της Ντίνας Χαριτάτου
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την κλιμάκωση της επίθεσης μετά και το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, την όξυνση των πολεμικών κινδύνων και των ανταγωνισμών στην περιοχή και την αυξανόμενη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διαμορφώσει κατευθύνσεις παρέμβασης. Στο πλαίσιο αυτό συνεδρίασε και το Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο την προηγούμενη Κυριακή που, παρά την ομόφωνη ψήφιση της εισήγησης της ΚΣΕ (ως βάση για συζήτηση) και την υπερψήφιση σειράς τροπολογιών που ενίσχυαν την κατεύθυνσή της, στην τελική ψηφοφορία δεν υπερψηφίστηκε η απόφαση, με 29 ψήφους υπέρ έναντι 31 κατά, καθώς η συνεδρίαση τράβηξε μέχρι αργά και αρκετά μέλη του ΠΣΟ –από την περιφέρεια ή με ανειλημμένες υποχρεώσεις– αποχώρησαν. Ποια θα είναι η συνέχεια, σύμφωνα με την ΚΣΕ, που συνεδρίασε την Τετάρτη; Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως μέτωπο πολιτικών οργανώσεων και αγωνιστών, θα οργανώσει τη συζήτηση, θα την απλώσει στα χιλιάδες μέλη της με συνελεύσεις των επιτροπών για ανώτερες και προωθητικές απαντήσεις.
Στο ΠΣΟ έγινε πλούσια συζήτηση και εκφράστηκαν σημαντικές πολιτικές διαφοροποιήσεις. Το ΣΕΚ εκτίμησε πως «αποδοκιμάστηκαν οι τάσεις εγκλωβισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε σεχταριστική απομόνωση». Σίγουρα δεν βοηθάει μια συζήτηση με χαρακτηρισμούς, πολύ περισσότερο όταν η πείρα έχει δείξει (και πρόσφατα με τον ΣΥΡΙΖΑ και παλιότερα) πως πίσω από τις κατηγορίες για «σεχταριστές» έχουν διαμορφωθεί προτάσεις για συμμαχίες χωρίς αρχές.
Ας δούμε ορισμένα σημεία από τις διαφορετικές προσεγγίσεις. Στο θέμα των διεθνών, η εισήγηση σημείωνε πως «αναπτύσσονται και αναζητήσεις προς τα αριστερά», αλλά ξεκαθάριζε πως δυνάμεις της «ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας» (Μελανσόν, Κόρμπιν) έχουν «συστημικό χαρακτήρα» και «περιορισμένο πρόγραμμα». Το ΣΕΚ αναφέρεται σε «πολιτικές ανταρσίες προς τ’ αριστερά». Σχετικά με την εκτίμηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η εισήγηση τονίζει πως «είναι μια κυριολεκτικά αδίστακτη αστική κυβέρνηση», ενώ στο κείμενο της αντιπροσωπείας του ΣΕΚ γίνεται λόγος για «πολιτική των συμβιβασμών με την άρχουσα τάξη και την ΕΕ».
Όσον αφορά το εργατικό κίνημα, η εισήγηση αναφέρει πως «για να αλλάξει η κατάσταση απαιτείται ολόπλευρη στήριξη όλων των αγώνων και κλιμάκωσή τους και ουσιαστικά βήματα στην ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε ρήξη με τον υποταγμένο κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό. Ζήτημα κλειδί στην κατεύθυνση αυτή είναι η ενίσχυση του ‘’από τα κάτω’’ οριζόντιου συντονισμού και τον κοινό βηματισμό όλων των πρωτοβουλιών (‘’συντονισμός ενάντια στα μνημόνια’’, κλαδικοί συντονισμοί στα νοσοκομεία, στις τηλεπικοινωνίες και αλλού) στην ενιαία προσπάθεια της ‘’πρωτοβουλίας για τον συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων’’». Και υπογραμμίζει πως «χωρίς ένα μαζικό, πλατύ και διευρυνόμενο κέντρο πρωτοβουλιών και αγώνα στο εργατικό –και συνολικότερα στο λαϊκό- κίνημα, ούτε σχεδιασμός και δράση που θα υπερβαίνουν την παραλυτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας μπορεί να υπάρξει». Γι’ αυτό καλούσε όλες τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Η τοποθέτηση του ΣΕΚ επιμένει να χαρακτηρίζει τη λογική της ταξικής ανασυγκρότησης ως «χωροταξικό διαχωρισμό από τις συγκεντρώσεις που καλούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες».
Η εισήγηση έθετε το ζήτημα συνέχισης των πρωτοβουλιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «για τον κοινό βηματισμό, τον διάλογο και την κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιδιαχειριστικής αριστεράς» και με μια «μόνιμη συνάντηση διαλόγου και κοινής δράσης δυνάμεων και αγωνιστών». Η πρόταση αυτή απευθύνεται σε συγκεκριμένες δυνάμεις, που βρίσκονται σε «κατεύθυνση ρήξης με την αστική πολιτική και τη διαχείριση του καπιταλισμού». Ταυτόχρονα, ξεκαθάριζε πως «στεκόμαστε αντίθετοι σε πολιτικές προτάσεις και συζητήσεις που γίνονται την περίοδο αυτή με γνώμονα τις εκλογές». Αφενός, γιατί πρέπει να πέσει «όλο το βάρος στην ανατροπή του σφαγείου» κι αφετέρου γιατί «αυτονομούν τους εκλογικούς στόχους από το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο και οδηγούν αντικειμενικά σε καιροσκοπικές συμμαχίες χωρίς αρχές». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να πάρει μέρος «σε φόρουμ ή άλλες μορφές ‘’διαλόγου και κοινής δράσης’’, που έχουν ως στόχο την προώθηση ενός ‘’αντιμνημονιακού, πατριωτικού μετώπου’’», σημείωνε. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συνεχίσει να αναλαμβάνει –ή να ανταποκρίνεται- σε πρωτοβουλίες κοινής δράσης για την ανατροπή της επίθεσης και την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος καθώς και σε πρωτοβουλίες διαλόγου χωρίς να δεσμεύεται σε μορφές και διαδικασίες που αντικειμενικά οδηγούν σε μέτωπα άλλου χαρακτήρα». Το ΣΕΚ πρότεινε να μην αρνηθούμε «εκ των προτέρων την εμπλοκή σε πρωτοβουλίες που θα απευθύνουν άλλες δυνάμεις της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς».
πηγή: prin.gr
Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται από την κλιμάκωση της επίθεσης μετά και το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, την όξυνση των πολεμικών κινδύνων και των ανταγωνισμών στην περιοχή και την αυξανόμενη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να διαμορφώσει κατευθύνσεις παρέμβασης. Στο πλαίσιο αυτό συνεδρίασε και το Πανελλαδικό Συντονιστικό Όργανο την προηγούμενη Κυριακή που, παρά την ομόφωνη ψήφιση της εισήγησης της ΚΣΕ (ως βάση για συζήτηση) και την υπερψήφιση σειράς τροπολογιών που ενίσχυαν την κατεύθυνσή της, στην τελική ψηφοφορία δεν υπερψηφίστηκε η απόφαση, με 29 ψήφους υπέρ έναντι 31 κατά, καθώς η συνεδρίαση τράβηξε μέχρι αργά και αρκετά μέλη του ΠΣΟ –από την περιφέρεια ή με ανειλημμένες υποχρεώσεις– αποχώρησαν. Ποια θα είναι η συνέχεια, σύμφωνα με την ΚΣΕ, που συνεδρίασε την Τετάρτη; Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως μέτωπο πολιτικών οργανώσεων και αγωνιστών, θα οργανώσει τη συζήτηση, θα την απλώσει στα χιλιάδες μέλη της με συνελεύσεις των επιτροπών για ανώτερες και προωθητικές απαντήσεις.
Στο ΠΣΟ έγινε πλούσια συζήτηση και εκφράστηκαν σημαντικές πολιτικές διαφοροποιήσεις. Το ΣΕΚ εκτίμησε πως «αποδοκιμάστηκαν οι τάσεις εγκλωβισμού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε σεχταριστική απομόνωση». Σίγουρα δεν βοηθάει μια συζήτηση με χαρακτηρισμούς, πολύ περισσότερο όταν η πείρα έχει δείξει (και πρόσφατα με τον ΣΥΡΙΖΑ και παλιότερα) πως πίσω από τις κατηγορίες για «σεχταριστές» έχουν διαμορφωθεί προτάσεις για συμμαχίες χωρίς αρχές.
Ας δούμε ορισμένα σημεία από τις διαφορετικές προσεγγίσεις. Στο θέμα των διεθνών, η εισήγηση σημείωνε πως «αναπτύσσονται και αναζητήσεις προς τα αριστερά», αλλά ξεκαθάριζε πως δυνάμεις της «ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας» (Μελανσόν, Κόρμπιν) έχουν «συστημικό χαρακτήρα» και «περιορισμένο πρόγραμμα». Το ΣΕΚ αναφέρεται σε «πολιτικές ανταρσίες προς τ’ αριστερά». Σχετικά με την εκτίμηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η εισήγηση τονίζει πως «είναι μια κυριολεκτικά αδίστακτη αστική κυβέρνηση», ενώ στο κείμενο της αντιπροσωπείας του ΣΕΚ γίνεται λόγος για «πολιτική των συμβιβασμών με την άρχουσα τάξη και την ΕΕ».
Όσον αφορά το εργατικό κίνημα, η εισήγηση αναφέρει πως «για να αλλάξει η κατάσταση απαιτείται ολόπλευρη στήριξη όλων των αγώνων και κλιμάκωσή τους και ουσιαστικά βήματα στην ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε ρήξη με τον υποταγμένο κυβερνητικό εργοδοτικό συνδικαλισμό. Ζήτημα κλειδί στην κατεύθυνση αυτή είναι η ενίσχυση του ‘’από τα κάτω’’ οριζόντιου συντονισμού και τον κοινό βηματισμό όλων των πρωτοβουλιών (‘’συντονισμός ενάντια στα μνημόνια’’, κλαδικοί συντονισμοί στα νοσοκομεία, στις τηλεπικοινωνίες και αλλού) στην ενιαία προσπάθεια της ‘’πρωτοβουλίας για τον συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων’’». Και υπογραμμίζει πως «χωρίς ένα μαζικό, πλατύ και διευρυνόμενο κέντρο πρωτοβουλιών και αγώνα στο εργατικό –και συνολικότερα στο λαϊκό- κίνημα, ούτε σχεδιασμός και δράση που θα υπερβαίνουν την παραλυτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας μπορεί να υπάρξει». Γι’ αυτό καλούσε όλες τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Η τοποθέτηση του ΣΕΚ επιμένει να χαρακτηρίζει τη λογική της ταξικής ανασυγκρότησης ως «χωροταξικό διαχωρισμό από τις συγκεντρώσεις που καλούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες».
Η εισήγηση έθετε το ζήτημα συνέχισης των πρωτοβουλιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «για τον κοινό βηματισμό, τον διάλογο και την κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιδιαχειριστικής αριστεράς» και με μια «μόνιμη συνάντηση διαλόγου και κοινής δράσης δυνάμεων και αγωνιστών». Η πρόταση αυτή απευθύνεται σε συγκεκριμένες δυνάμεις, που βρίσκονται σε «κατεύθυνση ρήξης με την αστική πολιτική και τη διαχείριση του καπιταλισμού». Ταυτόχρονα, ξεκαθάριζε πως «στεκόμαστε αντίθετοι σε πολιτικές προτάσεις και συζητήσεις που γίνονται την περίοδο αυτή με γνώμονα τις εκλογές». Αφενός, γιατί πρέπει να πέσει «όλο το βάρος στην ανατροπή του σφαγείου» κι αφετέρου γιατί «αυτονομούν τους εκλογικούς στόχους από το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο και οδηγούν αντικειμενικά σε καιροσκοπικές συμμαχίες χωρίς αρχές». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να πάρει μέρος «σε φόρουμ ή άλλες μορφές ‘’διαλόγου και κοινής δράσης’’, που έχουν ως στόχο την προώθηση ενός ‘’αντιμνημονιακού, πατριωτικού μετώπου’’», σημείωνε. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συνεχίσει να αναλαμβάνει –ή να ανταποκρίνεται- σε πρωτοβουλίες κοινής δράσης για την ανατροπή της επίθεσης και την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος καθώς και σε πρωτοβουλίες διαλόγου χωρίς να δεσμεύεται σε μορφές και διαδικασίες που αντικειμενικά οδηγούν σε μέτωπα άλλου χαρακτήρα». Το ΣΕΚ πρότεινε να μην αρνηθούμε «εκ των προτέρων την εμπλοκή σε πρωτοβουλίες που θα απευθύνουν άλλες δυνάμεις της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς».
πηγή: prin.gr
"Η ΑΕΚ δεν απειλείται και δεν εκφοβίζεται"
ΑπάντησηΔιαγραφή"Οι εκφοβισμοί, οι απειλές και η λυσσαλέα πολεμική εναντίον του ονείρου του κόσμου της ΑΕΚ θα πέσουν και πάλι στο κενό" τονίζεται από την ΠΑΕ. Όλοι όσοι επιχειρούν να εμποδίσουν την επιστροφή της ομάδας στο σπίτι της και μιλούν για "γήπεδο Μελισσανίδη" θα καταλάβουν ότι έχουν απέναντι τους όλη την οικογένεια και όλο τον κόσμο της ΑΕΚ. Η ανικανότητα ή η άρνηση τους να κατανοήσουν πως η Αγια Σοφιά είναι το όνειρο όλων των φίλων της ομάδας και μια ιστορική παρακαταθήκη για τον σύλλογο αποτελεί και το μεγαλύτερο "έγκλημα" τους.
Η ΑΕΚ δεν τρομάζει από τέτοιες τακτικές και έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον υπουργό Χρήστο Σπίρτζη και τους υπαλλήλους. Λειτούργησαν σύμφωνα με τον νόμο απέναντι σε πιέσεις και προκλήσεις και είναι βέβαια πως θα συνεχίσουν να το κάνουν. Παρά τις απειλές, τα νομικά τερτίπια και την προσπάθεια εκφοβισμού υπάρχει και ο νόμος και το δίκαιο αίτημα της ΑΕΚ να χτίσει το σπίτι της, στο οικόπεδο της και να επιστρέψει εκεί που ανήκει.