Καλύτερα να καταστραφούν τα κράτη της Ανατολικής Μεσογείου, παρά
να τα θέσει η Ρωσία υπό τον έλεγχό της . Αυτό φαίνεται να σχεδιάζουν
ΗΠΑ! Ποιος το λέει;
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας*
Αν ρίξουμε μια ματιά σε μια υδρόγειο σφαίρα θα δούμε ότι ο πλανήτης μας είναι ένας θαλάσσιος κόσμος όπου κυριαρχούν δύο μεγάλα νησιά. Για την ακρίβεια, ένα μεγάλο και ένα μικρότερο.
Το μεγάλο νησί είναι το σύμπλεγμα της Ευρασίας με την Αφρική, αυτό που ο Βρετανός γεωπολιτικός θεωρητικός Sir Halford Mackinder ονόμασε «Παγκόσμια Νήσο» (World Island) και το μικρότερο είναι η αμερικανική ήπειρος. Με βάση τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, η κυρίαρχη στεριά του κόσμου είναι η Παγκόσμια Νήσος ενώ η αμερικανική ήπειρος είναι δευτερεύουσας σημασίας έκταση, εξαρτώμενη από την Παγκόσμια Νήσο.
Και πάλι με βάση τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, η κομβική ήπειρος στο σύμπλεγμα αυτό είναι η Ευρασία, ενώ υπαρξιακός πυρήνας της Ευρασίας είναι ο χώρος που ο Mackinder αναφέρει ως Heartland και ο οποίος ουσιαστικά ταυτίζεται με τη Ρωσία και το εγγύς εξωτερικό της Ρωσίας.
Ωστόσο, αν και η Ευρασία είναι το κέντρο του κόσμου, μέχρι σήμερα η ύπαρξη του στρώματος των αρκτικών πάγων ουσιαστικά την έκοβε σε δύο κομμάτια και καθιστούσε τους μεγάλους ωκεανούς του πλανήτη βασικούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ τoυ δυτικού και του ανατολικού κομματιού της.
Και οι ωκεανοί ελέγχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Έτσι, η κυρίαρχη χώρα του δεύτερου νησιού του πλανήτη, δηλαδή της αμερικανικής ηπείρου, ελέγχοντας τις ανοιχτές ωκεάνιες εκτάσεις, καθίστατο η σημαντικότερη χώρα του κόσμου, παρόλο που βρίσκεται σε μια περιφερειακή θέση.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Ένας συνδυασμός γεωγραφικών, τεχνολογικών και πολιτικών παραγόντων απειλεί να δημιουργήσει μια εν δυνάμει γεωπολιτική πραγματικότητα πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία.
Ο πρώτος από αυτούς τους παράγοντες είναι η διαφαινόμενη τήξη του στρώματος των πάγων του Αρκτικού. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως όταν αναφερόμαστε σε τήξη των αρκτικών πάγων δεν εννοούμε τη πλήρη εξαφάνισή τους αλλά τη μείωση του στρώματός τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι διαχειρίσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους από τα ρωσικά παγοθραυστικά.
Οι πιθανές συνέπειες από αυτήν την εξέλιξη αναμένεται να είναι κοσμογονικές.
Εδώ θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ότι μία από τις συνέπειες αυτής της πιθανής εξέλιξης είναι ότι δημιουργείται ένας νέος θαλάσσιος δρόμος, που επιτρέπει την επικοινωνία του ανατολικού κομματιού της Ευρασίας με το δυτικό, χωρίς να χρειάζονται κατ’ ανάγκην οι ανοικτές ωκεάνιες εκτάσεις.
Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι δημιουργείται ένα είδος διαδρόμου ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την Ευρασία αλλά και γενικότερα γύρω από το σύμπλεγμα Ευρασίας – Αφρικής, που αποτελείται από τα εγγύς ύδατα στην περιφέρεια των δύο ηπείρων.
Ο διάδρομος αυτός συμπληρώνεται από το πλέγμα των κλειστών θαλασσών στο εσωτερικό της Παγκόσμιας Νήσου και συγκεκριμένα, τη Βαλτική, τη Μαύρη Θάλασσα και κυρίως τη Μεσόγειο Θάλασσα, η οποία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, το εσωτερικό αίθριο της Παγκόσμιας Νήσου. Δηλαδή το κέντρο της. Και κέντρο του κέντρου είναι η Ανατολική Μεσόγειος.
Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον της πιθανότητας δημιουργίας ενός νέου γεωπολιτικού χώρου, αποτελούμενου από τα περιφερειακά ύδατα γύρω από την Ευρασία και την Αφρική και από τις κλειστές θάλασσες στο εσωτερικό αυτού του πλέγματος.
Άρα, βασικό στρατηγικό διακύβευμα των ερχόμενων δεκαετιών είναι ποιος θα ελέγξει αυτόν τον χώρο και ιδιαίτερα το κέντρο του, που είναι η Ανατολική Μεσόγειος.
Μέχρι πριν λίγο καιρό, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν εύκολη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες. Δηλαδή, η κατεξοχήν ναυτική δύναμη του πλανήτη. Όμως, εδώ και μερικά χρόνια δραματικές αλλαγές στην τέχνη και την τεχνολογία του πολέμου, προερχόμενες κυρίως από την Κίνα, έχουν αλλάξει αυτό το δεδομένο.
Συγκεκριμένα, για δικούς της λόγους, η Κίνα έχει αναπτύξει οπλικά συστήματα και πολεμικές μεθοδολογίες που σκοπό έχουν να αμφισβητήσουν τη ναυτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών ακριβώς στα εγγύς ύδατα γύρω από την Ευρασία.
Αυτές οι ικανότητες χαρακτηρίζονται από Αμερικανούς ειδικούς με το αρκτικόλεξο HEAT (High End Asymmetrical Threats) και βασίζονται στη δημιουργία πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (anti – acess area – denial {A2/AD}) που επιδιώκουν να μετατρέψουν τα πλεονεκτήματα του Αμερικανικού Ναυτικού σε μειονεκτήματα στα παράκτια ύδατα και να διώξουν τα αμερικανικά πολεμικά πλοία βαθιά στην ασφάλεια των ωκεανών.
Η περαιτέρω εξέταση αυτών των ικανοτήτων ξεφεύγει από τα όρια αυτής της παρουσίασης. Εδώ θα περιοριστούμε να πούμε ότι αιχμή του δόρατος αυτών των προσπαθειών είναι η ανάπτυξη ASBM (anti – ship ballistic missiles), δηλαδή εξειδικευμένων βαλλιστικών πυραύλων, ικανών να προσβάλουν πλοία επιφανείας εν κινήσει.
Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος των πυραύλων αυτών είναι ο περιβόητος Dong Feng 21D που χαρακτηρίζεται ως «φονέας αεροπλανοφόρων» (‘air carrier killer’).
Το πιο σημαντικό όμως είναι να γνωρίζουμε ότι οι ικανότητες αυτές δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Κίνας, ούτε απαιτούν κάποιες ιδιαίτερα εξελιγμένες τεχνολογίες για να αναπτυχθούν. Ήδη κράτη σαν το Ιράν έχουν αρχίσει να επενδύουν σε αυτές ενώ είναι δεδομένο ότι την υψηλότερη τεχνολογία στους σχετικούς τομείς κατέχει η Ρωσία, άρα είναι σε θέση να αναπτύξει πλέγματα προβολής ισχύος από τη στεριά στη θάλασσα ανώτερα από αυτά της Κίνας ή οποιουδήποτε άλλου.
Άρα, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, από γεωστρατηγικής άποψης, οι θάλασσες του πλανήτη τείνουν να χωριστούν σε δύο κομμάτια.
Στις ανοιχτές ωκεάνιες εκτάσεις, όπου τον έλεγχο συνεχίζουν να έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και στα εγγύς ύδατα στην περιφέρεια και το εσωτερικό της Παγκόσμιας Νήσου, όπου η κυριαρχία διεκδικείται με αξιώσεις από τις χερσαίες ευρασιατικές δυνάμεις, δηλαδή τη Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες μετατρέπονται σε ένα είδος υβριδικών δυνάμεων με μεικτά χερσαία και θαλάσσια στοιχεία.
Ουσιαστικά δηλαδή, η Παγκόσμια Νήσος, συνδυασμένη με αυτό το νέο θαλάσσιο σύστημα των εγγύς περιφερειακών υδάτων και των κλειστών θαλασσών, κατά κάποιον τρόπο, αποκόπτεται από τους ανοιχτούς ωκεανούς και δημιουργεί ένα είδος αυτόνομου κόσμου μέσα στον πλανήτη.
Αυτή όμως είναι μια πιθανή εξέλιξη πολύ αρνητική για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπαμε και πριν, με βάση τις ίδιες τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, ολόκληρη η αμερικανική ήπειρος είναι δευτερεύουσας σημασίας στεριά, εξαρτώμενη από την Ευρασία.
Κατά συνέπεια, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να ασκούν αποφασιστικής σημασίας δράσεις στην Ευρασία, τότε είναι καταδικασμένες να τεθούν στο περιθώριο.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσαν να καταφύγουν στην στρατηγική των Βρετανών προπατόρων τους. Δηλαδή στο «διαίρει και βασίλευε» που εφάρμοζε η Μεγάλη Βρετανία καθ’ όλη τη διάρκεια του λεγόμενου βεστφαλιανού συστήματος από το 1648 μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εδώ όμως εισέρχεται ένα τρίτος παράγοντας. Η οικονομική, πολιτική αλλά και στρατιωτική αποδυνάμωση των Ηνωμένων Πολιτειών που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια. Μετά τον δεκαπενταετή ατέρμονα και χιμαιρικό «Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία», ο οποίος ρούφηξε την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, στέγνωσε το αμερικανικό θησαυροφυλάκιο και οδήγησε στο φιάσκο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δείχνουν να έχουν ούτε τη δύναμη να επιβάλλουν την κυριαρχία τους σε κομβικά σημεία της Ευρασίας δια της βίας αλλά ούτε και τα χρήματα ώστε να εξαγοράσουν συμμαχίες και συνεργασίες, όπως έκαναν στο παρελθόν.
Ο συνδυασμός αυτών των τριών παραγόντων απειλεί να οδηγήσει στην υλοποίηση ενός γεωπολιτικού εφιάλτη για τους Αμερικανούς.
Στη δημιουργία μιας αυτονομημένης Παγκόσμιας Νήσου, που θα έχει αποκοπεί από το ωκεάνιο σύστημα προβολής ισχύος και την οποία δεν θα μπορούν πλέον να ελέγχουν ούτε δια της σκληρής ούτε δια της ήπιας ισχύος, ενώ θα δυσκολεύονται να εφαρμόσουν την παραδοσιακή βρετανική πολιτική των επιλεκτικών και μη μόνιμων αντιπαλοτήτων και συμμαχιών, ώστε να αποτρέψουν τη δημιουργία μιας κυρίαρχης ευρασιατικής δύναμης.
Μπαίνουμε λοιπόν στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι για να ξεφύγουν από αυτό το αδιέξοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να εφαρμόζουν μια πολιτική καμένης γης σε κομβικά σημεία της Παγκόσμιας Νήσου. Δηλαδή, να επιδιώκουν την καταστροφή κρατικών οντοτήτων που βρίσκονται σε κρίσιμες περιοχές του διεθνούς συστήματος, έτσι ώστε να δημιουργήσουν «μαύρες τρύπες» χάους, ρευστότητας και ασάφειας και κατά συνέπεια να αποτρέψουν το ενδεχόμενο σύναψης συμμαχιών και συνεργασιών των χωρών των περιοχών αυτών με τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις, προεξαρχούσης της Ρωσίας.
Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη στιγμή που δεν μπορούν να ελέγξουν συγκεκριμένες κομβικές περιοχές, ενδέχεται να προτιμούν να τις καταστρέψουν έτσι ώστε να μην τις ελέγξει κάποιος άλλος.
Και όπως είπαμε και πιο πάνω, το κομβικότερο σημείο αυτής της νέας αυτονομημένης Παγκόσμιας Νήσου είναι το κέντρο της, δηλαδή η Ανατολική Μεσόγειος.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής γίνεται πιθανώς κατανοητή και η φαινομενικά παρανοϊκή πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή έναντι του ISIS, όπου από τη μία το καταπολεμούν και από την άλλη το υποστηρίζουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στρεφόμενες ενάντια στους σημαντικότερους αντιπάλους του και ιδιαίτερα ενάντια στη Ρωσία.
Από πλευράς της τώρα η Ρωσία, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και γενικότερα στην ευρασιατική περιφέρεια, μάλλον θα επιθυμούσε να υπάρχουν σταθεροποιημένες κρατικές οντότητες, με ανταγωνιστικές μεν σχέσεις μεταξύ τους, αλλά συμπαγείς και αυτόφωτες, έτσι ώστε να μπορεί να εκμεταλλεύεται την κεντρική της γεωγραφική θέση στην Ευρασία και να τις θέτει ενώπιον του διλήμματος ότι αν δεν προχωρήσουν σε μια συνεργατική σχέση με τη Μόσχα, θα προχωρήσουν οι αντίπαλοί τους και θα αποκτήσουν πλεονέκτημα στον μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση που η Ινδία στραφεί γεωπολιτικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μόσχα θα μπορούσε να ενισχύσει με προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό το Πακιστάν, αλλάζοντας τα δεδομένα στις ισορροπίες ισχύος στην ινδική υποήπειρο.
Αντιστοίχως, σε περίπτωση που η Κίνα επιχειρήσει να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο σινορωσικό σύστημα, η Μόσχα θα μπορούσε να ενισχύσει δραστικά τις σχέσεις της με την Ινδία, διαμορφώνοντας ένα αντίρροπο μέγεθος έναντι του Πεκίνου.
Άρα, για τη Ρωσία χαοτικοί πόλεμοι, σαν αυτόν που διεξάγεται στη Συρία, οι οποίοι αποδομούν κρατικές οντότητες, πολύτιμες για τη μελλοντική γεωπολιτική της στρατηγική, είναι καταρχήν βλαβερές καταστάσεις που θα πρέπει να παύσουν να υφίστανται και να επικρατήσει η ειρήνη.
Αντιθέτως, για τις Ηνωμένες Πολιτείες παρόμοιες συγκρούσεις, που καταστρέφουν την ενότητα της αυτονομημένης Παγκόσμιας Νήσου, διαλύουν τα βασικά συστατικά της στοιχεία, δηλαδή τα συμπαγή κράτη και αποτρέπουν τη δημιουργία μιας κυρίαρχης ευρασιατικής δύναμης, είναι μια θετική κατάσταση που πρέπει να ενισχυθεί.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι, όντως, αυτό που συμβαίνει στη Συρία είναι ο ανταγωνισμός ηγεμονικών δυνάμεων, το γεγονός παραμένει ότι η μία εξ αυτών των δυνάμεων προωθεί μια γεωπολιτική στρατηγική που προϋποθέτει την ύπαρξη συμπαγών και σταθερών κρατών, ενώ η άλλη επιδιώκει την ύπαρξη κατεστραμμένων κρατών, που δεν θα επιτρέψουν στη Ρωσία να δημιουργήσει την αρχιτεκτονική που αυτή θέλει στην περιφέρειά της.
Βέβαια, αυτή η θεωρία μπορεί να φαίνεται σε πολλούς προϊόν συνωμοσιολογικής σκέψης.
Καταρχάς, όμως, δεν κάνουμε λόγο για βεβαιότητες αλλά για πιθανότητες. Επίσης, δεν αναφερόμαστε, κατ’ ανάγκην, σε ένα συνειδητό και οργανωμένο σχέδιο, το οποίο χαράχθηκε από κυνικές και σοφές δεξαμενές σκέψης σε κάποιες σκοτεινές αίθουσες της Ουάσιγκτον.
Αντιθέτως, μιλάμε για μια απρόσωπη αντίδραση, που προκύπτει περίπου αυτοματοποιημένα από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών, λόγω των δραστικών αλλαγών στο διεθνές σύστημα που περιγράψαμε πιο πάνω, με τον ίδιο τρόπο που οι τριβές των τεκτονικών πλακών παράγουν σεισμικές δονήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι εντελώς λανθασμένα. Όμως, μας προσφέρουν μια εναλλακτική θέαση των τεκταινομένων στη γειτονιά μας και ένα νέο πεδίο προβληματισμού.
Γιατί, αν πράγματι υφίσταται έστω και η ελάχιστη πιθανότητα ότι ισχυρά δυτικά κέντρα εξουσίας μπορεί να έχουν επενδύσει στην καταστροφή των κρατικών οντοτήτων σε κομβικά κομμάτια της Ευρασίας, για να μην δημιουργηθεί ένα ενιαίο γεωπολιτικό οικοδόμημα σε αυτήν, τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα σταματήσουν στη Συρία.
Όσο περισσότερες αποτυχημένες χώρες υπάρχουν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου τόσο το καλύτερο για αυτούς. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του υπογράφοντος στη διεθνή επιστημονική ημερίδα με θέμα “Ο ρόλος της Ρωσίας στην εδραίωση της ειρήνης και ασφάλειας στη Μεσόγειο”, που διεξήγαν το Τμήμα Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών και το Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 19 Δεκεμβρίου 2016 στο αμφιθέατρο «Άλκης Αργυριάδης» στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή: armynow.net
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας*
Αν ρίξουμε μια ματιά σε μια υδρόγειο σφαίρα θα δούμε ότι ο πλανήτης μας είναι ένας θαλάσσιος κόσμος όπου κυριαρχούν δύο μεγάλα νησιά. Για την ακρίβεια, ένα μεγάλο και ένα μικρότερο.
Το μεγάλο νησί είναι το σύμπλεγμα της Ευρασίας με την Αφρική, αυτό που ο Βρετανός γεωπολιτικός θεωρητικός Sir Halford Mackinder ονόμασε «Παγκόσμια Νήσο» (World Island) και το μικρότερο είναι η αμερικανική ήπειρος. Με βάση τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, η κυρίαρχη στεριά του κόσμου είναι η Παγκόσμια Νήσος ενώ η αμερικανική ήπειρος είναι δευτερεύουσας σημασίας έκταση, εξαρτώμενη από την Παγκόσμια Νήσο.
Και πάλι με βάση τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, η κομβική ήπειρος στο σύμπλεγμα αυτό είναι η Ευρασία, ενώ υπαρξιακός πυρήνας της Ευρασίας είναι ο χώρος που ο Mackinder αναφέρει ως Heartland και ο οποίος ουσιαστικά ταυτίζεται με τη Ρωσία και το εγγύς εξωτερικό της Ρωσίας.
Ωστόσο, αν και η Ευρασία είναι το κέντρο του κόσμου, μέχρι σήμερα η ύπαρξη του στρώματος των αρκτικών πάγων ουσιαστικά την έκοβε σε δύο κομμάτια και καθιστούσε τους μεγάλους ωκεανούς του πλανήτη βασικούς διαύλους επικοινωνίας μεταξύ τoυ δυτικού και του ανατολικού κομματιού της.
Και οι ωκεανοί ελέγχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Έτσι, η κυρίαρχη χώρα του δεύτερου νησιού του πλανήτη, δηλαδή της αμερικανικής ηπείρου, ελέγχοντας τις ανοιχτές ωκεάνιες εκτάσεις, καθίστατο η σημαντικότερη χώρα του κόσμου, παρόλο που βρίσκεται σε μια περιφερειακή θέση.
Σήμερα, όμως, τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Ένας συνδυασμός γεωγραφικών, τεχνολογικών και πολιτικών παραγόντων απειλεί να δημιουργήσει μια εν δυνάμει γεωπολιτική πραγματικότητα πρωτοφανή στην ανθρώπινη ιστορία.
Η τήξη των Αρκτικών πάγων και η ενιαία Ευρασία
Ο πρώτος από αυτούς τους παράγοντες είναι η διαφαινόμενη τήξη του στρώματος των πάγων του Αρκτικού. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως όταν αναφερόμαστε σε τήξη των αρκτικών πάγων δεν εννοούμε τη πλήρη εξαφάνισή τους αλλά τη μείωση του στρώματός τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι διαχειρίσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους από τα ρωσικά παγοθραυστικά.
Οι πιθανές συνέπειες από αυτήν την εξέλιξη αναμένεται να είναι κοσμογονικές.
Εδώ θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ότι μία από τις συνέπειες αυτής της πιθανής εξέλιξης είναι ότι δημιουργείται ένας νέος θαλάσσιος δρόμος, που επιτρέπει την επικοινωνία του ανατολικού κομματιού της Ευρασίας με το δυτικό, χωρίς να χρειάζονται κατ’ ανάγκην οι ανοικτές ωκεάνιες εκτάσεις.
Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι δημιουργείται ένα είδος διαδρόμου ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την Ευρασία αλλά και γενικότερα γύρω από το σύμπλεγμα Ευρασίας – Αφρικής, που αποτελείται από τα εγγύς ύδατα στην περιφέρεια των δύο ηπείρων.
Ο διάδρομος αυτός συμπληρώνεται από το πλέγμα των κλειστών θαλασσών στο εσωτερικό της Παγκόσμιας Νήσου και συγκεκριμένα, τη Βαλτική, τη Μαύρη Θάλασσα και κυρίως τη Μεσόγειο Θάλασσα, η οποία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, το εσωτερικό αίθριο της Παγκόσμιας Νήσου. Δηλαδή το κέντρο της. Και κέντρο του κέντρου είναι η Ανατολική Μεσόγειος.
Βρισκόμαστε λοιπόν ενώπιον της πιθανότητας δημιουργίας ενός νέου γεωπολιτικού χώρου, αποτελούμενου από τα περιφερειακά ύδατα γύρω από την Ευρασία και την Αφρική και από τις κλειστές θάλασσες στο εσωτερικό αυτού του πλέγματος.
Άρα, βασικό στρατηγικό διακύβευμα των ερχόμενων δεκαετιών είναι ποιος θα ελέγξει αυτόν τον χώρο και ιδιαίτερα το κέντρο του, που είναι η Ανατολική Μεσόγειος.
Μέχρι πριν λίγο καιρό, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν εύκολη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες. Δηλαδή, η κατεξοχήν ναυτική δύναμη του πλανήτη. Όμως, εδώ και μερικά χρόνια δραματικές αλλαγές στην τέχνη και την τεχνολογία του πολέμου, προερχόμενες κυρίως από την Κίνα, έχουν αλλάξει αυτό το δεδομένο.
Συγκεκριμένα, για δικούς της λόγους, η Κίνα έχει αναπτύξει οπλικά συστήματα και πολεμικές μεθοδολογίες που σκοπό έχουν να αμφισβητήσουν τη ναυτική ισχύ των Ηνωμένων Πολιτειών ακριβώς στα εγγύς ύδατα γύρω από την Ευρασία.
Αυτές οι ικανότητες χαρακτηρίζονται από Αμερικανούς ειδικούς με το αρκτικόλεξο HEAT (High End Asymmetrical Threats) και βασίζονται στη δημιουργία πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (anti – acess area – denial {A2/AD}) που επιδιώκουν να μετατρέψουν τα πλεονεκτήματα του Αμερικανικού Ναυτικού σε μειονεκτήματα στα παράκτια ύδατα και να διώξουν τα αμερικανικά πολεμικά πλοία βαθιά στην ασφάλεια των ωκεανών.
Η περαιτέρω εξέταση αυτών των ικανοτήτων ξεφεύγει από τα όρια αυτής της παρουσίασης. Εδώ θα περιοριστούμε να πούμε ότι αιχμή του δόρατος αυτών των προσπαθειών είναι η ανάπτυξη ASBM (anti – ship ballistic missiles), δηλαδή εξειδικευμένων βαλλιστικών πυραύλων, ικανών να προσβάλουν πλοία επιφανείας εν κινήσει.
Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος των πυραύλων αυτών είναι ο περιβόητος Dong Feng 21D που χαρακτηρίζεται ως «φονέας αεροπλανοφόρων» (‘air carrier killer’).
Το πιο σημαντικό όμως είναι να γνωρίζουμε ότι οι ικανότητες αυτές δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της Κίνας, ούτε απαιτούν κάποιες ιδιαίτερα εξελιγμένες τεχνολογίες για να αναπτυχθούν. Ήδη κράτη σαν το Ιράν έχουν αρχίσει να επενδύουν σε αυτές ενώ είναι δεδομένο ότι την υψηλότερη τεχνολογία στους σχετικούς τομείς κατέχει η Ρωσία, άρα είναι σε θέση να αναπτύξει πλέγματα προβολής ισχύος από τη στεριά στη θάλασσα ανώτερα από αυτά της Κίνας ή οποιουδήποτε άλλου.
Το τέλος της κυριαρχίας των Ωκεανών και η περιθωριοποίηση των ΗΠΑ;
Άρα, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, από γεωστρατηγικής άποψης, οι θάλασσες του πλανήτη τείνουν να χωριστούν σε δύο κομμάτια.
Στις ανοιχτές ωκεάνιες εκτάσεις, όπου τον έλεγχο συνεχίζουν να έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και στα εγγύς ύδατα στην περιφέρεια και το εσωτερικό της Παγκόσμιας Νήσου, όπου η κυριαρχία διεκδικείται με αξιώσεις από τις χερσαίες ευρασιατικές δυνάμεις, δηλαδή τη Ρωσία και την Κίνα, οι οποίες μετατρέπονται σε ένα είδος υβριδικών δυνάμεων με μεικτά χερσαία και θαλάσσια στοιχεία.
Ουσιαστικά δηλαδή, η Παγκόσμια Νήσος, συνδυασμένη με αυτό το νέο θαλάσσιο σύστημα των εγγύς περιφερειακών υδάτων και των κλειστών θαλασσών, κατά κάποιον τρόπο, αποκόπτεται από τους ανοιχτούς ωκεανούς και δημιουργεί ένα είδος αυτόνομου κόσμου μέσα στον πλανήτη.
Αυτή όμως είναι μια πιθανή εξέλιξη πολύ αρνητική για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως είπαμε και πριν, με βάση τις ίδιες τις αγγλοσαξονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, ολόκληρη η αμερικανική ήπειρος είναι δευτερεύουσας σημασίας στεριά, εξαρτώμενη από την Ευρασία.
Κατά συνέπεια, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να ασκούν αποφασιστικής σημασίας δράσεις στην Ευρασία, τότε είναι καταδικασμένες να τεθούν στο περιθώριο.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα μπορούσαν να καταφύγουν στην στρατηγική των Βρετανών προπατόρων τους. Δηλαδή στο «διαίρει και βασίλευε» που εφάρμοζε η Μεγάλη Βρετανία καθ’ όλη τη διάρκεια του λεγόμενου βεστφαλιανού συστήματος από το 1648 μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εδώ όμως εισέρχεται ένα τρίτος παράγοντας. Η οικονομική, πολιτική αλλά και στρατιωτική αποδυνάμωση των Ηνωμένων Πολιτειών που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια. Μετά τον δεκαπενταετή ατέρμονα και χιμαιρικό «Πόλεμο Ενάντια στην Τρομοκρατία», ο οποίος ρούφηξε την αμερικανική στρατιωτική ισχύ, στέγνωσε το αμερικανικό θησαυροφυλάκιο και οδήγησε στο φιάσκο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν δείχνουν να έχουν ούτε τη δύναμη να επιβάλλουν την κυριαρχία τους σε κομβικά σημεία της Ευρασίας δια της βίας αλλά ούτε και τα χρήματα ώστε να εξαγοράσουν συμμαχίες και συνεργασίες, όπως έκαναν στο παρελθόν.
Ο συνδυασμός αυτών των τριών παραγόντων απειλεί να οδηγήσει στην υλοποίηση ενός γεωπολιτικού εφιάλτη για τους Αμερικανούς.
Στη δημιουργία μιας αυτονομημένης Παγκόσμιας Νήσου, που θα έχει αποκοπεί από το ωκεάνιο σύστημα προβολής ισχύος και την οποία δεν θα μπορούν πλέον να ελέγχουν ούτε δια της σκληρής ούτε δια της ήπιας ισχύος, ενώ θα δυσκολεύονται να εφαρμόσουν την παραδοσιακή βρετανική πολιτική των επιλεκτικών και μη μόνιμων αντιπαλοτήτων και συμμαχιών, ώστε να αποτρέψουν τη δημιουργία μιας κυρίαρχης ευρασιατικής δύναμης.
Μπαίνουμε λοιπόν στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι για να ξεφύγουν από αυτό το αδιέξοδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να εφαρμόζουν μια πολιτική καμένης γης σε κομβικά σημεία της Παγκόσμιας Νήσου. Δηλαδή, να επιδιώκουν την καταστροφή κρατικών οντοτήτων που βρίσκονται σε κρίσιμες περιοχές του διεθνούς συστήματος, έτσι ώστε να δημιουργήσουν «μαύρες τρύπες» χάους, ρευστότητας και ασάφειας και κατά συνέπεια να αποτρέψουν το ενδεχόμενο σύναψης συμμαχιών και συνεργασιών των χωρών των περιοχών αυτών με τις μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις, προεξαρχούσης της Ρωσίας.
Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη στιγμή που δεν μπορούν να ελέγξουν συγκεκριμένες κομβικές περιοχές, ενδέχεται να προτιμούν να τις καταστρέψουν έτσι ώστε να μην τις ελέγξει κάποιος άλλος.
Και όπως είπαμε και πιο πάνω, το κομβικότερο σημείο αυτής της νέας αυτονομημένης Παγκόσμιας Νήσου είναι το κέντρο της, δηλαδή η Ανατολική Μεσόγειος.
Στο πλαίσιο αυτής της λογικής γίνεται πιθανώς κατανοητή και η φαινομενικά παρανοϊκή πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή έναντι του ISIS, όπου από τη μία το καταπολεμούν και από την άλλη το υποστηρίζουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, στρεφόμενες ενάντια στους σημαντικότερους αντιπάλους του και ιδιαίτερα ενάντια στη Ρωσία.
Από πλευράς της τώρα η Ρωσία, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και γενικότερα στην ευρασιατική περιφέρεια, μάλλον θα επιθυμούσε να υπάρχουν σταθεροποιημένες κρατικές οντότητες, με ανταγωνιστικές μεν σχέσεις μεταξύ τους, αλλά συμπαγείς και αυτόφωτες, έτσι ώστε να μπορεί να εκμεταλλεύεται την κεντρική της γεωγραφική θέση στην Ευρασία και να τις θέτει ενώπιον του διλήμματος ότι αν δεν προχωρήσουν σε μια συνεργατική σχέση με τη Μόσχα, θα προχωρήσουν οι αντίπαλοί τους και θα αποκτήσουν πλεονέκτημα στον μεταξύ τους ανταγωνισμό.
Για παράδειγμα, σε περίπτωση που η Ινδία στραφεί γεωπολιτικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μόσχα θα μπορούσε να ενισχύσει με προηγμένο στρατιωτικό εξοπλισμό το Πακιστάν, αλλάζοντας τα δεδομένα στις ισορροπίες ισχύος στην ινδική υποήπειρο.
Αντιστοίχως, σε περίπτωση που η Κίνα επιχειρήσει να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο σινορωσικό σύστημα, η Μόσχα θα μπορούσε να ενισχύσει δραστικά τις σχέσεις της με την Ινδία, διαμορφώνοντας ένα αντίρροπο μέγεθος έναντι του Πεκίνου.
Άρα, για τη Ρωσία χαοτικοί πόλεμοι, σαν αυτόν που διεξάγεται στη Συρία, οι οποίοι αποδομούν κρατικές οντότητες, πολύτιμες για τη μελλοντική γεωπολιτική της στρατηγική, είναι καταρχήν βλαβερές καταστάσεις που θα πρέπει να παύσουν να υφίστανται και να επικρατήσει η ειρήνη.
Αντιθέτως, για τις Ηνωμένες Πολιτείες παρόμοιες συγκρούσεις, που καταστρέφουν την ενότητα της αυτονομημένης Παγκόσμιας Νήσου, διαλύουν τα βασικά συστατικά της στοιχεία, δηλαδή τα συμπαγή κράτη και αποτρέπουν τη δημιουργία μιας κυρίαρχης ευρασιατικής δύναμης, είναι μια θετική κατάσταση που πρέπει να ενισχυθεί.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι, όντως, αυτό που συμβαίνει στη Συρία είναι ο ανταγωνισμός ηγεμονικών δυνάμεων, το γεγονός παραμένει ότι η μία εξ αυτών των δυνάμεων προωθεί μια γεωπολιτική στρατηγική που προϋποθέτει την ύπαρξη συμπαγών και σταθερών κρατών, ενώ η άλλη επιδιώκει την ύπαρξη κατεστραμμένων κρατών, που δεν θα επιτρέψουν στη Ρωσία να δημιουργήσει την αρχιτεκτονική που αυτή θέλει στην περιφέρειά της.
Βέβαια, αυτή η θεωρία μπορεί να φαίνεται σε πολλούς προϊόν συνωμοσιολογικής σκέψης.
Καταρχάς, όμως, δεν κάνουμε λόγο για βεβαιότητες αλλά για πιθανότητες. Επίσης, δεν αναφερόμαστε, κατ’ ανάγκην, σε ένα συνειδητό και οργανωμένο σχέδιο, το οποίο χαράχθηκε από κυνικές και σοφές δεξαμενές σκέψης σε κάποιες σκοτεινές αίθουσες της Ουάσιγκτον.
Αντιθέτως, μιλάμε για μια απρόσωπη αντίδραση, που προκύπτει περίπου αυτοματοποιημένα από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών, λόγω των δραστικών αλλαγών στο διεθνές σύστημα που περιγράψαμε πιο πάνω, με τον ίδιο τρόπο που οι τριβές των τεκτονικών πλακών παράγουν σεισμικές δονήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα παραπάνω μπορεί να είναι εντελώς λανθασμένα. Όμως, μας προσφέρουν μια εναλλακτική θέαση των τεκταινομένων στη γειτονιά μας και ένα νέο πεδίο προβληματισμού.
Γιατί, αν πράγματι υφίσταται έστω και η ελάχιστη πιθανότητα ότι ισχυρά δυτικά κέντρα εξουσίας μπορεί να έχουν επενδύσει στην καταστροφή των κρατικών οντοτήτων σε κομβικά κομμάτια της Ευρασίας, για να μην δημιουργηθεί ένα ενιαίο γεωπολιτικό οικοδόμημα σε αυτήν, τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα σταματήσουν στη Συρία.
Όσο περισσότερες αποτυχημένες χώρες υπάρχουν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου τόσο το καλύτερο για αυτούς. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγηση του υπογράφοντος στη διεθνή επιστημονική ημερίδα με θέμα “Ο ρόλος της Ρωσίας στην εδραίωση της ειρήνης και ασφάλειας στη Μεσόγειο”, που διεξήγαν το Τμήμα Ρωσικής Γλώσσας και Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών και το Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 19 Δεκεμβρίου 2016 στο αμφιθέατρο «Άλκης Αργυριάδης» στο κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή: armynow.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου