Στις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2016 η παραδοσιακή εθνικιστική Αμερική έδειξε την επιθυμία της να βάλει τέρμα στις όποιες -φανταστικές ή μη- υπερβολές υπέρ των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων, καθώς και στην κυριαρχία των ελίτ των αγορών που ωφελούνταν από την παγκοσμιοποίηση, αδιαφορώντας για τα παραδοσιακά λευκά λαϊκά στρώματα στον εθνικιστικό και φυλετικά προκατειλημμένο Νότο και στον χειμαζόμενο πρώην βιομηχανικό Βορρά.
Ηδη στις 22 Νοεμβρίου 2016 ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε την απόσυρση της χώρας του από την Υπερεθνική Συμμαχία Εταιρικής Σχέσης (Trans-Pacific Partnership - TPP), την έκδοση διατάγματος για τη μείωση των κανονισμών της κυβέρνησης, την εξέταση για τις παραβιάσεις των προγραμμάτων άδειας εργασίας σε ξένους υπηκόους και την ακύρωση κάποιων περιορισμών στην παραγωγή ενέργειας, όπως η παραγωγή πετρελαιοφόρου σχιστόλιθου, αερίου και άνθρακα που θα δώσουν ώθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο στην ενεργειακή επάρκεια, αλλά θα τις καταστήσουν εξαγωγό ενέργειας όπως συνέβαινε πριν από την ενεργειακή κρίση το 1973, ενώ αρχίζει ο περιορισμός των μεταναστών στην αγορά εργασίας ώστε να ενισχυθεί η εξασφάλιση εργασίας στο εργατικό δυναμικό που χειμάζεται από την περιθωριοποίηση και την ανεργία.
Στον διεθνή στρατηγικό ανταγωνισμό φαίνεται ότι η θεαματική στροφή θα γίνει στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας. Ενδεχομένως, η επόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ανασυγκρότηση της χώρας ταυτίζεται με κοινά αμερικανο-ρωσικά συμφέροντα που θα οδηγήσουν σε μια στρατηγική σχέση μεταξύ των δύο χωρών, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις του ισλαμικού φονταμενταλισμού και να υπάρξει ανάσχεση του μεταναστευτικού ρεύματος, με την προφύλαξη των εσωτερικών αγορών εργασίας και την επανεκκίνηση της εγχώριας παραγωγικής δυνατότητας των ΗΠΑ, ώστε να προστατευτούν από εξωτερικές απειλές και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.
Μια τέτοια ανατροπή στην πολιτική κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας θα είναι ένα δυσάρεστο γεγονός για τη Γερμανία, που η πολιτική Ομπάμα την έχρισε διαχειριστή της αντιρωσικής πολιτικής της Δύσης στην Ευρώπη.
Στις προσεχείς προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, τόσο ο κεντροδεξιός Φιγιόν όσο και η Μαρίν Λεπέν του δεξιού εθνικιστικού κόμματος Εθνικό Μέτωπο, φαίνεται ότι θα κινηθούν όπως ο Ντόναλντ Τραμπ υπέρ της επιστροφής της Ρωσίας στην Ευρώπη ως κρίσιμου εταίρου για τα γαλλικά συμφέροντα, όπως συνέβαινε στους ανταγωνισμούς μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων στην Ευρώπη στους δύο προηγούμενους αιώνες.
Ετσι παρατηρούμε ότι κάθε φορά που τα γαλλικά εθνικά συμφέροντα απειλούνταν από τη γερμανική ηγεμονία, η Γαλλία αναζητούσε ισορροπία με σύμμαχο τον ανατολικό της εταίρο, τη Ρωσία.
Εφόσον η γαλλική Κεντροδεξιά ή η εθνικιστική Δεξιά επικρατήσει στις προσεχείς προεδρικές εκλογές, σε συνδυασμό με μια ενδεχόμενη νίκη του κόμματος των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, η γερμανική ηγεμόνευση πάνω στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα τερματιστεί και θα τεθεί εκ νέου το ερώτημα κατά πόσον είναι εφικτή μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χωρίς τη Ρωσία, επαναφέροντας την ντεγκολική οριοθέτηση της Ευρώπης από τη Μάγχη έως το Βλαδιβοστόκ.
Στις ΗΠA και την Ευρώπη διεξάγεται σήμερα μια έντονη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση σχετικά με τον νέο Ψυχρό Πόλεμο που χαρακτηρίζει τις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία.
Οι φιλορωσικές κυβερνήσεις που εκλέχτηκαν πρόσφατα στη Βουλγαρία, τη Μολδαβία και την Εσθονία, καθώς και ενδεχόμενες φιλορωσικές κυβερνήσεις στην Αυστρία και τη Γαλλία, θα ενισχύσουν τη διαφωνία με το αντιρωσικό ρεύμα που κυριάρχησε στη Δύση τις τελευταίες δεκαετίες και ενίσχυσε την ένταση στις σχέσεις Δύσης-Ρωσίας. Ηδη χώρες όπως η Ολλανδία, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιταλία και η Ισπανία διαφωνούν με τις ευρωπαϊκές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας.
Η νέα κυβέρνηση των ΗΠA φαίνεται ότι επιθυμεί την ομαλοποίηση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων, ενώ η αντιρωσική βρετανική πολιτική φαίνεται να αλλάζει μετά το Brexit και να μην ενισχύει πλέον την αντιρωσική συμμαχία στην Ευρώπη.
Ετσι φαίνεται να τερματίζεται άδοξα η αντιρωσική πολιτική των κυβερνήσεων Κλίντον-Ομπάμα, αφού ακόμα και ο πρόεδρος Ομπάμα τελευταία παίρνει αποστάσεις από έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο στην Ευρώπη. «Η Ρωσία είναι μια σημαντική χώρα, μια στρατιωτική υπερδύναμη που ασκεί επιρροή σε όλο τον κόσμο», παραδέχεται και σημειώνει ότι είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ να συμπράξουν με τη Ρωσία και να εξασφαλίσουν τη συνεργασία της.
Αυτή είναι η γλώσσα της συνεννόησης, συμπεραίνει ο Stephen F. Cohen, ομότιμος καθηγητής Ρωσικών Σπουδών των Πανεπιστημίων Πρίνστον και Νέας Υόρκης και συντάκτης του περιοδικού The Nation, στο άρθρο του «Φίλοι και εχθροί της συνεννόησης με τη Ρωσία», στις 23 Νοεμβρίου 2016.
Ομως εάν οι ΗΠΑ εφαρμόσουν διαφορετική εξωτερική πολιτική προς τη Λατινική Αμερική από την κυβέρνηση Ομπάμα και επανέλθουν στις επιλογές των επεμβάσεων των δύο προηγούμενων αιώνων, τότε θα δικαιωθεί η λατινοαμερικανική επανάσταση του Σιμόν Μπολίβαρ, του Χοσέ Μαρτί και του Φιντέλ Κάστρο, ενώ το κοινωνικό ηφαίστειο της ταξικής πάλης ενάντια στην πλουτοκρατία των ολίγων θα προκαλέσει κοινωνικούς αγώνες σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο, πολύ ισχυρότερους από αυτούς του εικοστού αιώνα.
Το μέλλον της αμερικανικής υπερδύναμης θα κριθεί πρώτα από όλα από τις πολιτικές που θα εφαρμόσει η νέα αμερικανική διοίκηση στο εσωτερικό της χώρας, προκειμένου να διαχειριστεί το χάσμα στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών, όσο και στη συνεργασία της με όλους τους λαούς της Αμερικής. Το όνειρο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για ενότητα του λαού των ΗΠΑ θα πρέπει να γίνει παναμερικανικό, ώστε να ενώσει τους λαούς στην πιο προικισμένη ήπειρο του πλανήτη.
* ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθηγητςή της έδρας Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση και Εξωτερική Πολιτική
πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου