του Γιώργου Πετρόπουλου
Όταν πια τελείωσε το στάδιο της
συγκέντρωσης του κόσμου στη πλατεία, κι αφού ορδές των κατακτητών και
των ντόπιων συνεργατών τους πέρασαν από τα σπίτια δολοφονώντας και
πλιατσικολογώντας άρχισε το ξεδιάλεγμα των συγκεντρωμένων. Οι προδότες
Μπατράνης, Βακαλόπουλος, Βερύκογλου, Γρ. Ιωαννίδης, ο Σγούρης και ο γιος
του πιάσανε δουλειά υποδείχνοντας έναν- έναν τους επικίνδυνους για τον
κατακτητή αγωνιστές της εθνικής αντίστασης. Το γενικό πρόσταγμα στους
προδότες έχει ο «συνταγματάρχης» των ταγματασφαλιτών Πλυτζανόπουλος.
[1] Σοφίας Μαυροειδή- Παπαδάκη: «Της Νιότης και της Λευτεριάς- Ποιήματα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 29
[2] «Ριζοσπάστης» 17/8/ 1978
[3] «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945
[4] Ριζοσπάστης 24/8/1980
[5] «Ιστορία της Αντίστασης 1940- 1945», εκδόσεις «Αυλός», τόμος 4ος, σελ. 1424
[6] Δ. Ι. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα κατοχής 1941- 1944», Αθήναι 1949, σελ. 115
[7] Σπ. Α. Κωτσάκη (Νέστορα): «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 213
[8] Δ. Μαγκριώτη, στο ίδιο σελ. 114- 115
[9]Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ- Η εμπειρία της κατοχής», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 371
[10]M. Mazower, στο ίδιο σελ. 370
[11] Σπ. Κωτσάκη, στο ίδιο, σελ. 213
[12] «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945
[13] Ν. Μαγκριώτη, στο ίδιο, σελ. 115
[14] ΕΠΟΝ- Συμβούλιο Περιοχής Πειραιά «Σπάμε την άτιμη της αλυσσίδα», εκδόσεις Ν. Λ. Βουτεράκου, Πειραιάς, Ιούλης 1945, σελ. 7- 8
.
πηγή: ergatikosagwnas.gr
«Πρώτη στο μόχτο στον αγώνα
και στη θυσία η γειτονιά.
Η Καλογρέζα, η Δραπετσώνα,
Η ματωμένη Κοκκινιά»
Σ. Μαυροειδή- Παπαδάκη[1]
17 Αυγούστου 1944. Δεν έχει ακόμη
χαράξει κι η Κοκκινιά πολιορκείται από γερμανικά στρατεύματα κι από τις
ορδές των γερμανοτσολιάδων. Μέσα σε λίγα λεπτά μπλοκαρίστηκαν όλα τα
περάσματα που οδηγούσαν προς τον Πειραιά, το Κερατσίνι και το Αιγάλεω,
οι δίοδοι δηλαδή απ’ όπου θα μπορούσε να διαφύγει κανείς ξεγλιστρώντας
στις γύρω περιοχές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε πως όλα γίνονταν βάσει ενός
στρατιωτικού σχεδίου καλά μελετημένου. Μάλιστα οι εισβολείς- που οι
μαρτυρίες τους υπολογίζουν σε 3.500- 4000 άνδρες- είχαν τόσο πολύ καλά
οργανώσει την επιχείρηση που είχαν φέρει μαζί τους ελαφρά μηχανοκίνητα,
ακόμη κι ένα μικρό κανόνι[2].
Σε λίγο ακούστηκαν τα χωνιά, μόνο που αυτή τα φορά δεν τα κρατούσαν χέρια επονιτών αλλά ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή- Προσοχή! Σας μιλάνε τα
Τάγματα Ασφαλείας. Όλοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην
πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια
τους θα τουφεκίζονται επί τόπου»[3].
Δεν συμμορφώνονται όλοι στο κάλεσμα.
Αρκετοί είναι αυτοί που κρύβονται στις σκεπές των σπιτιών, στις
ταράτσες, στα υπόγεια, σε πηγάδια κι όπου αλλού ήταν δυνατό. Άλλοι με
χίλιες προφυλάξεις προσπαθούν να βρουν κενά στο Μπλόκο και να διαφύγουν
στις γύρω συνοικίες. Όταν όμως ανατέλλει ο ήλιος βρίσκει στην πλατεία
και στους γύρω δρόμους συγκεντρωμένους γύρω στα 25.000 άτομα κι ανάμεσά
τους πάρα πολλούς Εαμίτες αγωνιστές και αγωνίστριες. «Η πλατεία- έλεγε στο Ν. Καραντινό το 1980 ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Μ. Βαφείδης- γέμισε
φίσκα. Κάτι τέτοιο οι γερμανοί κι οι προδότες με τον Πλυτζανόπουλο δεν
το περίμεναν. Φυσικά πολλοί αγωνιστές δεν πήγαν, κρύφτηκαν όπως
μπορούσαν. Η οργάνωση είχε δώσει εντολή να μην πάνε»[4].
Ξεδιαλέγουν και δολοφονούν, συλλαμβάνουν, λεηλατούν
Η επικρατέστερη εκδοχή λέει ότι τούτο
εδώ το σκυλολόι ξεχώρισε 200 άτομα. Τόσους αναφέρει και η ανακοίνωση της
Αχτιδικής Επιτροπής της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ που κυκλοφόρησε
εκείνη την τραγική ημέρα. Μια άλλη εκδοχή μιλάει για 90. Όσοι κι αν ήταν
εκτελέστηκαν αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες, μπροστά στα μάτια των
δικών τους[5]. Ο Δ. Μαγκριώτης γράφει για το θέμα[6]: «Πολλαί
οικίαι επυρπολήθησαν με όλμους κατά την ημέραν εκείνην και εφονεύθησαν
εις αυτάς αρκετά πρόσωπα. Υπολογίζεται ότι 170 οικίαι κατεστράφησαν την
ημέρα εκείνην εις Ν. Κοκκινιάν. Κατόπιν συνελήφθησαν υπό των Γερμανών
7.000 κάτοικοι της Ν. Κοκκινιάς ως όμηροι και οδηγήθησαν πεζή εις το
Χαϊδάρι. Και άλλοι μεν εξ αυτών εκρατήθησαν εις το Στρατόπεδον τούτο,
άλλοι δε απεστάλησαν εις Γερμανία ίνα εργασθούν αναγκαστικώς εις τας
πλεμικάς βιομηχανίας της, και ολίγοι αφέθησαν ελεύθεροι. Την ίδιαν
ημέραν, 90 εκ των συλληφθέντων κατοίκων εφονέφθησαν ενώπιον του
συγκεντρωμένου πλήθους της Ν. Κοκκινιάς χωρίς καμμίαν διαδικασίαν».
Ο καπετάνιος του Α’ σώματος Στρατού του
ΕΛΑΣ Σπ. Κωτσάκης (Νέστορας) δίνει τη δική του περιγραφή για τις
θηριωδίες των κατακτητών και των οργάνων τους γράφοντας ανάμεσα σε άλλα
πολύ ενδιαφέροντα[7]: «περνάνε
ανάμεσα οι χαφιέδες. Εδώ πολλοί χωρίς μάσκα… και υποδείχνουν τους
αγωνιστές, τα στελέχη της αντίστασης, του κόμματος, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ,
της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ. Τους παίρνουν, τους πηγαίνουν στη μάντρα και τους
εκτελούν. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν
απάνθρωπα για να προδώσουν. 72 εκτέλεσαν στη Μάνδρα της Οσίας Ξένης, 42
στη μάνδρα στ’ Αρμένικα, 40 στο Σκιστό. Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές
τους έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους. Στον 4ο
Καραβά (Αρμένικα) από τα 90 σπίτια έκαψαν τα 80. Συνολικά σ’ όλο το
μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε
τα 100. Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές
λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν’ αφεθούν ελεύθεροι οι
δικοί τους. Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και χίλιους μετέφεραν
στη Γερμανία, απ’ όπου λίγοι γύρισαν πίσω. Τελευταίους εκτέλεσαν οι
Γερμανοί και τους προδότες, όργανά τους.».
Τα «Μπλόκα» και η επιλογή της Κοκκινιάς
Τα «Μπλόκα» ήταν ένα από τα κλασικά
μέτρα μαζικής τρομοκρατίας που εφάρμοζαν οι δυνάμεις κατοχής στην
Ελλάδα, κυρίως στη πρωτεύουσα και ιδίως την περίοδο που είχε αρχίσει γι’
αυτούς η αντίστροφη μέτρηση. «Κατά την ενέργειαν των άγριων διώξεων των SS εναντίων των κατοίκων ολόκληρων συνοικιών και συνοικισμών της περιφερείας Αθηνών- γράφει ο Δ. Μαγκριώτης[8]- αι
οποίαι έμειναν γνωσταί με το απαισίας μνήμης όνομα ‘‘Μπλόκο’’
διεπράττοντο πρωτοφανείς αγριότητες υπ’ αυτών… Περικυκλούντο κατά την
ενέργειαν αυτών ολόκληρα τετράγωνα των συνοικιών της πόλεως από δυνάμεις
των SS και συνελαμβάνοντο χιλιάδες αθώων προσώπων, πολλά των
οποίων και εφονεύοντο επί τόπου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους,
χωρίς καμμίαν απολύτως διαδικασίαν. Εληστεύοντο δε προσέτι αι οικίαι και
τα καταστήματα των κυκλωμένων τετραγώνων, τινές εκ των οποίων και
επυρπολούντο δια της χρήσεως ειδικής αναφλεκτικής κόνεως. Συνελαμβάνοντο
δε προσέτι κατά εκατοντάδας και ενίοτε κατά χιλιάδας όμηροι εκ του
πλήθους, εκ των οποίων άλλοι μεν εστέλλοντο εις το Στρατόπεδον Χαϊδαρίου
και άλλοι εις Γερμανίαν δια αναγκαστική εργασίαν. Αι δραματικώτεραι και
χαρακτηριστικότεραι τούτων ήσαν της Νικαίας (Ν. Κοκκινιάς), του
συνοικισμού Βύρωνος και της Καλλιθέας.»
Μόνιμο εφιάλτη πολλών Αθηναίων ως την απελευθέρωση, χαρακτηρίζει τα «Μπλόκα» ο Mark Mazower[9] και δεν έχει άδικο.
Πως όμως επιλέγονταν οι συνοικίες στις
οποίες γίνονταν τα «Μπλόκα»; Τα κριτήρια δεν ήταν καθόλου περίπλοκα.
Στόχος των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους ήταν- πράγμα
απολύτως αντιληπτό- η συντριβή του αντιστασιακού εαμικού κινήματος και
φυσικά του ΚΚΕ που αποτελούσε τον καθοδηγητικό του νου. Έτσι τα «Μπλόκα»
γίνονταν εκεί όπου το εαμικό κίνημα αντίστασης ήταν πιο ισχυρό και πιο
απειλητικό για τις δυνάμεις κατοχής. Μ’ αυτά τα κριτήρια επιλέχτηκε και η
Κοκκινιά που σημειωτέον δοκίμασε τρία «Μπλόκα» στην ιστορία της. Το
πρώτο στις 7 Μάρτη του ’44, το δεύτερο στις 17 Αυγούστου του ιδίου έτους
και το τρίτο περίπου 40 ημέρες μετά, στις 24 Σεπτεμβρίου. «Η Κοκκινιά- γράφει ο M. Mazower[10]- ήταν
ένας λαβύρινθος από βρώμικα δρομάκια και παράγκες που είχαν ξεφυτρώσει
στο μεσοπόλεμο στα νοτιοδυτικά της πόλης για να στεγάσουν τους πρόσφυγες
από τη Μικρασία. Με του ανοιχτούς υπονόμους της, τους σωρούς σκουπιδιών
και τις βρωμερές καλύβες, ήτα το τυπικό παράδειγμα προσφυγικής
συνοικίας. Οι κάτοικοι της είχαν τραβήξει τα πάνδεινα στο λοιμό του
1941- 1942 και είχαν κερδίσει τη φήμη μιας απ’ τις ‘‘κόκκινες’’
γειτονιές της πρωτεύουσας.».
Ο επίλογος των «Μπλόκων» της Κοκκινιάς
Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς, της 17ης
Αυγούστου του ’44, πέρασε στην ιστορία σαν μία από τις τραγικότερες
αλλά και ηρωικότερες στιγμές της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα. «Θα μείνει στην ιστορία της Αντίστασης- γράφει ο Σπ. Κωτσάκης[11]- για τον μαζικό ηρωισμό και την καρτερία που έδειξε ο λαός της (Κοκκινιάς) και η εαμική αντιστασιακή ηγεσία του».
Το ίδιο βράδυ των γεγονότων η Αχτιδική Επιτροπή της Κ.Ο.Κ. του ΚΚΕ κυκλοφόρησε προκήρυξη που έλεγε μεταξύ άλλων[12]: «Διακόσια
διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή
και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του
κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια… Χαρά στον τόπο που
βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ’ ανάθρεψε με τέτοια πίστη
και παληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό πούθρεψε τέτοιους λεβέντες… Το
αίμα σας θα το πάρουμε πίσω. Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή
το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας… Μονάχα όταν
δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή θα
νικήσουμε…».
Ανάμεσα στους ηρωικούς νεκρούς ήταν ο
Αποστόλης, γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιάνων του ΚΚΕ, που ενώ τον έσερναν
για το θάνατο τον κομμάτιαζαν σιγά- σιγά. Ήταν ο Παναγιώτης Ασμάνης που
τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυτζανόπουλος. Ήταν ο Στέλιος Καζακίδης που τον
έσερναν μέσα στο πλήθος με βγαλμένο το ένα μάτι καλώντας τον να
προδώσει. Ήταν η θρυλική Διαμάντω Κουμπάκη, στέλέχος της ΕΠΟΝ Πειραιά.
Ήταν η Κατίνα, η Καλλιόπη, η Αθηνά. Ήταν…. Ήταν αυτοί στους οποίους η
Ελλάδα χρωστάει την τιμή και τη λευτεριά της από το φασισμό.
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1944 Ο λαός της
Κοκκινιάς αλλά και της Αθήνας και του Πειραιά κλήθηκε να αποτίσει φόρο
τιμής στους ήρωες- νεκρούς του μεγάλου «Μπλόκου» αλλά βρέθηκε και πάλι
κάτω από τα πυρά των κατακτητών με αποτέλεσμα στον κατάλογο των απωλειών
να προστεθούν 9 νεκροί και 32 τραυματίες[13]. Μια έκδοση του 1945 της ΕΠΟΝ Πειραιά μας δίνε το χρονικό κείνης της ημέρας[14]:
«Ανταριάζουνται οι γειτονιές και τα
εργοστάσια κείνο τ’ απογέματα του Σεπτέμβρη. Τα ‘‘Χωνιά’’ βουίζουν. Ένα
μεγάλο φόρο ευγνωμοσύνης χρωστούμε στους Ήρωες της Μάντρας και θα τον
ανταποδώσουμε με το μνημόσυνο. Σαββατόβραδο 23 του Σεπτέμβρη. Όλος ο
Πειραιάς προετοιμάζεται. Επονίτες της Κοκκινιάς στολίζουν τη μαρτυρική
μάντρα, φτιάχνουν το κενοτάφιο. Επονίτικες επιτροπές σ’ όλες τις
συνοικίες ετοιμάζουν στεφάνια, για να στεφανώσουν τους ήρωες τη
Κοκκινιάς. Γεμίζουν οι τοίχοι προκηρύξεις και συνθήματα, οι δρόμοι
ασπρίζουν από τα τρυκ και τα χωνιά φωνάζουν ως τα μεσάνυχτα.
24 Σεπτέμβρη 1944. Η Κοκκινιά σου
φαίνεται σήμερα πειό ώμοφη, πειό λαμπρή. Το μνημόσυνο αθέλητα σου φέρνει
στο νου τη ματωμένη πορεία αυτής της μεγάλης γειτονιάς που 3 ½ χρόνια
πότισε τα χώματά της με το καλύτερο αίμα της, που θυσίασε χιλιάδες
παιδιά της στα φασιστικά κάτεργα, στα Χαϊδάρια, στα Νταχάου, και στα
Μαϊντανέκ, πολεμώντας για τη λευτεριά και τη Δημοκρατία. Οι δρόμοι
μαυρίζουν ατελείωτες σειρές από μαυροφορεμένες μανάδες. Τραβάν ολόισα
στην Οσία Ξένη κι όσο προχωράει η ώρα γεμίζει η πλατεία γεμίζουν οι
δρόμοι. Εκατοντάδες στεφάνια έρχουνται. Δεκάδες αντιπροσωπείες απ’ τις
γειτονιές του Πειραιά. Κι απ’ την Αθήνα κατεβαίνουν επιτροπές. Τα ταξί
που τους μεταφέρουν είναι γεμάτα στέφανα. Ρίγη συγκίνησης απέραντης σε
κυριεύουνε. Ατρόμητες γειτονιές της Αθήνας, η Καισαριανή, ο Βύρωνας, το
Παγκράτι, του Ζωγράφου, το Περιστέρι με τα πιο διαλεκτά τους παιδιά
έρχουνται να δώσουν όρκο πως θα εκδικηθούν το αίμα των εκατοντάδων
νεκρών της 17 Αυγούστου 1944. Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση του ΕΛΑΣ και
των ΕΠΟΝίτικων τμημάτων. Επονίτες, Επονίτισες κι αετόπουλα παρελαύνουν
στην οδό Κοτζιά. Είναι τα ηρωικά βλαστάρια της λεβεντογέννας Κοκκινιάς. Η
πλατεία είναι κοσμημένη με καλλιτεχνικά πλακάτ από το δράμα της 17- 8-
44.
Σαν τελείωσε η επιμνημόσυνη δέηση η
λαοθάλασσα ξεχύνεται με τα λάβαρα στην πλατεία. Σφίγγουνε οι γροθιές και
το πένθιμο εμβατήριο συγκλονίζει τις λεύτερες ψυχές. Όταν ο ομιλητής
κλείνοντας το λόγο του είπε «πρέπει να δικαιώσουμε το αίμα πούχυσαν τα’
αδέλφια μας στις 17 Αυγούστου τότε σαν από ένα στόμα δίνει λαός και
νεολαία την απάντηση «θέλουμε όπλα- όπλα» και τα χέρια σηκώνονται κι οι
γροθιές ξανασφίγγουνε…
Όταν η λαοπλημμύρα ετοιμάζεται να
προχωρήσει και τα χωνιά κατευθύνουν τις μάζες, τότε οι Ούννοι
ταμπουρωμένοι στο λόφο της Δεξαμενής έστρεψαν τα πολυβόλα τους στο λαό,
που μνημόνευε τους νεκρούς του, που ξεπλήρωνε μια θρησκευτική και εθνική
υποχρέωση απέναντί τους και το ξανασκότωσαν, τον ξαναβούτηξαν στο αίμα…
Κροτάλιζαν τα πολυβόλα, το πυρωμένο σίδερο ξανατρυπούσε το κρέας του
λαού, ξανάχυνε το άλικο αίμα του... Πέφτουν τα πτώματα στο χώμα, βογκάνε
οι τραυματισμένοι, κοκκινίζουν τα στέφανα από το αίμα του λαού και της
νεολαίας, πέφτει επονίτισα Γιαννούλα Γεροντογιάννη την ώρα που πήγε να
σηκώσει έναν τραυματία. Πάνω στην πλατεία πλανιέται τώρα ο θάνατος. Σε
λίγο αψηφώντας τα θανατερά βόλια ο λαός και νεολαία θα πάρουν τους
νεκρούς και τους τραυματίες και θα κάνουν τον αιματηρό απολογισμό της
ημέρας».
[1] Σοφίας Μαυροειδή- Παπαδάκη: «Της Νιότης και της Λευτεριάς- Ποιήματα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 29
[2] «Ριζοσπάστης» 17/8/ 1978
[3] «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945
[4] Ριζοσπάστης 24/8/1980
[5] «Ιστορία της Αντίστασης 1940- 1945», εκδόσεις «Αυλός», τόμος 4ος, σελ. 1424
[6] Δ. Ι. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα κατοχής 1941- 1944», Αθήναι 1949, σελ. 115
[7] Σπ. Α. Κωτσάκη (Νέστορα): «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 213
[8] Δ. Μαγκριώτη, στο ίδιο σελ. 114- 115
[9]Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ- Η εμπειρία της κατοχής», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 371
[10]M. Mazower, στο ίδιο σελ. 370
[11] Σπ. Κωτσάκη, στο ίδιο, σελ. 213
[12] «Η Κοκκινιά μας», 17/8/1945
[13] Ν. Μαγκριώτη, στο ίδιο, σελ. 115
[14] ΕΠΟΝ- Συμβούλιο Περιοχής Πειραιά «Σπάμε την άτιμη της αλυσσίδα», εκδόσεις Ν. Λ. Βουτεράκου, Πειραιάς, Ιούλης 1945, σελ. 7- 8
.
πηγή: ergatikosagwnas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου