, στους συνοικισμούς, γεμάτους λάσπες και χαλίκια. Συναντούσα παιδάκια να παίζουν δίπλα σε βρωμόνερα. … Κουβέντιαζα με τις γυναίκ(ες) που διατηρούσαν πεντακάθαρα τα φτωχικά τους σπιτάκια και μούλεγαν τα παράπονά τους. Δεν γύρευαν μεγάλα πράγματα. Ένα συμμαζεμένο δρόμο, χωρίς λάσπες τον χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Ένα υπόνομο, μπροστά από τα σπίτια τους, για να αποχετεύουν τα βρωμόνερα. Λίγο φως, για να μπορούν να περπατούν την νύχτα, στον δρόμο, ακίνδυνα. Μια βρύση, όσο γίνεται πιο κοντά στα σπίτια τους, για να μην αναγκάζονται να κουβαλούν το νερό, της καθημερινής χρήσης, από εκατοντάδες μέτρα μακρυά. …
… Ελάχιστους ασφαλτοστρωμένους δρόμους είχε (η Μυτιλήνη), κεντρικούς. Οι άλλοι ήταν χωματόδρομοι και ξεχαρβαλωμένα καλντερίμια. Λιγοστοί ήταν και οι υπόνομοι, στα κεντρικά και χαμηλά σημεία της πόλης. Κυριαρχούσαν οι βόθροι, που με τον τρόπο που κατασκευάζονταν και λειτουργούσαν, καταντούσαν εστίες μόλυνσης. Το φως στους δρόμους ήταν είδος πολυτελείας και δινόταν με πολύ μεγάλη φειδώ.
Και το νερό προσφερόταν στους πολλούς, τους περισσότερους δημότες, με πολύ μεγάλη οικονομία. Δραματική γινόταν η κατάσταση τους καλοκαιρινούς μήνες. Τότε, στα υψώματα, το νερό, συνήθως, δεν έφτανε. Οι βρύσες δεν έτρεχαν. Και δούλευαν τα βυτία που κουβαλούσαν, όπου και όσο νερό πρόφταιναν. Ο κόσμος υπέφερε. …
Μπροστά σ” αυτά τα προβλήματα βρέθηκα, όταν πρωτομπήκα στον Δήμο. Και άλλα, ακόμα, πολλά και διάφορα, που απαιτούσαν λύσεις. Από πού ν” αρχίσω; Και πώς να ξεκινήσω; …»
Τελειώνει εδώ το πρώτο μέρος του γραφτού με το θέμα του τίτλου – αύριο θα καταχωρήσω πάλι εδώ, στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας», το δεύτερο μέρος.
Κώστας Π. Παντελόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου