Τα ζόμπι του Romero και η μανία της κατανάλωσης – ακόμα και εναντίον των καταναλωτών.
Την περασμένη εβδομάδα, παρακολουθήσαμε στην Αθήνα την έλευση του «εθίμου» της Black Friday: μια μέρα κατά την οποία οι καταναλωτές μπορούν να αγοράσουν προϊόντα από μεγάλα, ως επί το πλείστον, καταστήματα, σε χαμηλότερες του συνηθισμένου τιμές.
Εκτός από την αδιαφορία των επιχειρηματιών για τα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων που αυτό το «έθιμο» φέρνει μαζί του, εκτός από τις ατέλειωτες ουρές σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας (φαινόμενο που δεν χαρακτηρίστηκε από τα mainstream μέσα μαζικής ενημέρωσης ως πρωτοφανής ταλαιπωρία, όπως συνηθίζεται κατά κόρον σε περιπτώσεις διαδηλώσεων ή απεργιών των εργαζομένων στα ΜΜΜ), δεν έλειψαν και οι αρνητικοί σχολιασμοί για τον ασφυκτικό συνωστισμό που υπέστησαν οι άνθρωποι που συνέρρευσαν στα εν λόγω καταστήματα την περασμένη Παρασκευή.
Μια παρομοίωση που χρησιμοποιήθηκε αρκετά, στα κοινωνικά μέσα και όχι μόνο, ήταν αυτή μεταξύ των ανυπόμονων καταναλωτών και των zombie – καθώς τα zombie είναι πλέον από τα πιο δημοφιλή κινηματογραφικά και τηλεοπτικά τέρατα, η παρομοίωση με αυτά χρησιμοποιείται πλέον κατά κόρον, αναφορικά με διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής ζωής (την κούραση, την έλλειψη κριτικής σκέψης, την αβουλία, τον αδηφάγο καταναλωτισμό).
Ωστόσο, η χρήση αυτού του παραλληλισμού δεν είναι τόσο πρόσφατη˙ ακόμα και στην πρώτη σωζόμενη κινηματογραφική ταινία του είδους, το White Zombie (1932, σκην. Victor Halperin), βλέπουμε, σε μια δευτερεύουσας σημασίας σκηνή, τον Legendre (Bela Lugosi), να χρησιμοποιεί ως άβουλους εργάτες στο εργοστάσιο ζάχαρης μια στρατιά από zombie.
Αλλά ο σκηνοθέτης που ανανέωσε και καθόρισε το είδος των zombie και από την άλλη σχολίασε μέσω αυτών - και εξαιρετικά καίρια - την πραγματικότητα της εποχής του είναι ο Αμερικανo-καναδός George A. Romero (γεν. 1940). Ήδη από την πρώτη του ταινία, το Night of The Living Dead (1968), ο Romero αποδεικνύεται ιδιαίτερα δεινός σχολιαστής διαφόρων πτυχών της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Η ταινία του Dawn of The Dead (1978), έκτη στη φιλμογραφία του George A. Romero, αλλά δεύτερη στη σειρά ταινιών του σκηνοθέτη που πραγματεύονται το θέμα των zombie, ασχολείται και πάλι με μια επιδημία που μετατρέπει τους ανθρώπους σε zombie, σε ανθρωποφάγους ζωντανούς νεκρούς. Όπως και στο Night of The Living Dead, η βασική επιδίωξη της κεντρικής ομάδας πρωταγωνιστών είναι η αποφυγή των zombie, που όλο και πληθαίνουν, και η εύρεση ενός περίκλειστου χώρου, που θα κρατήσει μακριά τα zombie, τους επικίνδυνους Άλλους – εν προκειμένω, στο Dawn of The Dead, τον ρόλο του καταφυγίου παίζει ένα προαστιακό shopping mall. Ωστόσο, με αφορμή την επιδημία των zombie και την καταφυγή των βασικών πρωταγωνιστών (του Peter, του Steve, της Fran και του Roger) της ταινίας στο mall, ο Romero σχολιάζει την κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα της εποχής του.
Οι τέσσερις φτάνουν στο mall με ελικόπτερο, περίπου 25΄ μετά την έναρξη της ταινίας (για την ιστορία και την κοινωνιολογική διάσταση των mall, βλ. Δημήτρης Λάλλας, «Στον μικρόκοσμο του Mall», εκδ. Νησίδες). Αρχικά μένουν σε έναν απομονωμένο χώρο, πάνω από το υπόλοιπο οίκημα, στο οποίο περιφέρονται άσκοπα τα zombie˙ αυτός ο - αποθηκευτικός - χώρος έχει όλες τις απαραίτητες προμήθειες, προκειμένου η ομάδα των τεσσάρων να περάσει μήνες ολόκληρους χωρίς να χρειαστεί να έρθει σε κανενός είδους επαφή με τα zombie. Ωστόσο, αυτή η αυτάρκεια δεν είναι ικανοποιητική για τους άντρες της τετράδας, που εξορμούν στον κυρίως χώρο του mall, για να προμηθευτούν πράγματα που στην ουσία δεν χρειάζονται.
Είναι προφανής ο συμβολισμός των zombie ως καταναλωτών που περιφέρονται στο mall, χωρίς να σκέφτονται, απλά καταναλώνοντας. Ωστόσο, αυτό που θέλει να θίξει ο Romero δεν είναι η απουσία κριτικής σκέψης των zombie, αλλά η αλόγιστη μανία καταναλωτισμού που καταλαμβάνει τους πρωταγωνιστές. Έχοντας κατέβει στον κυρίως χώρο του mall, όπου τα zombie κινούνται άσκοπα, ο Peter και ο Roger αρχίζουν να αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, αρχικά προμήθειες, αλλά μετά ακόμα και άχρηστα πράγματα, πολυτελή ρούχα και κοσμήματα κ.ό.κ.
Καταλήγουν να λεηλατούν το μέρος, παίρνοντας ακόμα και χρήματα απ’ τα ταμεία, παρόλο που ο κόσμος έξω τελεί υπό κατάρρευση. Το ότι βάζουν μουσική ν’ ακούγεται από τα ηχεία του πολυκαταστήματος ενώ τα κάνουν όλα αυτά δείχνει πως είναι άπληστοι ως προς τις ανέσεις (διότι, το να ακούς μουσική από τα ηχεία ενώ λεηλατείς είναι κι αυτό μια άνεση) αλλά και ασόβαροι ως προς τον στόχο της επιβίωσης απέναντι στην απειλή των zombie. Βλέπουν τον χώρο του mall σαν ένα playground. Ακόμα και την αλληλεπίδρασή τους με τα zombie τη βλέπουν σαν ένα ακίνδυνο παιχνίδι. Η εξόντωση zombie γίνεται μια αθλοπαιδιά, μια ακόμα διαδικασία κατανάλωσης. Σκοτώνουν τα zombie που συναντούν σαν να προσθέτουν αγαθά στο καλάθι τους.
O Roger θα πληρώσει τη μανία του, όταν, αργότερα, στο πάρκινγκ του mall, θα περικυκλωθεί από zombie, κι αφού πρώτα γλυτώσει, θα παρεισφρύσει ξανά ανάμεσά τους προκειμένου να ανακτήσει τα αγαθά που έχει πάρει από το mall – πέφτει έτσι θύμα των ζωντανών νεκρών: η ύβρις με τη μορφή (άπληστου, άκρατου) καταναλωτισμού, ο καταναλωτισμός ως αυτοκαταστροφή.
Το επόμενο πρωί, μια τρίτη ομάδα εμφανίζεται στην περιοχή: ένας στρατός από «μηχανόβιους». Αυτή η νέα ομάδα («Εισβολείς» τους αποκαλεί ο Peter) έχει αντιληφθεί πως στο mall δεν υπάρχουν μόνο ζωντανοί νεκροί, αλλά και οι τρεις πλέον πρωταγωνιστές (ο Roger έχει εξοντωθεί, καθότι έχει μετατραπεί σε zombie) και απαιτούν, μέσω μεγαφώνου, ίση πρόσβαση στον χώρο του mall και στα αγαθά εντός του. Καθώς οι πρωταγωνιστές σιωπούν, οι «Εισβολείς» ορμούν προς το mall.
Ο Peter ζητά από τους δύο συντρόφους του να αποσυρθούν στον επάνω χώρο, αφήνοντας τις άλλες δύο ομάδες («Εισβολείς» και zombie) να αλληλοεξοντωθούν. Μια ταξική προσέγγιση: οι τρεις πρωταγωνιστές είναι η ανώτερη τάξη, που παρακολουθεί εξ αποστάσεως, αφ’ υψηλού, τη μάχη μεταξύ δύο κατωτέρων (των «Εισβολέων» και των zombie).
Ωστόσο, είναι αυτός ακριβώς ο ελιτισμός, το αίσθημα αποκλειστικών δικαιωμάτων επί του mall που έχουν οι πρωταγωνιστές, που αποδεικνύεται μοιραίος. Ενώ βρίσκονται ακόμα στον κυρίως χώρο του mall, και προσπαθούν να ανέβουν στην κρυψώνα τους, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις άλλες δύο ομάδες, ο Peter δίνει σαφή εντολή στον Stephen να μην πυροβολήσει. Ο Stephen, ωστόσο, αρχίζει να καταλαμβάνεται από απληστία που παραπέμπει στην ύβρι που έχει διαπράξει νωρίτερα ο Roger, και πυροβολεί κατά των «Εισβολέων».
Αντιλαμβάνεται το mall ως «ένα συνολικό σύστημα παραγωγής ασφαλείας» (όπως γράφει ο Δ. Λάλλας), ασφαλείας απέναντι στα zombie, αλλά και ασφαλείας ως ιδανικής συνθήκης για ανενόχλητη κατανάλωση. Θεωρεί πως μόνο αυτός έχει δικαίωμα επί του mall, και πως οι άλλες δύο ομάδες απειλούν αυτή την αποκλειστικότητα, μπαίνοντας εμπόδιο στην ευδαιμονία της κατανάλωσης που θέλει να νιώσει απερίσπαστα. Αυτή η απώλεια του μέτρου θα αποδειχτεί μοιραία. Η μάχη που ξεκινά (όλοι εναντίον όλων) θα έχει νικητές τα zombie, που θα κατακλύσουν τον χώρο. Ο Peter και η Fran φτάνουν με κόπο στην ταράτσα και το ελικόπτερο.
«Πόσα καύσιμα έχουμε;» ρωτά ο Peter, κι η Fran απαντά: «Όχι πολλά». Απογειώνονται, πάντως, ξεφεύγοντας (προς το παρόν;) από τα zombie. Η ειρωνεία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς πως σε όλη την ταινία, οι πρωταγωνιστές ζούσαν υπό καθεστώς υπεραφθονίας και πως, παρόλο που δραπέτευσαν, η ζωή τους είναι ακόμα σε κίνδυνο λόγω έλλειψης ενός συγκεκριμένου υλικού αγαθού (των καυσίμων για το ελικόπτερο).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
Ο Γιώργος Δρόσος είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
πηγή: kommon.gr
Την περασμένη εβδομάδα, παρακολουθήσαμε στην Αθήνα την έλευση του «εθίμου» της Black Friday: μια μέρα κατά την οποία οι καταναλωτές μπορούν να αγοράσουν προϊόντα από μεγάλα, ως επί το πλείστον, καταστήματα, σε χαμηλότερες του συνηθισμένου τιμές.
Εκτός από την αδιαφορία των επιχειρηματιών για τα ωράρια και τις συνθήκες εργασίας των υπαλλήλων που αυτό το «έθιμο» φέρνει μαζί του, εκτός από τις ατέλειωτες ουρές σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας (φαινόμενο που δεν χαρακτηρίστηκε από τα mainstream μέσα μαζικής ενημέρωσης ως πρωτοφανής ταλαιπωρία, όπως συνηθίζεται κατά κόρον σε περιπτώσεις διαδηλώσεων ή απεργιών των εργαζομένων στα ΜΜΜ), δεν έλειψαν και οι αρνητικοί σχολιασμοί για τον ασφυκτικό συνωστισμό που υπέστησαν οι άνθρωποι που συνέρρευσαν στα εν λόγω καταστήματα την περασμένη Παρασκευή.
Μια παρομοίωση που χρησιμοποιήθηκε αρκετά, στα κοινωνικά μέσα και όχι μόνο, ήταν αυτή μεταξύ των ανυπόμονων καταναλωτών και των zombie – καθώς τα zombie είναι πλέον από τα πιο δημοφιλή κινηματογραφικά και τηλεοπτικά τέρατα, η παρομοίωση με αυτά χρησιμοποιείται πλέον κατά κόρον, αναφορικά με διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής ζωής (την κούραση, την έλλειψη κριτικής σκέψης, την αβουλία, τον αδηφάγο καταναλωτισμό).
Ωστόσο, η χρήση αυτού του παραλληλισμού δεν είναι τόσο πρόσφατη˙ ακόμα και στην πρώτη σωζόμενη κινηματογραφική ταινία του είδους, το White Zombie (1932, σκην. Victor Halperin), βλέπουμε, σε μια δευτερεύουσας σημασίας σκηνή, τον Legendre (Bela Lugosi), να χρησιμοποιεί ως άβουλους εργάτες στο εργοστάσιο ζάχαρης μια στρατιά από zombie.
Αλλά ο σκηνοθέτης που ανανέωσε και καθόρισε το είδος των zombie και από την άλλη σχολίασε μέσω αυτών - και εξαιρετικά καίρια - την πραγματικότητα της εποχής του είναι ο Αμερικανo-καναδός George A. Romero (γεν. 1940). Ήδη από την πρώτη του ταινία, το Night of The Living Dead (1968), ο Romero αποδεικνύεται ιδιαίτερα δεινός σχολιαστής διαφόρων πτυχών της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Η ταινία του Dawn of The Dead (1978), έκτη στη φιλμογραφία του George A. Romero, αλλά δεύτερη στη σειρά ταινιών του σκηνοθέτη που πραγματεύονται το θέμα των zombie, ασχολείται και πάλι με μια επιδημία που μετατρέπει τους ανθρώπους σε zombie, σε ανθρωποφάγους ζωντανούς νεκρούς. Όπως και στο Night of The Living Dead, η βασική επιδίωξη της κεντρικής ομάδας πρωταγωνιστών είναι η αποφυγή των zombie, που όλο και πληθαίνουν, και η εύρεση ενός περίκλειστου χώρου, που θα κρατήσει μακριά τα zombie, τους επικίνδυνους Άλλους – εν προκειμένω, στο Dawn of The Dead, τον ρόλο του καταφυγίου παίζει ένα προαστιακό shopping mall. Ωστόσο, με αφορμή την επιδημία των zombie και την καταφυγή των βασικών πρωταγωνιστών (του Peter, του Steve, της Fran και του Roger) της ταινίας στο mall, ο Romero σχολιάζει την κοινωνικοπολιτική και οικονομική πραγματικότητα της εποχής του.
Οι τέσσερις φτάνουν στο mall με ελικόπτερο, περίπου 25΄ μετά την έναρξη της ταινίας (για την ιστορία και την κοινωνιολογική διάσταση των mall, βλ. Δημήτρης Λάλλας, «Στον μικρόκοσμο του Mall», εκδ. Νησίδες). Αρχικά μένουν σε έναν απομονωμένο χώρο, πάνω από το υπόλοιπο οίκημα, στο οποίο περιφέρονται άσκοπα τα zombie˙ αυτός ο - αποθηκευτικός - χώρος έχει όλες τις απαραίτητες προμήθειες, προκειμένου η ομάδα των τεσσάρων να περάσει μήνες ολόκληρους χωρίς να χρειαστεί να έρθει σε κανενός είδους επαφή με τα zombie. Ωστόσο, αυτή η αυτάρκεια δεν είναι ικανοποιητική για τους άντρες της τετράδας, που εξορμούν στον κυρίως χώρο του mall, για να προμηθευτούν πράγματα που στην ουσία δεν χρειάζονται.
Είναι προφανής ο συμβολισμός των zombie ως καταναλωτών που περιφέρονται στο mall, χωρίς να σκέφτονται, απλά καταναλώνοντας. Ωστόσο, αυτό που θέλει να θίξει ο Romero δεν είναι η απουσία κριτικής σκέψης των zombie, αλλά η αλόγιστη μανία καταναλωτισμού που καταλαμβάνει τους πρωταγωνιστές. Έχοντας κατέβει στον κυρίως χώρο του mall, όπου τα zombie κινούνται άσκοπα, ο Peter και ο Roger αρχίζουν να αρπάζουν ό,τι βρουν μπροστά τους, αρχικά προμήθειες, αλλά μετά ακόμα και άχρηστα πράγματα, πολυτελή ρούχα και κοσμήματα κ.ό.κ.
Καταλήγουν να λεηλατούν το μέρος, παίρνοντας ακόμα και χρήματα απ’ τα ταμεία, παρόλο που ο κόσμος έξω τελεί υπό κατάρρευση. Το ότι βάζουν μουσική ν’ ακούγεται από τα ηχεία του πολυκαταστήματος ενώ τα κάνουν όλα αυτά δείχνει πως είναι άπληστοι ως προς τις ανέσεις (διότι, το να ακούς μουσική από τα ηχεία ενώ λεηλατείς είναι κι αυτό μια άνεση) αλλά και ασόβαροι ως προς τον στόχο της επιβίωσης απέναντι στην απειλή των zombie. Βλέπουν τον χώρο του mall σαν ένα playground. Ακόμα και την αλληλεπίδρασή τους με τα zombie τη βλέπουν σαν ένα ακίνδυνο παιχνίδι. Η εξόντωση zombie γίνεται μια αθλοπαιδιά, μια ακόμα διαδικασία κατανάλωσης. Σκοτώνουν τα zombie που συναντούν σαν να προσθέτουν αγαθά στο καλάθι τους.
O Roger θα πληρώσει τη μανία του, όταν, αργότερα, στο πάρκινγκ του mall, θα περικυκλωθεί από zombie, κι αφού πρώτα γλυτώσει, θα παρεισφρύσει ξανά ανάμεσά τους προκειμένου να ανακτήσει τα αγαθά που έχει πάρει από το mall – πέφτει έτσι θύμα των ζωντανών νεκρών: η ύβρις με τη μορφή (άπληστου, άκρατου) καταναλωτισμού, ο καταναλωτισμός ως αυτοκαταστροφή.
Το επόμενο πρωί, μια τρίτη ομάδα εμφανίζεται στην περιοχή: ένας στρατός από «μηχανόβιους». Αυτή η νέα ομάδα («Εισβολείς» τους αποκαλεί ο Peter) έχει αντιληφθεί πως στο mall δεν υπάρχουν μόνο ζωντανοί νεκροί, αλλά και οι τρεις πλέον πρωταγωνιστές (ο Roger έχει εξοντωθεί, καθότι έχει μετατραπεί σε zombie) και απαιτούν, μέσω μεγαφώνου, ίση πρόσβαση στον χώρο του mall και στα αγαθά εντός του. Καθώς οι πρωταγωνιστές σιωπούν, οι «Εισβολείς» ορμούν προς το mall.
Ο Peter ζητά από τους δύο συντρόφους του να αποσυρθούν στον επάνω χώρο, αφήνοντας τις άλλες δύο ομάδες («Εισβολείς» και zombie) να αλληλοεξοντωθούν. Μια ταξική προσέγγιση: οι τρεις πρωταγωνιστές είναι η ανώτερη τάξη, που παρακολουθεί εξ αποστάσεως, αφ’ υψηλού, τη μάχη μεταξύ δύο κατωτέρων (των «Εισβολέων» και των zombie).
Ωστόσο, είναι αυτός ακριβώς ο ελιτισμός, το αίσθημα αποκλειστικών δικαιωμάτων επί του mall που έχουν οι πρωταγωνιστές, που αποδεικνύεται μοιραίος. Ενώ βρίσκονται ακόμα στον κυρίως χώρο του mall, και προσπαθούν να ανέβουν στην κρυψώνα τους, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις άλλες δύο ομάδες, ο Peter δίνει σαφή εντολή στον Stephen να μην πυροβολήσει. Ο Stephen, ωστόσο, αρχίζει να καταλαμβάνεται από απληστία που παραπέμπει στην ύβρι που έχει διαπράξει νωρίτερα ο Roger, και πυροβολεί κατά των «Εισβολέων».
Αντιλαμβάνεται το mall ως «ένα συνολικό σύστημα παραγωγής ασφαλείας» (όπως γράφει ο Δ. Λάλλας), ασφαλείας απέναντι στα zombie, αλλά και ασφαλείας ως ιδανικής συνθήκης για ανενόχλητη κατανάλωση. Θεωρεί πως μόνο αυτός έχει δικαίωμα επί του mall, και πως οι άλλες δύο ομάδες απειλούν αυτή την αποκλειστικότητα, μπαίνοντας εμπόδιο στην ευδαιμονία της κατανάλωσης που θέλει να νιώσει απερίσπαστα. Αυτή η απώλεια του μέτρου θα αποδειχτεί μοιραία. Η μάχη που ξεκινά (όλοι εναντίον όλων) θα έχει νικητές τα zombie, που θα κατακλύσουν τον χώρο. Ο Peter και η Fran φτάνουν με κόπο στην ταράτσα και το ελικόπτερο.
«Πόσα καύσιμα έχουμε;» ρωτά ο Peter, κι η Fran απαντά: «Όχι πολλά». Απογειώνονται, πάντως, ξεφεύγοντας (προς το παρόν;) από τα zombie. Η ειρωνεία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν αναλογιστεί κανείς πως σε όλη την ταινία, οι πρωταγωνιστές ζούσαν υπό καθεστώς υπεραφθονίας και πως, παρόλο που δραπέτευσαν, η ζωή τους είναι ακόμα σε κίνδυνο λόγω έλλειψης ενός συγκεκριμένου υλικού αγαθού (των καυσίμων για το ελικόπτερο).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΟΣΟΣ
Ο Γιώργος Δρόσος είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
πηγή: kommon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου