Του ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ*
Στην Ελλάδα έχει εμπεδωθεί ο μύθος της νεοφιλελεύθερης αφήγησης, παρουσιάζοντας την αποκρουστική εικόνα ενός Γολιάθ ‘υπερτροφικού’-‘αδηφάγου’
κράτους, με υπερπληθώρα άχρηστων δημοσίων υπαλλήλων. Τα σχετικά
πρόσφατα όμως στατιστικά στοιχεία του ΟΟΣΑ για το 2013, κατατάσσουν τη
χώρα μας στην 31η θέση μεταξύ των 33 χωρών-μελών του με τον μικρότερο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων, ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ανερχόμενο σε 8,5%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 15,5%.
Πίνακας 1: Αριθμός δημοσίων υπαλλήλων ως ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού
Χώρες ΟΟΣΑ |
15,5% |
Χώρες ευρωζώνης |
17% |
Χώρες σκληρού «πυρήνα» – βορρά |
|
Βέλγιο |
17,5% |
Ολλανδία |
13% |
Γερμανία |
10,5% |
Χώρες περιφέρειας – νότου |
|
Ιταλία |
14% |
Ισπανία |
13% |
Πορτογαλία |
12,5% |
Ελλάδα |
8,5% |
Χώρες Ε.Ε. |
|
Δανία |
30% |
Σουηδία |
26% |
Βρετανία |
17,5% |
ΗΠΑ |
14,9% |
Πηγή: ΟΟΣΑ (2013)
Το κόστος της δημόσιας διοίκησης της χώρας μας είναι 12,4% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης ανέρχεται σε 21,4%.
Πίνακας 2: Κόστος δημόσιας διοίκησης ως ποσοστό του ΑΕΠ
Χώρες ευρωζώνης |
21,4% |
Χώρες σκληρού «πυρήνα» – βορρά |
|
Ολλανδία |
28,5% |
Φινλανδία |
25,2% |
Γαλλία |
24,8% |
Βέλγιο |
24,8% |
Γερμανία |
20% |
Αυστρία |
18,7% |
Χώρες περιφέρειας – νότου |
|
Ισπανία |
19,7% |
Ιταλία |
19,2% |
Πορτογαλία |
18,2% |
Ιρλανδία |
16,3% |
Ελλάδα |
12,4% |
Πηγή: ΟΟΣΑ (2013)
Το ‘ιδεολογικό’ κατασκεύασμα του νεοφιλελευθερισμού, εντοπίζει ως παθογένεια της ελληνικής οικονομίας τον ‘υπερμεγέθη’ δημόσιο τομέα εντελώς ατεκμηρίωτα, εμμένοντας σε μία πολιτική που βασίζεται στη διαρκή περικοπή του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων και περιστολή των δημοσίων δαπανών, ‘ενθαρρύνοντας’ την ιδιωτικοποίηση
των πάντων. Στην πραγματικότητα, αυτή η πολιτική δεν ‘απελευθερώνει’
τον ιδιωτικό τομέα από τον εναγκαλισμό του δημοσίου, αλλά λειτουργεί
ανατροφοδοτώντας διαρκώς το καθοδικό σπιράλ της οικονομική ύφεσης, με τη
συρρίκνωση της ενεργής ζήτησης.
Οι δημόσιες δαπάνες συρρικνώνονται, ειδικά αυτές που αφορούν στην κοινωνική προστασία, και οι κοινωνικές παροχές, χαρακτηριζόμενες ως ‘παρασιτικές’,
περικόπτονται συνεχώς για να περιορισθεί το μέγεθος του κράτους στην
οικονομία. Ενώ οι κοινωνικές δαπάνες στο σύνολο της ευρωζώνης ανέρχονται
στο 15,9% του ΑΕΠ, στη χώρα μας είναι 13,5%. Οι ευρωπαϊκές χώρες ‘πρότυπα’, κατά τους νεοφιλελεύθερους ‘φωστήρες’, είναι η Λετονία, η Ρουμανία, η Λιθουανία και η Βουλγαρία με αντίστοιχα ποσοστά κοινωνικών δαπανών του ΑΕΠ (βλ. πίνακα 3).
Πίνακας 3: Κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ
Χώρες ευρωζώνης |
15,9% |
Γαλλία |
19,1% |
Ολλανδία |
17,1% |
Γερμανία |
16,9% |
Αυστρία |
16,4% |
Φινλανδία |
15,9% |
Ελλάδα |
13,5% |
Λετονία |
11,3% |
Λιθουανία |
8,1% |
Ρουμανία |
8,7% |
Βουλγαρία |
7,6% |
Πηγή: ΟΟΣΑ (2013)
Οι προβληματικότερες χώρες,
είναι αυτές με το μικρότερο ποσοστό, ως προς το ΑΕΠ, κοινωνικών δαπανών
που πάραυτα δεν μπορούν να εξέλθουν από τον φαύλο κύκλο της
υπανάπτυξης. Υπάρχουν χώρες με πληθυσμιακό μέγεθος μικρότερο της Ελλάδας
(π.χ. Βέλγιο, Φινλανδία), με μεγαλύτερες ποσοστιαίες κοινωνικές
δαπάνες, που η πραγματοποίησή τους δεν αντιμετωπίζεται ως
‘αντι-οικονομική’ αλλά ως προϋπόθεση επίτευξης υψηλών οικονομικών
επιδόσεων.
Η υποτιθέμενη ‘υπερφορολόγηση’
των επιχειρήσεων και του πλούτου, ως δικαιολογία της επενδυτικής
καχεξίας στην Ελλάδα, είναι ένας ακόμη διαδεδομένος μύθος του
νεοφιλελευθερισμού. Ενώ όμως ο μέσος όρος της φορολόγησης του πλούτου
στην ευρωζώνη είναι 12,5% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις και μετά βίας στο 10%, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Πίνακας 4: Φορολόγηση του πλούτου ως ποσοστό του ΑΕΠ
Χώρες ευρωζώνης |
12,5% |
Βέλγιο |
16,9% |
Φινλανδία |
16,4% |
Ιταλία |
15% |
Λουξεμβούργο |
14,4% |
Ιρλανδία |
13,6% |
Αυστρία |
13,6% |
Γερμανία |
12,4% |
Γαλλία |
12,4% |
Ελλάδα |
10% |
Δανία |
31,4% |
Βρετανία |
15,2% |
ΗΠΑ |
12,9% |
Πηγή: Eurostat (2013)
Στην
Ελλάδα έχουν βαπτισθεί ως ‘υπερφορολόγηση’, η φοροαποφυγή, η
φοροδιαφυγή, η αποφορολόγηση και η υποφορολόγηση. Το δημόσιο χρέος είναι
το παρελθόν σωρευτικό έλλειμμα των κρατικών οικονομικών απολογισμών,
δηλαδή η υστέρηση των πραγματοποιηθέντων δημοσίων εσόδων έναντι των
δημοσίων δαπανών. Ενώ το ποσοστό των ελληνικών δημοσίων δαπανών
προσέγγιζε τον αντίστοιχο ποσοστιαίο μέσο όρο της ΕΕ, τα ποσοστό των
ελληνικών δημοσίων εσόδων παρουσίαζε ακραία υστέρηση έναντι του
αντίστοιχου ποσοστιαίου μέσου όρου της ΕΕ, με μέσο όρο υστέρησης 7% του ΑΕΠ, τη δεκαπενταετία που προηγήθηκε της κρίσης, ενώ η απόκλιση των φορολογικών εσόδων προσέγγιζε το 10% του ΑΕΠ.
Η ύπαρξη αυτών των χαρακτηριστικών υστερήσεων, κάνει εμφανέστατο το γεγονός της πραγματικής υποφορολόγησης του πλούτου στη χώρα μας, υποδηλώνοντας τη γενναιόδωρη συμπεριφορά του αστικού μπλοκ εξουσίας έναντι των παραδοσιακών κοινωνικών στηριγμάτων του εργοδοτών και αυτοαπασχολούμενων, που φοροδιέφευγαν προκλητικά όταν δεν είχαν θεσπισμένη νόμιμη φοροαποφυγή και απολάμβαναν μια ιδιότυπη φορολογική ασυλία.
H κυβέρνηση, μέσω της άμεσης φορολογίας εισοδήματος, συνεχίζει αμείωτα τη φορολογική επιδρομή στα εισοδήματα μισθωτών, συνταξιούχων και ευρέων λαϊκών μαζών που έρχεται να συμπληρώσει την άγρια περικοπή μισθών, συντάξεων και κοινωνιών παροχών, εξυπηρετώντας τον κύριο στόχο των μνημονίων, που δεν είναι άλλος από την τεράστια επιχειρούμενη αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των υψηλών εισοδηματικών τάξεων,
και υπερασπίζοντας τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα των εγχώριων και
υπερεθνικών ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων ελίτ. Έτσι επιτείνεται η διάλυση
της όποιας κοινωνικής συνοχής και η αποσάθρωση της κοινωνίας, που έχουν
προκληθεί από την πελώρια ύφεση και ανεργία, την κατάρρευση του εθνικού
συστήματος υγείας και κοινωνικού κράτους πρόνοιας, τη μαζική φτωχοποίηση
μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, η τεράστια αύξηση των αυτοκτονιών κλπ.
Η καταστροφική διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης, της οποίας μέρος είναι η ελληνική, από τις νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές ελίτ, με τη συμμετοχή και συνενοχή και των εγχώριων ελληνικών ελίτ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας υπέρβασής της υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Όταν ακόμη και το ΔΝΤ, είχε προτείνει το 2010 την απομείωση – ‘κούρεμα’ του ελληνικού δημόσιου χρέους, για να καταστεί διαχειρίσιμο, οι ευρωπαϊκές ελίτ μετέφεραν μέσω των ‘μνημονίων’
το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, που οφειλόταν στα ευρωπαϊκά ιδιωτικά
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στις χώρες-μέλη για να τα διασώσουν από τις
ενδεχόμενες απώλειες.
Κύριο επιχείρημα για αποφυγή του ‘κουρέματος’, ήταν η δέσμευση ότι οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες θα απέσυραν από την κυκλοφορία τα ελληνικά κρατικά ομόλογα μη ζητώντας την αποπληρωμή τους, ενώ αυτές προέβησαν τελικά σε αθρόες κερδοσκοπικές κινήσεις σε αυτά, επιδεινώνοντας περαιτέρω
τη θέση της Ελλάδας. Η ευρωπαϊκή νεοφιλελεύθερη μυθοπλασία, διατείνεται
ότι για το αδιέξοδο στο οποίο οδηγούν την ευρωζώνη, δεν ευθύνονται οι
επιλογές της ακραίας εμμονικής λιτότητας και ύφεσης, αλλά οι
ελλειμματικές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας – νότου. Σύμφωνα με τη
νεοφιλελεύθερη συλλογιστική, ο κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης δεν προέρχεται από την ολέθρια διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, αλλά από τα ‘ασθενή’ μέλη της ΟΝΕ.
Ο ‘τυφώνας’ της λιτότητας και τρομακτικής ανεργίας, δεν πλήττει πλέον μόνο τις ελλειμματικές και υπερχρεωμένες χώρες
της ευρωζώνης, αλλά έχει επεκταθεί βαθμιαία στις πλεονασματικές και
πιστώτριες χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου – βορρά. Η απλή λογική
υποδεικνύει, ότι εφόσον τα 2/3 των επιτευχθέντων γερμανικών εμπορικών πλεονασμάτων προέρχονται από την ευρωζώνη, η ραγδαία συρρίκνωση της ενεργής ζήτησης, μέσω πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, των ελλειμματικών χωρών
θα μειώσει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα απόσπασης πλεονασμάτων. Η
εφαρμογή των υφεσιακών συνταγών, επιρρίπτει το κόστος της ‘προσαρμογής’
σε όσους δεν έχουν ευθύνη, προσπαθώντας να μη θίξει τις πραγματικά
υπεύθυνες νεοφιλελεύθερες ελίτ που έχουν αναλάβει εργολαβικά την
διεκπεραίωση της ‘κάθαρσης’.
Η
τιμωρητική λογική, ωθεί στην ανεργία διαρκώς μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού και στον παροπλισμό παραγωγικό κεφάλαιο και εξοπλισμό, όταν
είναι γνωστό ότι η αποτελεσματικότητα-αποδοτικότητα των οικονομικών
συστημάτων, σύμφωνα και με την κλασική-νεοκλασική και κεϋνσιανή θεώρηση,
επιτυγχάνεται με την πλήρη απασχόληση και την αξιοποίηση και των
λιγότερο αποδοτικών παραγωγικών συντελεστών. Στην ευρωζώνη σήμερα το
συνολικό εμπορικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό, το δημόσιο έλλειμμα
ανέρχεται στο 4,1% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος στο 95%. Στη χώρα μας, η σωρευτική ύφεση έχει υπερβεί το 25%, η επίσημη ανεργία προσεγγίζει το 30% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (65% στους νέους), οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι αρνητικές και οι δημόσιες μειωμένες άνω του 30%, ενώ το δημόσιο χρέος έχει υπερβεί το 180% του ΑΕΠ.
Οι οικονομικές πολιτικές που επιβλήθηκαν από τις ευρωπαϊκές
νεοφιλελεύθερες ελίτ, όχι μόνο δεν ελαφρύνουν την κρίση και τις
συνέπειές της, αλλά την επιδεινώνουν περαιτέρω καθιστώντας την
ουσιαστικά ανεπίλυτη για τις δυνάμεις της εργασίας.
Οι όποιες
ελληνικές ιδιομορφίες είχαν προταχθεί, καθώς και άλλων υπερχρεωμένων
χωρών της περιφέρειας, έχει αποδειχθεί ότι ήταν το πρόσχημα για να
επιβληθεί η νεοφιλελεύθερη ατζέντα των κυρίαρχων ελίτ περί μη ύπαρξης
εναλλακτικής (TINA-There Is No Alternative). Οι περικοπές δημοσίων
δαπανών και εισοδημάτων, η πρόταξη της ανταγωνιστικότητας και η ‘εξυγίανση’ μέσω εσωτερικής υποτίμησης, καθώς και η συρρίκνωση του εθνικού εισοδήματος με
την καταρρέουσα οικονομία σε ύφεση και υπερχρεωμένη και τη ζήτηση
εξασθενημένη, είναι προμελετημένο έγκλημα. Το ελληνικό πρόβλημα, δεν
είναι τελικά διαφορετικό από το ισπανικό, το ιρλανδικό, το πορτογαλικο
κλπ. Ενώ στην περίπτωση της χώρας μας, η υπερχρέωση ήταν
απευθείας του δημόσιου τομέα, στις άλλες περιπτώσεις ξεκίνησε από τον
ιδιωτικό τομέα, ειδικότερα τον τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό, για να
καταλήξει όμως επίσης ως πρόβλημα δημόσιας υπερχρέωσης. Οι χρηματοπιστωτικές ‘φούσκες’ δημιουργήθηκαν από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ το κράτος επιστρατεύθηκε για τη διάσωσή του επωμιζόμενο τα χρέη του.
Στην Ελλάδα έχουμε έναν ιδιωτικό τομέα που είναι εξαιρετικά κρατικοδίαιτος, ενώ η δημοσιονομική κρίση υπήρξε σε όλες τις χώρες δευτερογενής, και όχι πρωτογενής, συνέπεια της κρίσης του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ενώ οι τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δημιούργησαν την
κρίση, με την υπεραφθονία χορήγησης επισφαλών δανείων και τη δημιουργία αμέτρητων παράγωγων προϊόντων χρηματοοικονομικής ‘μηχανικής’,
απαίτησαν και επέβαλαν τη διάσωσή τους από τα κράτη με χρήματα των
φορολογουμένων που αφαιρέθηκαν από παραγωγικές οικονομικές
δραστηριότητες, επιφέροντας πανευρωπαϊκά την ύφεση. Παρά το
αδιαμφισβήτητο γεγονός, της ευθύνης του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα στη δημιουργία των ελλειμμάτων και την υπερχρέωση των οικονομιών, η νεοφιλελεύθερη μυθοπλασία ενοχοποιεί τον δημόσιο τομέα που τάχα είναι υπερδιογκωμένος και παρασιτικός πανευρωπαϊκά και επιβαρύνει το κόστος λειτουργίας και την ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα! Με τον τρόπο αυτό, ο χρηματοπιστωτικός τομέας ‘ρούφηξε’
όλη τη ρευστότητα της οικονομίας και μετέτρεψε τα κράτη σε τυφλά όργανα
εξυπηρέτησής του, σε βάρος βέβαια της πραγματικής παραγωγικής
οικονομικής δραστηριότητας.
Η
συνεχιζόμενη αδιέξοδη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα,
από τη νεο-μνημονιακή κυβέρνηση του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ,
επί τα χείρω μάλιστα, απλά ολοκληρώνει την μετατροπή της χώρας σε
προτεκτοράτο-αποικία χρέους των δανειστών. Δεν υπήρξε επεξεργασία ενός
εναλλακτικού σχεδίου μετάβασης σε εθνικό νόμισμα, εκ μέρους της
ελληνικής κυβέρνησης, για κάθε πιθανό ενδεχόμενο, δαιμονοποιώντας το
νόμισμα και όχι τις πολιτικές που το συνοδεύουν. Μία πιθανή έξοδος από
την ευρωζώνη, αφού προηγηθεί στάση πληρωμών στο εξωτερικό δημόσιο χρέος
και μονομερής διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ως απεχθούς και
επονείδιστου μετά από πραγματοποίηση ελέγχου του από διεθνή επιτροπή
λογιστικού ελέγχου, δεν είναι αφ’ εαυτού της λύση για πάσα νόσο της
ελληνικής οικονομίας.
Αποτελεί
ένα δύσβατο μονοπάτι που επιβάλλεται εξ ιδίας ανάγκης στην Ελλάδα. Η
έξοδος από την ευρωζώνη πιθανότατα θα σημάνει την απαρχή διάλυσης της
τελευταίας, γιατί όποιος κρίκος αυτής της νομισματικής–οικονομικής
αλυσίδας σπάσει, αυτή θα αποσυντεθεί. Αντίθετα, μία πιθανή έξοδος
μπορεί να σημάνει, υπό προϋποθέσεις, την υιοθέτηση πολιτικών
παραγωγικής ανασυγκρότησης, που για να επιτύχουν θα απαιτήσουν τη
βαθμιαία αλλαγή των σχέσεων παραγωγής, μείωσης της ανεργίας, αύξησης του
διαθέσιμου εισοδήματος και οικονομικής ανάπτυξης, με κοινωνική
δικαιοσύνη και αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των κατώτερων τάξεων,
μέσω άσκησης κατάλληλων φορολογικών πολιτικών, χρησιμοποιώντας ως
εργαλείο και την κρατικοποίηση υπό κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών που
επανακεφαλαιοποιήθηκαν με χρήματα που χρεώθηκαν στον ελληνικό λαό.
*
Οικονομολόγος (πτυχιούχος οικονομικών επιστημών, 2ετές μεταπτυχιακό
διοίκησης επιχειρήσεων στην τραπεζική/χρηματοοικονομική, 2ετές
μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στα οικονομικά και διοίκηση μονάδων
υγείας) – Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων (2ετές μεταπτυχιακό δίπλωμα
ειδίκευσης στα πληροφοριακά συστήματα), μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου
Ερευνών Κοινωνικής και Οικονομικής Πολιτικής.
πηγή: iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου