.

.
Πατήστε στην εικόνα για να δείτε το πρόγραμμα

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Καστράνιτσα, Απρίλης του 1944

Ελένη Καρασαββίδου

“Σου γράφω όπως μου ζήτησες ότι κρατάω στη μνήμη μου από την τραγωδία του χωριού μας. Ήσυχη ήταν η αυγή της 23ας Απρίλη 1944. Ξάφνου κροταλίσματα πολυβόλων και κρότος οβίδων τάραξαν την ησυχία του πρωινού και τον ύπνο όσων κοιμούνταν. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι σηκώθηκαν να πληροφορηθούν τι γίνεται. Φωνές, πολλές φωνές από παντού ακούγονταν: Οι Γερμανοί! Ήρθαν Γερμανοί!”
Έτσι ξεκινάει την διήγησή του, μια διήγηση άφατου πόνου, άδικου αίματος και παράλογης ανθρωποθυσίας, ο Μανώλης Τασιώνης, γυρνώντας, χρόνια μετά τον εφιάλτη, πίσω στην μέρα που σημάδεψε την ζωή και την μνήμη των παιδικάτων του.


Το έτος είναι το 1944, η περιοχή είναι η Εορδαία, το χωριό είναι η Καστράνιτσα, που υποδέχθηκε στα χώματα του τους ξεριζωμένους πρόσφυγες του 22, για να γνωρίσουν 22 μόλις χρόνια μετά, σχεδιασμένη από τον ίδιον στρατό, μια έξω από τον νου του ανθρώπου κτηνωδία.

Η Καστράνιτσα, ένα πλούσιο από τον μόχθο κεφαλοχώρι με συνεχή οικιστική παρουσία από την αρχαιότητα (Μακεδονικοί τάφοι με ελληνικές επιγραφές, παλαιοχριστιανικοί ναοί κλπ) και σημαντικό πολιτισμό (καταγωγή της οικογένειας Χριστομάνου), το τότε σλάβικο όνομα του οποίου υποβλήθηκε σε εξελληνισμό και σήμερα αποκαλείτε Πύργοι, συστέγαζε αρμονικά διωγμένους όχι μόνο ενός είδους: Αρκετούς μικρασιάτες πρόσφυγες που το καναν κεφαλοχώρι και λίγους σλαβομακεδόνες, που όλοι μαζί το ανέδειξαν με την αντίσταση τους στον κατακτητή στο περήφανο ανταρτοχώρι της περιοχής. Κάρφος στο μάτι φρονοβλαβών δοσίλογων στυλ Πούλιου αλλά κι αφιονισμένων γκεσταπιτών, γνώρισε ίσως ένα από τα πλέον βάρβαρα ολοκαυτώματα στην Ευρώπη. Ολοκαύτωμα που όμως δεν έτυχε ποτέ αντίστοιχης με την σημασία του ιστορικής αναφοράς, για λόγους που δεν είναι του παρόντος κειμένου αλλά σχετίζονται γενικά με τους τρόπους ξεπλύματος του δοσιλογισμού (κι άρα και του ναζισμού) και ειδικά με τους τρόπους πρόσληψης του “άλλου” ή του “απόμακρου δικού” στον χώρο της Μακεδονίας, στο μετεμφυλιακό ελληνικό μόρφωμα.
Στην περίπτωση της Καστράνιτσας (όπως και του Χορτιάτη με τους βιασμούς και τα ξεκοιλιάσματα εγκύων) δεν έχουμε τον συνήθη, τακτικό στρατό που εκτελεί ομαδικά, αλλά, (προάγγελμα ενός σπαρακτικού εμφύλιου όπου τα πάθη εκδηλώνονται “Μεσογειακά”) ένα τετραήμερο όργιο σαδισμού που οδήγησε τελικά στο ανείπωτο.

Συνεχίζει ο Τασιώνης: Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους παίρνοντας μαζί τους ότι προλάβαιναν με κατεύθυνση το βουνό... Οι πυροβολισμοί που ακούγονταν μέσα στο χωριό δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις τους. Πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, έμπαιναν μέσα στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρισκόταν το Νεκροταφείο της συνοικίας αυτής. /.../ Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους βάλανε στη σειρά κι έστησαν μπροστά τους τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε. Μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο, δεν έλειψαν κι εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια. Όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες, ξεχύθηκαν προς το παρακείμενο ρεύμα και τους λόφους. Η φωτιά των πολυβόλων δεν τους άφησε να ζήσουν για πολύ./.../
Στις 26 του Απρίλη, μέρα Τετάρτη, αποφασίσαμε να κατεβούμε πιο χαμηλά, με την ελπίδα πως θα βρίσκαμε μέσα στις ρεματιές γυναικόπαιδα της απάνω συνοικίας, που θα είχαν πάρει μαζί τους ψωμί. Ίσως μας έδιναν λίγο. Τέσσερες μέρες είχαμε να βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας. Πραγματικά συναντήσαμε κάμποσους συγχωριανούς. Εκεί πληροφορηθήκαμε ότι το ίδιο το πρωί οι Γερμανοί είχαν ξετρυπώσει σ' άλλο σημείο της ρεματιάς καμιά διακοσαριά συντοπίτες και τους πήραν μαζί τους στο χωριό.Δεν ξέραμε ακόμα τι φοβερή μοίρα τους περίμενε.
Σύμφωνα με μαρτυρία της μικρής τότε Κατίνας Τουφεξή, από τα ελάχιστα παιδιά που διασώθηκαν, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Και πώς όχι; Η εκκλησία του χωριού (και πιο συγκεκριμένα οι αχυρώνες κάτω από την Εκκλησία της Μεταμόρφωσης) μετράπηκε σε κλίβανο, σ' ένα φριχτό φούρνο, που έκαψε ζωντανούς τους έγκλειστους, άνδρες γυναίκες, παιδιά και μωρά γεννημένα κι αγέννητα. Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς. Ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος αγγίζοντας τους 400. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων. Το 1951 που μετρήθηκαν βρέθηκαν μόνον 978, πολλοί λίγοι, αφού γύρω στους 1000, τραυματισμένοι ψυχικά και διωγμένοι κοινωνικά, έλειπαν και οι πιο πολλοί δεν εντοπίστηκαν ποτέ. Κι αν προσθέσουμε σ αυτούς και τα θύματα του διπλανού Μεσόβουνου...
Κι όμως! Ακόμη και στην κόλαση υπήρξαν ρωγμές μιας ξεχασμένης ανθρώπινης φύσης, έτοιμη να φυτρώσει ρωμαλέα στην άκαιρη κι όμως πολύτιμη ελπίδα της στα πιο άγρια μέρη από το πουθενά: Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού τούς πρόδωσε. Ο Γερμανός στρατιώτης που τους ξετρύπωσε, αντί να τους εκτελέσει με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να πνίξουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες Ες από τα κλάματά του. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια έπειτα από πολλές περιπέτειες σώθηκε. Μέσα στη βαρβαρότητα του πολέμου και μια στάλα φωτός, ένα χέρι που απλώθηκε για να απονείμει ζωή, όχι θάνατο. Και μάλιστα θηριώδη θάνατο.
  
Το σκοτάδι, όπως η νυχτερίδα, αντιπαλεύει το Φως: οι Γερμανοί παίρνουν την Δασκάλα, την Αναστασία Σιούλη, και τον Κώστα Βερβέρη, τους 2 “διανοούμενους” τπυ χωριού, και τους υποχρεώνουν, σε μια σημειολογία διαρκώς επανερχόμενης βαρβαρότητας, να σκάψουν τον τάφο τους με τα ίδια τους τα χέρια!
  
Και το υπόλοιπο χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Καταστράφηκε, ερειπώθηκε, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα. Δεν απέμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με τα σαχνισιά που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών από παρακείμενο χωριό λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών. Η ύβρις όμως  -με την αρχαιοελληνική της σημασία- επισημαίνει ο τραγικός μάρτυρας, ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Επειτα από δέκα μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια του κατακτητή σαν μια συλλογική Αντιγόνη, δειλά δειλά επέστρεψαν οι λίγοι επιζήσαντες που ειχαν βρεθεί στην Πτολεμαίδα, για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον να θάψουν ότι θύμιζε ανθρώπινο σώμα.
Καστράνιτσα (πια Πύργοι) 70 χρόνια μετά
Ο  Χάρμουντ Πούτιγκαμ, Γερμανός αντιφασίστας, από το σύλλογο «Διάλογος» της Βρέμης, σκύβει και ζητά συγγνώμη μπροστά στο μνημείο για τα θύματα των ναζιστών στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Ο Μπρεχτ γρατσουνάει με το βαθύ νύχι της Μνήμης την επιφανειακή ευμάρεια των προηγούμενων καιρών που αποσύρεται όσο και να πεις, όσο πάει: “Ποιος κυβερνάει στ αλήθεια εκεί κάτω; ρώτησαν τον ταξιδιώτη του Γ Ράιχ. Κι εκείνος αποκρίθηκε: Ο Τρόμος...”

Μπορεί ο καιρός, σαν ήλιος και σαν σύνννεφο, να πέρασε πάνω από την εύφορη γη του τόπου, και να γεννήθηκαν πάλι τα περίφημα σ όλη την Ελλάδα κατακόκκινα μήλα και τα κεράσια, μπορεί η ΔΕΗ να κράτησε κατοίκους και ν ανέβασε το βιωτικό επίπεδο σε μια ακριτική εσχατιά,  αλλά σ αυτό βοήθησε κι ο ανειρήνευτος αγώνας των ειρηνικών καιρών. Αφού, όπως έγραψε ο Στάθης Ταξίδης στην Έντυπη Ελευθεροτυπία “έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και ντόπιοι τα τραγούδια τους και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ' έναν μαντίλ' δεμένα».

“Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους πότισε την αιματοβαμμένη τους γη, την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Και η γη τους έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων κατοίκων με ελπίδα για ζωή.”
«Σου γράφω όπως μου ζήτησες ότι κρατάω στη μνήμη μου από την τραγωδία του χωριού μας” έγραψε ο Μανώλης Τασιώνης, ένα από τα παιδάκια που επέζησαν 70 χρόνια πριν, περιπλανώμενα μέσα στο πυκνό μακεδονικό δάσος. Κι η μνήμη κι η τραγωδία του χωριού του, κοινή Πaτρίδα είτε στο μαρτυρικό Δοξάτο της Δράμας (άλλη αποσιωπημένη ιστορία...) είτε στα μαρτυρικά Καλάβρυτα και στο Βιάνο, είτε στο Lidice και στο Ghetto της Βαρσοβίας, έχει μονάχα μια Προσταγή που ξαναγυρνά σαν Ερινύα από Φως για να φοβίζει τις Νυχτερίδες των Καιρών μας, που δολοφονούν είτε με μαχαίρια είτε με οικονομικούς πολέμους, όλους κι όλες εμάς που όλο και πιο πολύ περισσεύουμε: Να Μην Ξεχάσουμε. Δηλαδή Να Μην Παραδοθούμε...

πηγή: tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου