γράφει ο Σπύρος Μαρκέτος
Κοινοβούλιο και δικτατορία
Η μεγάλη καμπή
Το 1930 η κυβέρνηση Βενιζέλου μεσουρανούσε. Ο χαρισματικός ηγέτης των Φιλελευθέρων, ανατρέποντας τις πολιτικές ισορροπίες, είχε επιστρέψει από την αυτοεξορία του σαν σωτήρας, και φαινόταν να έχει εδραιωθεί. Το αντίπαλο καπιταλιστικό στρατόπεδο, οι αντιβενιζελικοί, που δεν ήταν πάντοτε και μοναρχικοί, παρέπαιε διασπασμένο και αδύναμο. Διώχνοντας από την κυβέρνηση την προηγούμενη ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων, που ο ίδιος είχε ιδρύσει παλιότερα, ο Βενιζέλος είχε κερδίσει πρωτοφανή πλειοψηφία στις εκλογές του 1928. Έμοιαζε να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις και να είναι νομιμοποιημένος στη συνείδηση των περισσοτέρων. Όπως και σύγχρονοί μας πολιτικοί, επαγγελλόταν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν τη θέση των φτωχότερων όχι με ανακατανομή του πλούτου, αλλά μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας κι επομένως της εθνικής παραγωγής.
Η μοναρχία είχε διωχτεί, ενώ οι οπαδοί της είχαν απομακρυνθεί από τη διοίκηση του στρατού. Ο εξωτερικος δανεισμός παρουσιαζόταν σαν λύση για την ανάκαμψη της οικονομίας μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο, ενώ η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος υποσχόταν να ενσωματώσει την Ελλάδα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές ροές. Οι παραγωγοί της υπαίθρου δεν ζούσαν καλύτερα από πριν, αλλά είχαν κατευναστεί με την αγροτική μεταρρύθμιση που τους υποσχόταν πως θα γίνονταν ιδιοκτήτες της γης τους. Οι εργαζόμενοι καταστέλλονταν μαζικά με το Ιδιώνυμο νομοθέτημα, που θεσμοποιούσε τη δίωξη των αριστερών ιδεών και ακόμη και της συνδικαλιστικής δράσης. Η πολιτική σταθερότητα έμοιαζε εξασφαλισμένη.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1935, και αφού είχε αποτύχει και το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα με το οποίο προσπάθησαν οι Φιλελεύθεροι να κρατηθούν στην κυβέρνηση, ο Βενιζέλος είχε διαφύγει ξανά στο εξωτερικό και οι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπαρχηγοί του στρατοπέδου του βρίσκονταν υπόδικοι ή φυλακισμένοι, εκτός από μερικούς που είχαν πλέον περάσει στην αντίπαλη παράταξη και προσπαθούσαν, πάλι με τη βία, να την κρατήσουν στα πράγματα. Το κράτος είχε χρεοκοπήσει, το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων είχε τσακιστεί, και η αριστερά, παρόλες τις διώξεις, ανέκαμπτε χωρίς να βάζει νερό στο κρασί της. Φασιστικά κινήματα δεν είχαν φτιαχτεί πουθενά αλλού εκτός από τη Θεσσαλονίκη, παρόλες τις ακάματες προσπάθειες και των δύο καπιταλιστικών στρατοπέδων.
Καταλύτης των ανατροπών ήταν βεβαίως η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού, η οποία υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το «ευρώ» της εποχής, τον λεγόμενο κανόνα χρυσού, και να υποτιμήσει τη δραχμή. Η κρίση έφτασε στην Ελλάδα το 1932, όταν ο Βενιζέλος, που είχε ως τότε στηριχτεί στη μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από την άντληση δανείων από το εξωτερικό, απέτυχε να εξασφαλίσει ένα νέο δάνειο. Αυτό συνέβη μολονότι τα δάνεια τότε, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα, στη δική μας εποχή της χρηματιστικοποίησης, κατευθύνονταν σε μεγάλα έργα και σε παραγωγικές επενδύσεις, και όχι στο φούσκωμα του πλασματικού πλούτου ελαχίστων. Η ρευστότητα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις απ’ όπου δανειζόταν η Ελλάδα είχε στερέψει, βάζοντας έτσι σε κίνηση μια αλυσίδα χρεοκοπιών.
Το στρατόπεδο του Βενιζέλου αυτοπροσδιοριζόταν ως δημοκρατικοί και Φιλελεύθεροι, ενώ οι αντίπαλοί του, που προσέλκυαν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, ονομάζονταν Λαϊκοί και συνταγματικοί. Η κρίση απέδειξε ότι, στην πραγματικότητα, και οι δυο αυτές πλευρές έβαζαν την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, μέσα από την καταστροφική προλεταριοποίηση των πιο αδύναμων, πάνω από το λαό, τα συντάγματα, τις ελευθερίες και τη δημοκρατία. Σε συνθήκες όπου ο καπιταλισμός μόνο θυσίες μπορούσε να υποσχεθεί στους πολλούς, η ρητορική των υποστηρικτών του άλλαξε. Τώρα δηλωμένος σκοπός όλων τους ήταν ν’ αποφύγουν τα χειρότερα, δηλαδή τη δικτατορική επιβολή των αντιπάλων τους. Και οι δύο πλευρές συνέχισαν να χρησιμοποιούν μεγάλες λέξεις, αλλά όποτε τους δινόταν η ευκαιρία, άφηναν τον αυταρχισμό τους αχαλίνωτο.
Φιλελεύθερη ρητορική και ακροδεξιά πρακτική των Φιλελευθέρων
Συνολικά ο Βενιζέλος πριν από την κρίση παρουσίαζε μια ρόδινη εκδοχή του κοινωνικού φιλελευθερισμού, η οποία φυσικά απαξίωνε τις αριστερές κριτικές σχετικά με την αστάθεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις περιορισμένες προοπτικές των μεταρρυθμίσεων. Δύσκολα μπορούσε να συνδεθεί το φιλελεύθερο όραμά του με την ωμή πραγματικότητα του ελληνικού φιλελευθερισμού, που οργάνωνε συστηματικά την καταστολή της εργατικής τάξης. Άρρητες προϋποθέσεις του ήταν η διεθνής πολιτική σταθερότητα και ο συνεχής μεγάλης κλίμακας εξωτερικός δανεισμός, από τον οποίο αναμενόταν κατά μείζονα λόγο η αύξηση της παραγωγής που θα μετρίαζε εν καιρώ τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Μολαταύτα οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου στράφηκαν προς τον αυταρχισμό ενώ ακόμη βρίσκονταν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους, και δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τα οποία ενοχοποιήθηκαν αργότερα για την αναζωπύρωση του Διχασμού. Οι διώξεις εναντίον της αριστεράς προσέλαβαν πρωτόγνωρη έκταση από τις αρχές του 1930. Τότε διαλύθηκε η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, και τους επόμενους μήνες την ακολούθησαν η Εργατική Βοήθεια (μια οργάνωση υποστήριξης των θυμάτων των πολιτικών και συνδικαλιστικών διώξεων), το συνδικάτο των καπνεργατών και το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Στην τριετία μετά το 1929 φυλακίστηκαν με το Ιδιώνυμο περί τις 12.000 άτομα, ενώ από το 1929 ως το 1937 καταδικάστηκαν αμετάκλητα περίπου 3.000, τα 400 σε ποινές φυλάκισης μεγαλύτερες του έτους. Πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που υπέστησαν ελαφρότερες διώξεις, ενώ τεράστια ήταν η σημασία του πλήγματος που δόθηκε στη λεγόμενη ελευθερία της συνείδησης. Η γεωγραφία της καταστολής αποτύπωνε την επιρροή της αριστεράς όσο και τον αυταρχισμό των αρχών ή των τοπικών ελίτ: σχεδόν 1.200 καταδικαστικές αποφάσεις εκδόθηκαν στην Αττικοβοιωτία, 300 στη Λάρισα, 250 στη Θεσσαλονίκη, 150 στην Καβάλα, και πολλές άλλες ακόμη στη Δράμα, τη Λέσβο και τη Σάμο. Περίπου έξι στους δέκα ήταν εργάτες κι ένας στους δέκα αγρότης. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική τους πλειονότητα καταδικάστηκε απλώς για συμμετοχή σε απεργίες ή άλλου τύπου διεκδικήσεις.
Σε όλη την Ευρώπη η παράλυση του πολιτικού συστήματος άνοιγε στην άκρα δεξιά το δρόμο προς την κυβέρνηση. Στην Ελλάδα η επιρροή των φασιστικών συνθημάτων μεταξύ των καπιταλιστών και των μικροαστών ενισχυόταν και στα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα. Κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση της δραχμής το 1932, που έφερε μεταξύ των άλλων μια αναβίωση της εσωτερικής πόλωσης μεταξύ των αστών, που ονομάστηκε «δεύτερος Διχασμός». Τότε οι Φιλελεύθεροι προσπάθησαν να κυριαρχήσουν κινητοποιώντας τον κρατικό μηχανισμό και ιδίως το στρατό. Σ’ αυτό τους μιμήθηκαν και οι αντίπαλοί τους, οι Λαϊκοί, και σε τούτη την επιλογή ακριβώς διέφεραν από τα φασιστικά κόμματα που αναπτύσσονταν σε άλλες χώρες την ίδια εποχή, και τα οποία αντιθέτως κινητοποιούσαν μάζες. Γιατί όμως και οι δύο πλευρές εγκατέλειψαν τον κοινοβουλευτισμό; Η σύντομη απάντηση εδώ είναι πως συνέτρεχαν πολλοί λόγοι, που είχαν να κάνουν όχι μόνο με την αντιμετώπιση των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και με την εσωτερική διαίρεση των καπιταλιστών.
Ενώ πράγματι υπήρξε σχέση αιτίου και αποτελέσματος ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την επακόλουθη όξυνση των κοινωνικών εντάσεων και την κατάλυση της πολιτικής δημοκρατίας, αυτή δεν ήταν άμεση. Η εργατική διαμαρτυρία στη μεσοπολεμική Ελλάδα δεν απείλησε απευθείας το αστικό καθεστώς, αλλά έβαλε σε κίνηση διαδικασίες που επέτρεψαν να ενισχυθεί η άκρα δεξιά τόσο μεταξύ των φιλελεύθερων όσο και των συντηρητικών, και κατέληξαν στην αποσταθεροποίηση του κοινοβουλευτισμού. Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτές έπαιξε η κατάρρευση της δραχμής την άνοιξη του 1932, ενώ σημαντικά επέδρασε επίσης η εξάπλωση των φασιστικών αντιλήψεων και ιδίως η πρόσληψη των γερμανικών εξελίξεων του 1933, που ενίσχυσαν τις αυταρχικές και τις φασίζουσες μερίδες των δύο καπιταλιστικών στρατοπέδων.
Μολονότι παρέμεναν κυρίαρχα, τα καπιταλιστικά κόμματα αισθάνονταν πλέον πως οι δημοκρατικές κατακτήσεις λειτουργούσαν εις βάρος τους. Γύρω από κοινωνικά αιτήματα κρυσταλλώνονταν νέα μαζικά και ταξικά κόμματα, όπως το Αγροτικό και το Κομμουνιστικό. Την άνοδο της αριστεράς, παρόλες τις διώξεις, αποτύπωναν όχι μόνον τα εκλογικά και απεργιακά δεδομένα, αλλά και η ολοένα ισχυρότερη ηγεμονία της στο χώρο των λογοτεχνών και των μη ακαδημαϊκών διανοουμένων. Tα καπιταλιστικά κόμματα, αντίθετα, αδυνατούσαν να εκφράσουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις που πρόβαλλαν τώρα στο προσκήνιο. Όσο λιγότερο ικανά αισθάνονταν τα στελέχη τους ν’ ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες του πολιτικού ανταγωνισμού, τόσο πιο πρόθυμα συντάσσονταν με εγχειρήματα που αποσκοπούσαν στην κατάργηση της αντιπροσωπευτικής πολιτικής. Το πιο πετυχημένο πρότυπο διεθνώς τούς πρόσφερε η φασιστική Ιταλία. Κάποιοι, και πρώτος ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, προσπάθησαν να μιμηθούν και τον χιτλερικό ναζισμό. Πάντως αυτές οι εξελίξεις δεν ήταν προϊόντα καμιάς αυτόματης νομοτέλειας, αλλά συνδέονταν με τις νέες ιδεολογικές προτιμήσεις και τις πολιτικές επιλογές των ηγεσιών των δυο παρατάξεων και κατεξοχήν των Φιλελευθέρων.
Το 1932 έγινε κυρίαρχο πρόβλημα η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ένα πολιτικά φορτισμένο ζήτημα, όπου συγκρούονταν οι δύο αστικές παρατάξεις. Με εξαίρεση τις ιδέες κρατικού παρεμβατισμού που είχε ενστερνιστεί μια αξιόλογη αλλά όχι κυρίαρχη μερίδα στελεχών τους, οι Φιλελεύθεροι και η συντηρητική αντιπολίτευση συμφωνούσαν στις γενικές αρχές της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες παρέπεμπαν στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Επίσης κανένας τους, ούτε και οι Εργατοαγροτικοί του Παπαναστασίου, δεν έθετε ζήτημα μη αποπληρωμής του χρέους. Ωστόσο η κατάρρευση της δραχμής πρόσφερε ελκυστικά πολιτικά επιχειρήματα στους αντιπάλους των Φιλελευθέρων κι επιπλέον επιβεβαίωσε τις συχνές κατηγορίες των αστών, εντός κι εκτός του Λαϊκού Κόμματος, εναντίον των ριψοκίνδυνων οικονομικών επιλογών του Βενιζέλου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ραγδαίας διάβρωσης της πολιτικής τους υποστήριξης και διεθνούς ανόδου των αυταρχικών καθεστώτων και αντιλήψεων, η φιλοδικτατορική μερίδα των Φιλελευθέρων πρόβαλλε με ολοένα και μεγαλύτερη σαφήνεια την ιδέα να κρατήσουν την κυβέρνηση παραμερίζοντας το σύνταγμα. Έχοντας νωρίτερα καταργήσει στην πράξη τα πολιτικά δικαιώματα της αριστεράς, κι επίσης έχοντας αποδεχτεί από τα πράγματα, μέσα στις συνθήκες της κρίσης, την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, τώρα οι Φιλελεύθεροι εγκατέλειπαν και την αρχή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης.
Η άκρα δεξιά κυριαρχεί στους Φιλελεύθερους
Ο λεγόμενος φιλελευθερισμός είχε γίνει πλέον νεκρό γράμμα. Το ερώτημα ήταν αν απλώς θ’ αυτοσχεδίαζαν κάποιες αποσπασματικές αυταρχικές εκτροπές ή θ’ άρθρωναν έναν πληρέστερο πολιτικό λόγο στηριγμένο στην πολιτική πρακτική που διεύρυνε δραματικά τα περιθώρια δράσης τους –το φασισμό– προσπαθώντας να συσπειρώσουν αστούς και μικροαστούς και να κινητοποιήσουν τη μάζα των οπαδών που τούς είχε απομείνει. Μια σημαντική τους μερίδα προτίμησε τη δεύτερη λύση. Παρόμοια με τους ιταλούς και γερμανούς φασίστες την ίδια εποχή, βασικό νομιμοποιητικό τους επιχείρημα έκαναν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Η διαφορά όμως από την Ιταλία και τη Γερμανία ήταν πως στη μεσοπολεμική Ελλάδα, όπως όλοι γνώριζαν, ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» ήταν απλό πρόσχημα. Το επίπεδο της εκλογικής υποστήριξης του ΚΚΕ κυμαινόταν πάντοτε κάτω του 5%, και η οργάνωσή του δεν ήταν τέτοια που ν’ απειλεί το καθεστώς.
Οι οπαδοί του Βενιζέλου στράφηκαν κατά του κοινοβουλευτισμού αμέσως μετά την οικονομική κρίση, μόλις έχασαν τη «μάχη της δραχμής» και διαπίστωσαν ότι κινδύνευε η παραμονή τους στην εξουσία. Τον Μάιο του 1932, με την επίνευση του ίδιου του Βενιζέλου, κατέθεσαν στη βουλή μια πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης, στα ίχνη του άρθρου 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης, που λίγο αργότερα θα διευκόλυνε την πρωθυπουργοποίηση του Χίτλερ. Ζητούσαν να δίνονται δικτατορικές εξουσίες στον πρόεδρο της δημοκρατίας όποτε ο ίδιος πιθανολογούσε «εμφύλιον».
Τις ίδιες ημέρες οργανώθηκε στην Πάντειο σχολή, δημιούργημα των Φιλελευθέρων και οχυρό τους, μια περίφημη συζήτηση με θέμα την «κρίση του κοινοβουλευτισμού». Η συζήτηση, «εν τω μέσω συρροής καθηγητών, σπουδαστών, πολιτευομένων, κυριών, αξιωματικών, κλπ.», περιστράφηκε γύρω από εύγλωττα ερωτήματα. Ήταν ο κοινοβουλευτισμός πράγματι το καλύτερο πολίτευμα γενικά και για τον ελληνικό λαό ειδικά; Υπήρχαν περιστάσεις στις οποίες ενδεικνυόταν η κατάργησή του; Μπορούσε να τόν αντικαταστήσει η δικτατορία; Εισηγήσεις έκαναν δημοσιολόγοι που κάλυπταν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα από τους μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς ως το Αγροτοεργατικό Κόμμα. Ελάχιστοι τάχθηκαν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Χαρακτηριστικό όμως των απόψεων που ακούστηκαν ήταν ότι, αντίθετα από τους σημερινούς συντηρητικούς μελετητές που τονίζουν όσο μπορούν τις διαφορές μεταξύ φασιστικών και συντηρητικών καθεστώτων, εκείνες τόνιζαν τις ομοιότητές τους και υποβάθμιζαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φασισμού.
Όπως συνέβη και στη δική μας εποχή των μνημονίων, η βουλή υποβαθμίστηκε από τις ίδιες τις καπιταλιστικές δυνάμεις που συνήθως την επικαλούνται. Μετά τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932, που δεν έβγαλαν νικητή αλλά έφεραν στην κυβέρνηση έναν αντιβενιζελικό συνασπισμό, ο Βενιζέλος έδωσε στους αντιπάλους του ευρύτατη νομοθετική εξουσιοδότηση να διακοπεί η λειτουργία του κοινοβουλίου επί οχτώ μήνες. Σ’ όλες τις προηγούμενες βουλευτικές περιόδους η βουλή κανονικά συνεδρίαζε επτά με οχτώ μήνες το χρόνο. Από τις 15 Οκτωβρίου του 1932 όμως ως τις 12 Μαϊου του 1933, δηλαδή το επτάμηνο στο οποίο συνήθως ήταν πιο έντονη η κοινοβουλευτική λειτουργία, δεν έγιναν παρά μόνον έντεκα συνεδριάσεις, ενώ σε καμιά από αυτές δεν ασκήθηκε κοινοβουλευτικός έλεγχος. Οι κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, στο διάστημα αυτό, παίρνονταν σε πολύ στενούς κύκλους όπου μετείχαν οι ηγεσίες των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων και οικονομικοί και στρατιωτικοί παράγοντες. Η αντιπροσωπευτική πολιτική είχε βραχυκυκλωθεί.
Οι αντιβενιζελικοί
Στους κόλπους του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, τώρα, η επικράτηση της συντηρητικής άκρας δεξιάς δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια του η δομή το δυσκόλευε ν’ ασκήσει πολιτική πυγμής καθώς δεν είχε τον έλεγχο του κράτους, πόσο μάλλον να μεταφέρει την αντιπαράθεση στο στρατιωτικό πεδίο. Μετά τη δραπέτευση του αυταρχικού βασιλιά Κωνσταντίνου στο εξωτερικό και την εκτέλεση των Έξι, το 1922, είχε μείνει ουσιαστικά ακέφαλο. Ο εξόριστος διεκδικητής του θρόνου Γεώργιος ήταν γενικά αντιπαθής ακόμη και στους βασιλόφρονες, ενώ ο επικεφαλής των Λαϊκών, ο Παναγής Τσαλδάρης, δεν είχε την παραμικρή πρόθεση, παρόλη τη φιλοβασιλική του ρητορική, να επαναφέρει βίαια τη μοναρχία. Οι περισσότεροι βασιλόφρονες αξιωματικοί είχαν αποταχθεί. Τα πολιτικά στελέχη της παράταξης, πάλι, συσπειρώνονταν γύρω από ηγέτες κατά το μάλλον ή ήττον τοπικής εμβέλειας, που συχνά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάντως στήριζαν την επιρροή τους σε μηχανισμούς προσανατολισμένους στον κοινοβουλευτικό ανταγωνισμό.
Η προάσπιση των λαϊκών ελευθεριών και ο συνταγματισμός παρέμεναν κεντρικά συνθήματα των αντιβενιζελικών, που έλπιζαν να προστατευτούν από το πρόγραμμα ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου που προωθούσαν οι Φιλελεύθεροι. Για να συσπειρωθούν γύρω από ένα αυταρχικό πρόγραμμα δυναμικής επικράτησης χρειάζονταν πολλά: κατάλληλες ευκαιρίες, αποφασιστική ηγεσία, επαρκώς ισχυρό κίνητρο και ιδεολογική νομιμοποίηση. Μετά το 1932 οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική κρίση τούς έδωσαν την πρώτη· ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ, ο Κονδύλης και ο Ιωάννης Μεταξάς τη δεύτερη· η αυταρχική μετάλλαξη των Φιλελευθέρων και τα δύο πραξικοπήματα του Πλαστήρα το τρίτο· και ο φασισμός και η αυταρχική στροφή των συντηρητικών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα την τέταρτη.
Παράλλημα με τις μάχες που έδιναν για να κερδίσουν τις εκλογές, και τα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα προώθησαν τη δημιουργία όχι απλώς συνομωτικών οργανώσεων, αλλά ισχυρών μηχανισμών επικεντρωμένων στο στρατό, που μπορούσαν ν’ ασκήσουν οργανωμένη βία. Όλοι οι στρατοκράτες υποστήριζαν αντιδημοκρατικές και αντικοινοβουλευτικές ιδέες, αλλά ο Κονδύλης ήταν ο μόνος μεταξύ τους που προσπάθησε, χρησιμοποιώντας τη θεσμική και παραθεσμική εξουσία του, να οργανώσει ένα κόμμα συγκροτημένο με βάση το φασιστικό πρότυπο μαζικής κινητοποίησης –και ως ένα βαθμό το πέτυχε. Ωστόσο η πολιτική του δεξιότητα, αντίθετα από τις στρατιωτικές του ικανότητες, ήταν μικρή, κι έτσι η δύναμή του έμεινε περιορισμένη. Άλλοι υποψήφιοι δικτάτορες που συζητούνταν, από το βενιζελικό στρατόπεδο, ήταν ο Πάγκαλος, ο Πλαστήρας, και ο Oθωναίος.
Η κριτική της αριστεράς: Σεραφείμ Μάξιμος
Την εγκατάλειψη του κοινοβουλευτισμού από τα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα διαπίστωσε στο χώρο της αριστεράς, έγκαιρα και με συγκροτημένο τρόπο, ο Σεραφείμ Μάξιμος. Ο Μάξιμος, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες διανοούμενους και παλαιότερα επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ, είχε στο μεταξύ μεταπηδήσει στην ηγεσία του Σπάρτακου, μιας ομάδας που αντιπολιτευόταν το ΚΚΕ από τα αριστερά. Στόχος της ανάλυσής του, στην μπροσούρα με τίτλο Κοινοβούλιο ή δικτατορία; που εκδόθηκε το 1930, ήταν ν’ ανιχνεύσει «σε ποια σχέσι βρίσκεται η Δικτατορία με το Κοινοβούλιο, η δικτατορική τάσι με την κοινοβουλευτική, αν παλεύουν μεταξύ τους αυτά τα δυο ρεύματα και σε ποιο σημείο βρίσκεται η πάλη αυτή». Το συμπέρασμά του ήταν πως «κοινοβούλιο και δικτατορία δημοκρατία και φασισμός έχουν συναδελφωθή στην υπηρεσία του κεφαλαίου». Αναλυτικότερα, υποστήριζε πως Κοινοβούλιο και δικτατορία είναι σήμερα συνώνυμα, γιατί εκφράζουνε διαφορετικές μορφές κυριαρχίας της μιας και της ίδιας τάξεως και ο χωρισμός τους είναι αδύνατος στην εποχή μας. Στη γένεσή τους μπορεί να χωρισθούν. Το ένα είναι προϊόν της πιο δημοκρατικής επαναστάσεως, το άλλο φαινόμενο βαθύτερο κοινωνικής αντιδράσεως, μιας τάξεως που καταρρέει. Το πρώτο το έφερε στην επιφάνεια η επαναστατική θέλησι του λαού· το άλλο η αντεπαναστατική διάθεση της μειονοψηφίας.
Στην ανάλυση του Μάξιμου, το κεφάλαιο εγκαταλείπει τον κοινοβουλευτισμό όταν εμφανίζεται κάτι σαν αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε κρίση νομιμοποίησης: «η κοινοβουλευτική μέθοδος καταπιέσεως παύει από του να έχη αξία σε μια δεδομένη στιγμή, οι δεσμοί μεταξύ του “κυριάρχου λαού” και των αντιπροσώπων του διακόπτονται”. Αλλά ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι συνώνυμο της δημοκρατίας: «Μπορεί πολύ θαυμάσια ένα καθεστώς να λέγεται κοινοβουλευτικό, να διατηρή κοινοβούλιο από βουλευτές που τους εκλέγει ο λαός και να μην είναι παρά μια δικτατορία. […] Μια [αβασίλευτη] δημοκρατία μπορεί να λέγεται Δημοκρατία και να μην είναι παρά δικτατορία με τη χειρότερη μορφή. Τέτοιες είναι οι Δημοκρατίες στις βαλτικές χώρες, στην Πολωνία, στην Ελλάδα. Τέτοια είναι γενικά η σύγχρονη αστική δημοκρατία».
Στην Ελλάδα το Κόμμα Φιλελευθέρων ήταν το μόνο που «κατόρθωσε να ενσαρκώση τους εθνικούς σκοπούς του ελληνικού κεφαλαίου και εργάσθηκε για την ολοκλήρωσί τους». Η αποφασιστικότητά του να βάλει τη χώρα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, «η δύναμι και το θάρρος με το οποίο πάλαιψε, το αναδείξανε στην αστική συνείδηση, ενώ το καταρρίψανε στη λαϊκή. Από τότε το κόμμα αυτό προσπαθεί να αντικαταστήση την έλλειψι της λαϊκής εμπιστοσύνης, που μεγάλωνε προοδευτικά με την εμπιστοσύνη των ξένων ιμπεριαλιστών». Οι λαϊκές μάζες αντιδρώντας στον πόλεμο στράφηκαν προς τη μοναρχία. Ο λεγόμενος Διχασμός ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος: «αν στην Ελλάδα η μεγάλη λαϊκή μάζα πολέμησε τους φιλελευθέρους με μοναρχικά σύμβολα, αυτό δε μειώνει καθόλου τη κοινωνική αξία του εσωτερικού αυτού πολέμου».
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν καμιά ελληνική πρωτοτυπία. Στην ανάλυση του Μαξίμου, «η τάξι που ανατρέπεται, δεν αντιτάσσει τη δημοκρατία στον μπολσεβικισμό. Καταφεύγει στο φασισμό, για να χτυπήση τη προλεταριακή δικτατορία. Όπως η μπολσεβικική επανάστασι είναι το φυσικό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων στις ανώτερες μοφρές της, ο φασισμός είναι η καταδίκη της αστικής δημοκρατίας από την ίδια την δημοκρατική μπουρζουαζία». Ο Μάξιμος επίσης διέκρινε το στοιχείο της μαζικής κινητοποίησης στον φασισμό: «Η φασιστική δικτατορία είναι, αντίθετα, η -σε μια ωρισμένη κρίσιμη για τον καπιταλισμό στιγμή- βίαιη καταστολή των επαναστατικών συνεπειών της κρίσεως της αστικής οικονομίας, η χρησιμοποίησι της εναντίον του καπιταλισμού δυσφορίας και δυσαρεσκείας των μαζών από τον ίδιο τον καπιταλισμό και προς όφελός του». Το συμπέρασμά του είναι μια από τις πιο εναργείς αναλύσεις της κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης της μεσοπολεμικής Ελλάδας:
Φασισμός και μπολσεβικισμός είναι ασυμβίβαστα. Δεν μπορεί να ζήσουν μαζί. Είναι δυο άκρα αντίθετα. Είναι οι δυο τάξεις στην θανάσιμη τελειωτική πάλη τους. Η δημοκρατία όμως συμβιβάζεται με το φασισμό και τον εκφράζει μάλιστα. Το ελληνικό παράδειγμα είναι η τρανότερη απόδειξι. Η ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι συνυφασμένη με τη δικτατορία, με την άρνηση της ελευθερίας, με τη βία. Στηρίχθηκε στη βία και στη δικτατορία. Συντηρητική δεξιά (φιλελεύθεροι) και δημοκρατική αριστερά (δημοκρατικοί [του Παπαναστασίου]) χρησιμοποιήσανε στη χώρα μας με τη σειρά τους το στρατιωτικό παράγοντα, την ένοπλη δύναμι, για να λύσουν, έξω από το κοινοβούλιο και πολλές φορές μέσα σ’ αυτό, την πολιτική κρίσι. […]
Αν η μπουρζουαζία χρησιμοποίησε το στρατιωτικό παράγοντα για να εξασκήση τη κοινωνική δικτατορία της, αν δε χρησιμοποίησε ένοπλα σώματα φασιστών κατά το ιταλικό παράδειγμα, αυτό είναι μια ιδιομορφία που οφείλεται και στην εξαιρετική δύναμι που απόκτησε κατά τη τελευταία περίοδο ο στρατιωτικός παράγοντας, παίρνοντας απ’ ευθείας μέρος στην πολιτική πάλη και στους κομματικούς αγώνας. Το ίδιο το φιλελεύθερο κόμμα αντικατέστησε τη δύναμι των μαζών με τη στρατιωτική δύναμι και χρησιμοποίησε τη στρατιωτική βία για να λύση τις κομματικές και κοινωνικές αντιθέσεις μέσα στη χώρα. Οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι αντιτάξανε τα στρατιωτικά στελέχη τους στον κομματικό εχθρό και τα [παραστρατιωτικά] “σώματα των κυνητών” στην δημοκρατική λαϊκή εξέγερσι.
πηγή: prin.gr
Κοινοβούλιο και δικτατορία
Η μεγάλη καμπή
Το 1930 η κυβέρνηση Βενιζέλου μεσουρανούσε. Ο χαρισματικός ηγέτης των Φιλελευθέρων, ανατρέποντας τις πολιτικές ισορροπίες, είχε επιστρέψει από την αυτοεξορία του σαν σωτήρας, και φαινόταν να έχει εδραιωθεί. Το αντίπαλο καπιταλιστικό στρατόπεδο, οι αντιβενιζελικοί, που δεν ήταν πάντοτε και μοναρχικοί, παρέπαιε διασπασμένο και αδύναμο. Διώχνοντας από την κυβέρνηση την προηγούμενη ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων, που ο ίδιος είχε ιδρύσει παλιότερα, ο Βενιζέλος είχε κερδίσει πρωτοφανή πλειοψηφία στις εκλογές του 1928. Έμοιαζε να ελέγχει τις πολιτικές εξελίξεις και να είναι νομιμοποιημένος στη συνείδηση των περισσοτέρων. Όπως και σύγχρονοί μας πολιτικοί, επαγγελλόταν την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν τη θέση των φτωχότερων όχι με ανακατανομή του πλούτου, αλλά μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας κι επομένως της εθνικής παραγωγής.
Η μοναρχία είχε διωχτεί, ενώ οι οπαδοί της είχαν απομακρυνθεί από τη διοίκηση του στρατού. Ο εξωτερικος δανεισμός παρουσιαζόταν σαν λύση για την ανάκαμψη της οικονομίας μέσα στο καπιταλιστικό πλαίσιο, ενώ η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος υποσχόταν να ενσωματώσει την Ελλάδα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές ροές. Οι παραγωγοί της υπαίθρου δεν ζούσαν καλύτερα από πριν, αλλά είχαν κατευναστεί με την αγροτική μεταρρύθμιση που τους υποσχόταν πως θα γίνονταν ιδιοκτήτες της γης τους. Οι εργαζόμενοι καταστέλλονταν μαζικά με το Ιδιώνυμο νομοθέτημα, που θεσμοποιούσε τη δίωξη των αριστερών ιδεών και ακόμη και της συνδικαλιστικής δράσης. Η πολιτική σταθερότητα έμοιαζε εξασφαλισμένη.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1935, και αφού είχε αποτύχει και το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα με το οποίο προσπάθησαν οι Φιλελεύθεροι να κρατηθούν στην κυβέρνηση, ο Βενιζέλος είχε διαφύγει ξανά στο εξωτερικό και οι στρατιωτικοί και πολιτικοί υπαρχηγοί του στρατοπέδου του βρίσκονταν υπόδικοι ή φυλακισμένοι, εκτός από μερικούς που είχαν πλέον περάσει στην αντίπαλη παράταξη και προσπαθούσαν, πάλι με τη βία, να την κρατήσουν στα πράγματα. Το κράτος είχε χρεοκοπήσει, το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων είχε τσακιστεί, και η αριστερά, παρόλες τις διώξεις, ανέκαμπτε χωρίς να βάζει νερό στο κρασί της. Φασιστικά κινήματα δεν είχαν φτιαχτεί πουθενά αλλού εκτός από τη Θεσσαλονίκη, παρόλες τις ακάματες προσπάθειες και των δύο καπιταλιστικών στρατοπέδων.
Καταλύτης των ανατροπών ήταν βεβαίως η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού, η οποία υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το «ευρώ» της εποχής, τον λεγόμενο κανόνα χρυσού, και να υποτιμήσει τη δραχμή. Η κρίση έφτασε στην Ελλάδα το 1932, όταν ο Βενιζέλος, που είχε ως τότε στηριχτεί στη μεγέθυνση της οικονομίας μέσα από την άντληση δανείων από το εξωτερικό, απέτυχε να εξασφαλίσει ένα νέο δάνειο. Αυτό συνέβη μολονότι τα δάνεια τότε, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει σήμερα, στη δική μας εποχή της χρηματιστικοποίησης, κατευθύνονταν σε μεγάλα έργα και σε παραγωγικές επενδύσεις, και όχι στο φούσκωμα του πλασματικού πλούτου ελαχίστων. Η ρευστότητα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις απ’ όπου δανειζόταν η Ελλάδα είχε στερέψει, βάζοντας έτσι σε κίνηση μια αλυσίδα χρεοκοπιών.
Το στρατόπεδο του Βενιζέλου αυτοπροσδιοριζόταν ως δημοκρατικοί και Φιλελεύθεροι, ενώ οι αντίπαλοί του, που προσέλκυαν περισσότερα μικροαστικά στρώματα, ονομάζονταν Λαϊκοί και συνταγματικοί. Η κρίση απέδειξε ότι, στην πραγματικότητα, και οι δυο αυτές πλευρές έβαζαν την αναπαραγωγή του καπιταλισμού, μέσα από την καταστροφική προλεταριοποίηση των πιο αδύναμων, πάνω από το λαό, τα συντάγματα, τις ελευθερίες και τη δημοκρατία. Σε συνθήκες όπου ο καπιταλισμός μόνο θυσίες μπορούσε να υποσχεθεί στους πολλούς, η ρητορική των υποστηρικτών του άλλαξε. Τώρα δηλωμένος σκοπός όλων τους ήταν ν’ αποφύγουν τα χειρότερα, δηλαδή τη δικτατορική επιβολή των αντιπάλων τους. Και οι δύο πλευρές συνέχισαν να χρησιμοποιούν μεγάλες λέξεις, αλλά όποτε τους δινόταν η ευκαιρία, άφηναν τον αυταρχισμό τους αχαλίνωτο.
Φιλελεύθερη ρητορική και ακροδεξιά πρακτική των Φιλελευθέρων
Συνολικά ο Βενιζέλος πριν από την κρίση παρουσίαζε μια ρόδινη εκδοχή του κοινωνικού φιλελευθερισμού, η οποία φυσικά απαξίωνε τις αριστερές κριτικές σχετικά με την αστάθεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις περιορισμένες προοπτικές των μεταρρυθμίσεων. Δύσκολα μπορούσε να συνδεθεί το φιλελεύθερο όραμά του με την ωμή πραγματικότητα του ελληνικού φιλελευθερισμού, που οργάνωνε συστηματικά την καταστολή της εργατικής τάξης. Άρρητες προϋποθέσεις του ήταν η διεθνής πολιτική σταθερότητα και ο συνεχής μεγάλης κλίμακας εξωτερικός δανεισμός, από τον οποίο αναμενόταν κατά μείζονα λόγο η αύξηση της παραγωγής που θα μετρίαζε εν καιρώ τις κοινωνικές αντιθέσεις.
Μολαταύτα οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου στράφηκαν προς τον αυταρχισμό ενώ ακόμη βρίσκονταν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους, και δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τα οποία ενοχοποιήθηκαν αργότερα για την αναζωπύρωση του Διχασμού. Οι διώξεις εναντίον της αριστεράς προσέλαβαν πρωτόγνωρη έκταση από τις αρχές του 1930. Τότε διαλύθηκε η Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος, και τους επόμενους μήνες την ακολούθησαν η Εργατική Βοήθεια (μια οργάνωση υποστήριξης των θυμάτων των πολιτικών και συνδικαλιστικών διώξεων), το συνδικάτο των καπνεργατών και το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Στην τριετία μετά το 1929 φυλακίστηκαν με το Ιδιώνυμο περί τις 12.000 άτομα, ενώ από το 1929 ως το 1937 καταδικάστηκαν αμετάκλητα περίπου 3.000, τα 400 σε ποινές φυλάκισης μεγαλύτερες του έτους. Πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που υπέστησαν ελαφρότερες διώξεις, ενώ τεράστια ήταν η σημασία του πλήγματος που δόθηκε στη λεγόμενη ελευθερία της συνείδησης. Η γεωγραφία της καταστολής αποτύπωνε την επιρροή της αριστεράς όσο και τον αυταρχισμό των αρχών ή των τοπικών ελίτ: σχεδόν 1.200 καταδικαστικές αποφάσεις εκδόθηκαν στην Αττικοβοιωτία, 300 στη Λάρισα, 250 στη Θεσσαλονίκη, 150 στην Καβάλα, και πολλές άλλες ακόμη στη Δράμα, τη Λέσβο και τη Σάμο. Περίπου έξι στους δέκα ήταν εργάτες κι ένας στους δέκα αγρότης. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική τους πλειονότητα καταδικάστηκε απλώς για συμμετοχή σε απεργίες ή άλλου τύπου διεκδικήσεις.
Σε όλη την Ευρώπη η παράλυση του πολιτικού συστήματος άνοιγε στην άκρα δεξιά το δρόμο προς την κυβέρνηση. Στην Ελλάδα η επιρροή των φασιστικών συνθημάτων μεταξύ των καπιταλιστών και των μικροαστών ενισχυόταν και στα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα. Κορυφώθηκε μετά την κατάρρευση της δραχμής το 1932, που έφερε μεταξύ των άλλων μια αναβίωση της εσωτερικής πόλωσης μεταξύ των αστών, που ονομάστηκε «δεύτερος Διχασμός». Τότε οι Φιλελεύθεροι προσπάθησαν να κυριαρχήσουν κινητοποιώντας τον κρατικό μηχανισμό και ιδίως το στρατό. Σ’ αυτό τους μιμήθηκαν και οι αντίπαλοί τους, οι Λαϊκοί, και σε τούτη την επιλογή ακριβώς διέφεραν από τα φασιστικά κόμματα που αναπτύσσονταν σε άλλες χώρες την ίδια εποχή, και τα οποία αντιθέτως κινητοποιούσαν μάζες. Γιατί όμως και οι δύο πλευρές εγκατέλειψαν τον κοινοβουλευτισμό; Η σύντομη απάντηση εδώ είναι πως συνέτρεχαν πολλοί λόγοι, που είχαν να κάνουν όχι μόνο με την αντιμετώπιση των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και με την εσωτερική διαίρεση των καπιταλιστών.
Ενώ πράγματι υπήρξε σχέση αιτίου και αποτελέσματος ανάμεσα στην οικονομική κρίση και την επακόλουθη όξυνση των κοινωνικών εντάσεων και την κατάλυση της πολιτικής δημοκρατίας, αυτή δεν ήταν άμεση. Η εργατική διαμαρτυρία στη μεσοπολεμική Ελλάδα δεν απείλησε απευθείας το αστικό καθεστώς, αλλά έβαλε σε κίνηση διαδικασίες που επέτρεψαν να ενισχυθεί η άκρα δεξιά τόσο μεταξύ των φιλελεύθερων όσο και των συντηρητικών, και κατέληξαν στην αποσταθεροποίηση του κοινοβουλευτισμού. Καταλυτικό ρόλο σ’ αυτές έπαιξε η κατάρρευση της δραχμής την άνοιξη του 1932, ενώ σημαντικά επέδρασε επίσης η εξάπλωση των φασιστικών αντιλήψεων και ιδίως η πρόσληψη των γερμανικών εξελίξεων του 1933, που ενίσχυσαν τις αυταρχικές και τις φασίζουσες μερίδες των δύο καπιταλιστικών στρατοπέδων.
Μολονότι παρέμεναν κυρίαρχα, τα καπιταλιστικά κόμματα αισθάνονταν πλέον πως οι δημοκρατικές κατακτήσεις λειτουργούσαν εις βάρος τους. Γύρω από κοινωνικά αιτήματα κρυσταλλώνονταν νέα μαζικά και ταξικά κόμματα, όπως το Αγροτικό και το Κομμουνιστικό. Την άνοδο της αριστεράς, παρόλες τις διώξεις, αποτύπωναν όχι μόνον τα εκλογικά και απεργιακά δεδομένα, αλλά και η ολοένα ισχυρότερη ηγεμονία της στο χώρο των λογοτεχνών και των μη ακαδημαϊκών διανοουμένων. Tα καπιταλιστικά κόμματα, αντίθετα, αδυνατούσαν να εκφράσουν τις κοινωνικές διεκδικήσεις που πρόβαλλαν τώρα στο προσκήνιο. Όσο λιγότερο ικανά αισθάνονταν τα στελέχη τους ν’ ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες του πολιτικού ανταγωνισμού, τόσο πιο πρόθυμα συντάσσονταν με εγχειρήματα που αποσκοπούσαν στην κατάργηση της αντιπροσωπευτικής πολιτικής. Το πιο πετυχημένο πρότυπο διεθνώς τούς πρόσφερε η φασιστική Ιταλία. Κάποιοι, και πρώτος ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, προσπάθησαν να μιμηθούν και τον χιτλερικό ναζισμό. Πάντως αυτές οι εξελίξεις δεν ήταν προϊόντα καμιάς αυτόματης νομοτέλειας, αλλά συνδέονταν με τις νέες ιδεολογικές προτιμήσεις και τις πολιτικές επιλογές των ηγεσιών των δυο παρατάξεων και κατεξοχήν των Φιλελευθέρων.
Το 1932 έγινε κυρίαρχο πρόβλημα η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ένα πολιτικά φορτισμένο ζήτημα, όπου συγκρούονταν οι δύο αστικές παρατάξεις. Με εξαίρεση τις ιδέες κρατικού παρεμβατισμού που είχε ενστερνιστεί μια αξιόλογη αλλά όχι κυρίαρχη μερίδα στελεχών τους, οι Φιλελεύθεροι και η συντηρητική αντιπολίτευση συμφωνούσαν στις γενικές αρχές της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες παρέπεμπαν στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Επίσης κανένας τους, ούτε και οι Εργατοαγροτικοί του Παπαναστασίου, δεν έθετε ζήτημα μη αποπληρωμής του χρέους. Ωστόσο η κατάρρευση της δραχμής πρόσφερε ελκυστικά πολιτικά επιχειρήματα στους αντιπάλους των Φιλελευθέρων κι επιπλέον επιβεβαίωσε τις συχνές κατηγορίες των αστών, εντός κι εκτός του Λαϊκού Κόμματος, εναντίον των ριψοκίνδυνων οικονομικών επιλογών του Βενιζέλου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ραγδαίας διάβρωσης της πολιτικής τους υποστήριξης και διεθνούς ανόδου των αυταρχικών καθεστώτων και αντιλήψεων, η φιλοδικτατορική μερίδα των Φιλελευθέρων πρόβαλλε με ολοένα και μεγαλύτερη σαφήνεια την ιδέα να κρατήσουν την κυβέρνηση παραμερίζοντας το σύνταγμα. Έχοντας νωρίτερα καταργήσει στην πράξη τα πολιτικά δικαιώματα της αριστεράς, κι επίσης έχοντας αποδεχτεί από τα πράγματα, μέσα στις συνθήκες της κρίσης, την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, τώρα οι Φιλελεύθεροι εγκατέλειπαν και την αρχή της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης.
Η άκρα δεξιά κυριαρχεί στους Φιλελεύθερους
Ο λεγόμενος φιλελευθερισμός είχε γίνει πλέον νεκρό γράμμα. Το ερώτημα ήταν αν απλώς θ’ αυτοσχεδίαζαν κάποιες αποσπασματικές αυταρχικές εκτροπές ή θ’ άρθρωναν έναν πληρέστερο πολιτικό λόγο στηριγμένο στην πολιτική πρακτική που διεύρυνε δραματικά τα περιθώρια δράσης τους –το φασισμό– προσπαθώντας να συσπειρώσουν αστούς και μικροαστούς και να κινητοποιήσουν τη μάζα των οπαδών που τούς είχε απομείνει. Μια σημαντική τους μερίδα προτίμησε τη δεύτερη λύση. Παρόμοια με τους ιταλούς και γερμανούς φασίστες την ίδια εποχή, βασικό νομιμοποιητικό τους επιχείρημα έκαναν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Η διαφορά όμως από την Ιταλία και τη Γερμανία ήταν πως στη μεσοπολεμική Ελλάδα, όπως όλοι γνώριζαν, ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» ήταν απλό πρόσχημα. Το επίπεδο της εκλογικής υποστήριξης του ΚΚΕ κυμαινόταν πάντοτε κάτω του 5%, και η οργάνωσή του δεν ήταν τέτοια που ν’ απειλεί το καθεστώς.
Οι οπαδοί του Βενιζέλου στράφηκαν κατά του κοινοβουλευτισμού αμέσως μετά την οικονομική κρίση, μόλις έχασαν τη «μάχη της δραχμής» και διαπίστωσαν ότι κινδύνευε η παραμονή τους στην εξουσία. Τον Μάιο του 1932, με την επίνευση του ίδιου του Βενιζέλου, κατέθεσαν στη βουλή μια πρόταση συνταγματικής αναθεώρησης, στα ίχνη του άρθρου 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης, που λίγο αργότερα θα διευκόλυνε την πρωθυπουργοποίηση του Χίτλερ. Ζητούσαν να δίνονται δικτατορικές εξουσίες στον πρόεδρο της δημοκρατίας όποτε ο ίδιος πιθανολογούσε «εμφύλιον».
Τις ίδιες ημέρες οργανώθηκε στην Πάντειο σχολή, δημιούργημα των Φιλελευθέρων και οχυρό τους, μια περίφημη συζήτηση με θέμα την «κρίση του κοινοβουλευτισμού». Η συζήτηση, «εν τω μέσω συρροής καθηγητών, σπουδαστών, πολιτευομένων, κυριών, αξιωματικών, κλπ.», περιστράφηκε γύρω από εύγλωττα ερωτήματα. Ήταν ο κοινοβουλευτισμός πράγματι το καλύτερο πολίτευμα γενικά και για τον ελληνικό λαό ειδικά; Υπήρχαν περιστάσεις στις οποίες ενδεικνυόταν η κατάργησή του; Μπορούσε να τόν αντικαταστήσει η δικτατορία; Εισηγήσεις έκαναν δημοσιολόγοι που κάλυπταν ολόκληρο το πολιτικό φάσμα από τους μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς ως το Αγροτοεργατικό Κόμμα. Ελάχιστοι τάχθηκαν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Χαρακτηριστικό όμως των απόψεων που ακούστηκαν ήταν ότι, αντίθετα από τους σημερινούς συντηρητικούς μελετητές που τονίζουν όσο μπορούν τις διαφορές μεταξύ φασιστικών και συντηρητικών καθεστώτων, εκείνες τόνιζαν τις ομοιότητές τους και υποβάθμιζαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φασισμού.
Όπως συνέβη και στη δική μας εποχή των μνημονίων, η βουλή υποβαθμίστηκε από τις ίδιες τις καπιταλιστικές δυνάμεις που συνήθως την επικαλούνται. Μετά τις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932, που δεν έβγαλαν νικητή αλλά έφεραν στην κυβέρνηση έναν αντιβενιζελικό συνασπισμό, ο Βενιζέλος έδωσε στους αντιπάλους του ευρύτατη νομοθετική εξουσιοδότηση να διακοπεί η λειτουργία του κοινοβουλίου επί οχτώ μήνες. Σ’ όλες τις προηγούμενες βουλευτικές περιόδους η βουλή κανονικά συνεδρίαζε επτά με οχτώ μήνες το χρόνο. Από τις 15 Οκτωβρίου του 1932 όμως ως τις 12 Μαϊου του 1933, δηλαδή το επτάμηνο στο οποίο συνήθως ήταν πιο έντονη η κοινοβουλευτική λειτουργία, δεν έγιναν παρά μόνον έντεκα συνεδριάσεις, ενώ σε καμιά από αυτές δεν ασκήθηκε κοινοβουλευτικός έλεγχος. Οι κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, στο διάστημα αυτό, παίρνονταν σε πολύ στενούς κύκλους όπου μετείχαν οι ηγεσίες των αντίπαλων πολιτικών παρατάξεων και οικονομικοί και στρατιωτικοί παράγοντες. Η αντιπροσωπευτική πολιτική είχε βραχυκυκλωθεί.
Οι αντιβενιζελικοί
Στους κόλπους του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, τώρα, η επικράτηση της συντηρητικής άκρας δεξιάς δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Η ίδια του η δομή το δυσκόλευε ν’ ασκήσει πολιτική πυγμής καθώς δεν είχε τον έλεγχο του κράτους, πόσο μάλλον να μεταφέρει την αντιπαράθεση στο στρατιωτικό πεδίο. Μετά τη δραπέτευση του αυταρχικού βασιλιά Κωνσταντίνου στο εξωτερικό και την εκτέλεση των Έξι, το 1922, είχε μείνει ουσιαστικά ακέφαλο. Ο εξόριστος διεκδικητής του θρόνου Γεώργιος ήταν γενικά αντιπαθής ακόμη και στους βασιλόφρονες, ενώ ο επικεφαλής των Λαϊκών, ο Παναγής Τσαλδάρης, δεν είχε την παραμικρή πρόθεση, παρόλη τη φιλοβασιλική του ρητορική, να επαναφέρει βίαια τη μοναρχία. Οι περισσότεροι βασιλόφρονες αξιωματικοί είχαν αποταχθεί. Τα πολιτικά στελέχη της παράταξης, πάλι, συσπειρώνονταν γύρω από ηγέτες κατά το μάλλον ή ήττον τοπικής εμβέλειας, που συχνά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάντως στήριζαν την επιρροή τους σε μηχανισμούς προσανατολισμένους στον κοινοβουλευτικό ανταγωνισμό.
Η προάσπιση των λαϊκών ελευθεριών και ο συνταγματισμός παρέμεναν κεντρικά συνθήματα των αντιβενιζελικών, που έλπιζαν να προστατευτούν από το πρόγραμμα ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου που προωθούσαν οι Φιλελεύθεροι. Για να συσπειρωθούν γύρω από ένα αυταρχικό πρόγραμμα δυναμικής επικράτησης χρειάζονταν πολλά: κατάλληλες ευκαιρίες, αποφασιστική ηγεσία, επαρκώς ισχυρό κίνητρο και ιδεολογική νομιμοποίηση. Μετά το 1932 οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική κρίση τούς έδωσαν την πρώτη· ο Γεώργιος Γλύξμπουργκ, ο Κονδύλης και ο Ιωάννης Μεταξάς τη δεύτερη· η αυταρχική μετάλλαξη των Φιλελευθέρων και τα δύο πραξικοπήματα του Πλαστήρα το τρίτο· και ο φασισμός και η αυταρχική στροφή των συντηρητικών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα την τέταρτη.
Παράλλημα με τις μάχες που έδιναν για να κερδίσουν τις εκλογές, και τα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα προώθησαν τη δημιουργία όχι απλώς συνομωτικών οργανώσεων, αλλά ισχυρών μηχανισμών επικεντρωμένων στο στρατό, που μπορούσαν ν’ ασκήσουν οργανωμένη βία. Όλοι οι στρατοκράτες υποστήριζαν αντιδημοκρατικές και αντικοινοβουλευτικές ιδέες, αλλά ο Κονδύλης ήταν ο μόνος μεταξύ τους που προσπάθησε, χρησιμοποιώντας τη θεσμική και παραθεσμική εξουσία του, να οργανώσει ένα κόμμα συγκροτημένο με βάση το φασιστικό πρότυπο μαζικής κινητοποίησης –και ως ένα βαθμό το πέτυχε. Ωστόσο η πολιτική του δεξιότητα, αντίθετα από τις στρατιωτικές του ικανότητες, ήταν μικρή, κι έτσι η δύναμή του έμεινε περιορισμένη. Άλλοι υποψήφιοι δικτάτορες που συζητούνταν, από το βενιζελικό στρατόπεδο, ήταν ο Πάγκαλος, ο Πλαστήρας, και ο Oθωναίος.
Η κριτική της αριστεράς: Σεραφείμ Μάξιμος
Την εγκατάλειψη του κοινοβουλευτισμού από τα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα διαπίστωσε στο χώρο της αριστεράς, έγκαιρα και με συγκροτημένο τρόπο, ο Σεραφείμ Μάξιμος. Ο Μάξιμος, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες διανοούμενους και παλαιότερα επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΚΚΕ, είχε στο μεταξύ μεταπηδήσει στην ηγεσία του Σπάρτακου, μιας ομάδας που αντιπολιτευόταν το ΚΚΕ από τα αριστερά. Στόχος της ανάλυσής του, στην μπροσούρα με τίτλο Κοινοβούλιο ή δικτατορία; που εκδόθηκε το 1930, ήταν ν’ ανιχνεύσει «σε ποια σχέσι βρίσκεται η Δικτατορία με το Κοινοβούλιο, η δικτατορική τάσι με την κοινοβουλευτική, αν παλεύουν μεταξύ τους αυτά τα δυο ρεύματα και σε ποιο σημείο βρίσκεται η πάλη αυτή». Το συμπέρασμά του ήταν πως «κοινοβούλιο και δικτατορία δημοκρατία και φασισμός έχουν συναδελφωθή στην υπηρεσία του κεφαλαίου». Αναλυτικότερα, υποστήριζε πως Κοινοβούλιο και δικτατορία είναι σήμερα συνώνυμα, γιατί εκφράζουνε διαφορετικές μορφές κυριαρχίας της μιας και της ίδιας τάξεως και ο χωρισμός τους είναι αδύνατος στην εποχή μας. Στη γένεσή τους μπορεί να χωρισθούν. Το ένα είναι προϊόν της πιο δημοκρατικής επαναστάσεως, το άλλο φαινόμενο βαθύτερο κοινωνικής αντιδράσεως, μιας τάξεως που καταρρέει. Το πρώτο το έφερε στην επιφάνεια η επαναστατική θέλησι του λαού· το άλλο η αντεπαναστατική διάθεση της μειονοψηφίας.
Στην ανάλυση του Μάξιμου, το κεφάλαιο εγκαταλείπει τον κοινοβουλευτισμό όταν εμφανίζεται κάτι σαν αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε κρίση νομιμοποίησης: «η κοινοβουλευτική μέθοδος καταπιέσεως παύει από του να έχη αξία σε μια δεδομένη στιγμή, οι δεσμοί μεταξύ του “κυριάρχου λαού” και των αντιπροσώπων του διακόπτονται”. Αλλά ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι συνώνυμο της δημοκρατίας: «Μπορεί πολύ θαυμάσια ένα καθεστώς να λέγεται κοινοβουλευτικό, να διατηρή κοινοβούλιο από βουλευτές που τους εκλέγει ο λαός και να μην είναι παρά μια δικτατορία. […] Μια [αβασίλευτη] δημοκρατία μπορεί να λέγεται Δημοκρατία και να μην είναι παρά δικτατορία με τη χειρότερη μορφή. Τέτοιες είναι οι Δημοκρατίες στις βαλτικές χώρες, στην Πολωνία, στην Ελλάδα. Τέτοια είναι γενικά η σύγχρονη αστική δημοκρατία».
Στην Ελλάδα το Κόμμα Φιλελευθέρων ήταν το μόνο που «κατόρθωσε να ενσαρκώση τους εθνικούς σκοπούς του ελληνικού κεφαλαίου και εργάσθηκε για την ολοκλήρωσί τους». Η αποφασιστικότητά του να βάλει τη χώρα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, «η δύναμι και το θάρρος με το οποίο πάλαιψε, το αναδείξανε στην αστική συνείδηση, ενώ το καταρρίψανε στη λαϊκή. Από τότε το κόμμα αυτό προσπαθεί να αντικαταστήση την έλλειψι της λαϊκής εμπιστοσύνης, που μεγάλωνε προοδευτικά με την εμπιστοσύνη των ξένων ιμπεριαλιστών». Οι λαϊκές μάζες αντιδρώντας στον πόλεμο στράφηκαν προς τη μοναρχία. Ο λεγόμενος Διχασμός ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος: «αν στην Ελλάδα η μεγάλη λαϊκή μάζα πολέμησε τους φιλελευθέρους με μοναρχικά σύμβολα, αυτό δε μειώνει καθόλου τη κοινωνική αξία του εσωτερικού αυτού πολέμου».
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν καμιά ελληνική πρωτοτυπία. Στην ανάλυση του Μαξίμου, «η τάξι που ανατρέπεται, δεν αντιτάσσει τη δημοκρατία στον μπολσεβικισμό. Καταφεύγει στο φασισμό, για να χτυπήση τη προλεταριακή δικτατορία. Όπως η μπολσεβικική επανάστασι είναι το φυσικό αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων στις ανώτερες μοφρές της, ο φασισμός είναι η καταδίκη της αστικής δημοκρατίας από την ίδια την δημοκρατική μπουρζουαζία». Ο Μάξιμος επίσης διέκρινε το στοιχείο της μαζικής κινητοποίησης στον φασισμό: «Η φασιστική δικτατορία είναι, αντίθετα, η -σε μια ωρισμένη κρίσιμη για τον καπιταλισμό στιγμή- βίαιη καταστολή των επαναστατικών συνεπειών της κρίσεως της αστικής οικονομίας, η χρησιμοποίησι της εναντίον του καπιταλισμού δυσφορίας και δυσαρεσκείας των μαζών από τον ίδιο τον καπιταλισμό και προς όφελός του». Το συμπέρασμά του είναι μια από τις πιο εναργείς αναλύσεις της κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης της μεσοπολεμικής Ελλάδας:
Φασισμός και μπολσεβικισμός είναι ασυμβίβαστα. Δεν μπορεί να ζήσουν μαζί. Είναι δυο άκρα αντίθετα. Είναι οι δυο τάξεις στην θανάσιμη τελειωτική πάλη τους. Η δημοκρατία όμως συμβιβάζεται με το φασισμό και τον εκφράζει μάλιστα. Το ελληνικό παράδειγμα είναι η τρανότερη απόδειξι. Η ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι συνυφασμένη με τη δικτατορία, με την άρνηση της ελευθερίας, με τη βία. Στηρίχθηκε στη βία και στη δικτατορία. Συντηρητική δεξιά (φιλελεύθεροι) και δημοκρατική αριστερά (δημοκρατικοί [του Παπαναστασίου]) χρησιμοποιήσανε στη χώρα μας με τη σειρά τους το στρατιωτικό παράγοντα, την ένοπλη δύναμι, για να λύσουν, έξω από το κοινοβούλιο και πολλές φορές μέσα σ’ αυτό, την πολιτική κρίσι. […]
Αν η μπουρζουαζία χρησιμοποίησε το στρατιωτικό παράγοντα για να εξασκήση τη κοινωνική δικτατορία της, αν δε χρησιμοποίησε ένοπλα σώματα φασιστών κατά το ιταλικό παράδειγμα, αυτό είναι μια ιδιομορφία που οφείλεται και στην εξαιρετική δύναμι που απόκτησε κατά τη τελευταία περίοδο ο στρατιωτικός παράγοντας, παίρνοντας απ’ ευθείας μέρος στην πολιτική πάλη και στους κομματικούς αγώνας. Το ίδιο το φιλελεύθερο κόμμα αντικατέστησε τη δύναμι των μαζών με τη στρατιωτική δύναμι και χρησιμοποίησε τη στρατιωτική βία για να λύση τις κομματικές και κοινωνικές αντιθέσεις μέσα στη χώρα. Οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι αντιτάξανε τα στρατιωτικά στελέχη τους στον κομματικό εχθρό και τα [παραστρατιωτικά] “σώματα των κυνητών” στην δημοκρατική λαϊκή εξέγερσι.
πηγή: prin.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου