Σαν σήμερα, 19 Ιουλίου, γεννήθηκε ο
ποιητής που σημάδεψε με τη ζωή και το τέλος του την πρώτη απόπειρα του
ανθρώπου να φτάσει στον ουρανό.
Κι ας είναι τα χέρια στο ξύλο καρφωμένα
Μόνο βαλς μουρμουρίζεις στο σταυρό
Γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Γεωργίας, το Μπαγντάντι. Πατέρας, μητέρα, δύο αδελφές. Μια κάποια άνεση και ελευθερία και καλλιτεχνική κλίση. Ο πατέρας υπάλληλος στο δασαρχείο. Η μεγάλη αδελφή σπουδάζει στη Μόσχα. Εκεί μετακομίζει η οικογένεια μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα από μια μόλυνση. Σε μικρή ηλικία ο Μαγιακόφσκι καταπιάνεται με τη ζωγραφική και έχει πραγματικό ταλέντο.
Στα πρώτα του χρόνια στη Μόσχα, γράφει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (Ο Μαγιακόφσκι. Τα εύκολα και τα δύσκολα. Ελληνικά Γράμματα 2000), τρεις χάριτες τον διεκδικούν: η επαναστατική παρανομία, η ζωγραφική και η ποίηση. Τον κερδίζει η ποίηση. Σε πολύ μικρή ηλικία οργανώνεται στο παράνομο τότε Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. Συλλαμβάνεται τρεις φορές και μένει έναν χρόνο στη φυλακή. Αλλά πολύ νωρίς αποφασίζει ότι δεν θα είναι μέλος του κόμματος, θα είναι με την επανάσταση ως το τέλος και θα βοηθά με χειρωνακτική και πνευματική δουλειά, με την τέχνη του, τους στίχους του, τα σκίτσα του.
Ο Αϊζενστάιν έγραψε στο ημερολόγιό του για τον Μαγιακόφσκι: «Ήταν σαν ένας ογκόλιθος στον δρόμο όλων εκείνων που επιβουλεύονταν την ιερή υπόθεση του κομμουνισμού. (…) Έπρεπε να τον βγάλουν απ' τη μέση. Και τον έβγαλαν… Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο με τα ίδια του τα χέρια, είν' η πιο φρικτή μορφή ανθρωποκτονίας». (Σερένα Βιτάλε, Ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό. Καστανιώτης 2017, σελ. 124-125)
Δεν αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι για μια γυναίκα που τον απέρριψε αλλά για μια σειρά λόγους που έκαναν την αγάπη να τσακιστεί πάνω στα βράχια της καθημερινότητας. Αυτός που περιφρόνησε όλα τα ύψη (Έι, ουρανέ, βγάλ' το καπέλο σου, εγώ περνάω) έφτασε να κλειστεί στη φωνή ενός μικρού κουταβιού που ζητάει αγάπη. Δεν ήταν θέμα ψυχολογικό, δεν ήταν η ατυχία στον έρωτα. Ήταν η αδυναμία να επικοινωνήσει με τη νέα πραγματικότητα – ήδη από το 1923 διαφωνεί, βλέπει πράγματα που δεν του πάνε, απομονώνεται, συγκρούεται. Η πορεία του στην αγάπη είναι μια πορεία που ακολουθεί την τροχιά της πολιτικής του απογοήτευσης. Αυτή η απογοήτευση και η διαμαρτυρία είναι ορατή σε όλα τα έργα από το 1923 και μετά.
Ιούλιος 1915
Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του, γράφει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα: Ιούλιος του 1915, όταν γνωρίζει τον Όσιπ και τη Λίλια Μπρικ στο σπίτι τους. Είναι τόσο νέοι όλοι τους: 22 χρονών εκείνος, στα 24 η Λίλια και 27 ο Όσιπ. Τους διαβάζει χαμηλόφωνα το Σύννεφο με παντελόνια και μένουν όλοι άφωνοι. «Ακόμα και αν δεν γράψει ούτε έναν στίχο ακόμα, θα παραμείνει μεγάλος ποιητής» λέει ο Όσιπ και αποφασίζει να αναλάβει την έκδοση του ποιήματος. «Μπορώ να σας το αφιερώσω;» ρωτάει εκείνη. Εκείνη δέχεται. Τον δέχονται. Θα ζήσουν από τότε μαζί για 15 χρόνια.
«Μην ανησυχείτε για μένα, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια», είπε μια φορά σε μια γυναίκα που ταξίδευε μαζί του με το τρένο, για να ξεφοβηθεί από την πολύ κοντινή απόσταση στην οποία ήταν αναγκασμένη να τον έχει. Αυτή η φράση, αυθόρμητη ή προετοιμασμένη, ποιος ξέρει, έδωσε τον τίτλο στο ποίημα.
Το ποίημα είναι αφιερωμένο στη Λίλια εκ των υστέρων. Είναι γραμμένο όμως για τη Μαρία της Οδησσού, έναν έρωτα που έμεινε ανεκπλήρωτος: είπε θα 'ρθει στις τέσσερις. Οχτώ, εννιά, δέκα... Η Μαρία έρχεται αργά και ενημερώνει τον φίλο της ότι πρόκειται να παντρευτεί. Ο πόνος του έρωτα είναι ένα βασικό μοτίβο του ποιήματος και της κατοπινής δημιουργίας
Ποτέ η καρδιά μου δεν έφτασε ως το Μάη
Μόνο εκατόν τόσοι Απρίληδες υπήρξανε
Παντοδύναμε,
καλά έφτιαξες τα χέρια
μας έδωσες κεφάλι, κάτω άκρα,
δεν μπορούσες να μας κάνεις, χωρίς πόνο,
να φιλάμε, να φιλάμε, να φιλάμε;
Τρία χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, η Λίλια ανακοινώνει στον σύζυγό της ότι αγαπιούνται με τον Μαγιακόφσκι. Ωστόσο, του τονίζει, αν αυτό τον κάνει να υποφέρει, θα τον εγκαταλείψει. Αυτός της ζητά να μείνει με τον Μαγιακόφσκι αλλά να μη χωρίσουν οι δυο τους. Δεν υπήρχε κανένα ερωτικό τρίγωνο, γράφει η Λίλια στα απομνημονεύματά της. Ένα χρόνο πριν γνωριστούνε με τον Μαγιακόφσκι η συζυγική σχέση με τον άντρα της είχε περιοριστεί στην κοινή στέγαση. Είχαν αποκτήσει και οι δυο την ελευθερία τους. Συνέχισαν να μένουν στο ίδιο σπίτι και με τον Μαγιακόφσκι κι όταν η δική τους σχέση είχε λήξει. Φυσικά, τα απομνημονεύματα δεν λένε όλη την αλήθεια, καθώς η ζωντανή πραγματικότητα χωρούσε κι άλλα σχήματα από αυτά που επικράτησαν μερικά χρόνια μετά, σχήματα τυπικά, αυστηρά τακτοποιημένα.
Ο Μαγιακόφσκι διάβαζε το βιβλίο του Τσερνισέφσκι «Τι να κάνουμε» το οποίο είχε επηρεάσει την προεπαναστατική Ρωσία περισσότερο και από τα βιβλία του Μαρξ. (Εξαιρετική έκδοση στα ελληνικά, πρόσφατα, από τις εκδόσεις Τόπος.) Προσπαθούσε να καταλάβει πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς τα κατώτερα αισθήματα όπως η ζήλια, πώς θα μπορούσε να είναι η κοινή ζωή, μια ζωή γεμάτη χαρές, κοινωνική συναναστροφή και φίλους, όπου το ερωτικό αίσθημα δεν θα σχετίζεται με την περικύκλωση της ατομικής ιδιοκτησίας και της οικογένειας, αλλά με την εξύψωση του ανθρώπου στην επιδίωξη μιας επιλεγμένης διευρυμένης οικογένειας φίλων και συντρόφων που στρατεύονται στην υπόθεση ενός μεγάλου κοινωνικού απελευθερωτικού σκοπού.
Ο Μαγιακόφσκι καλλιτεχνικά κάνει το άλμα υπό την επήρρεια του έρωτά του για τη Λίλια, και της δυνατής φιλίας του με τον Όσιπ. Οι τρεις τους κατακτούν ένα υψηλό επίπεδο συντροφικότητας, ζουν μαζί για δεκαπέντε χρόνια, ζουν για τον ίδιο σκοπό. Αν και οι ευαισθησίες διαφέρουν, και οι εποχές αλλάζουν πολύ γρήγορα και δημιουργούν εντάσεις, διαπάλη. Τον Μαγιακόφσκι απασχολεί έντονα το βύθισμα στην καθημερινότητα, αυτό που στα ρωσικά ονομάζεται μπιτ, στις ανέσεις και τις χαρές μιας μικρής ζωής χωρίς νόημα. Εκεί σκοτώνονται κυριολεκτικά με τη Λίλια. Αυτή φαίνεται να θέτει όρους μιας συμβίωσης που εκείνος θεωρεί εξωφρενικά καταπιεστικούς, στενούς για το μπόι και για τις επιδιώξεις του.
Η Λίλια τον ζορίζει. Είναι μια γυναίκα φοβερά δυναμική. Αυτός είναι πολύ αδύναμος μπροστά της. Αλλά ο Μαγιακόφσκι αρρωσταίνει όταν βλέπει να λιγοστεύουν γύρω του οι φίλοι, να αυξάνονται οι προφέσορες, οι επιθέσεις και οι προσβολές. Τότε ο έρωτας δεν είναι πια χαρά, δημιουργική δύναμη για μια ζωή με φίλους και συντρόφους. Αλλά αδιέξοδο, καταφυγή, δραματική φυγή από μια ζωή όλο και πιο ψυχοφθόρα.
Καταφεύγει στον έρωτα μιας Γαλλίδας η οποία δεν τον ακολουθεί στη Ρωσία, προτιμά μια άνετη ζωή και τελικά παντρεύεται έναν ευκατάστατο υποκόμη.
Κάνε ό,τι θες
Εγώ μια μέρα θα σε πάρω
Είτε μονάχη σου είτε μαζί με το Παρίσι
Καταφεύγει τέλος στον έρωτα μιας νεαρής ηθοποιού η οποία αρνείται να εγκαταλείψει τον άντρα της για τον απομονωμένο και μανιακό ποιητή που της κάνει τη ζωή δύσκολη. Και ο Μαγιακόφσκι, καταπτοημένος, την κάνει μάρτυρα της αυτοκτονίας του. Εχει προηγούμενως ζητήσει την άδειά της να την αναφέρει σε ένα γράμμα του προς την κυβέρνηση.
Οικογένειά μου είναι η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές μου και η Βερονίκα Βιτόλντοβνα Πολόνσκαγια.
Εκατό χρόνια μετά
Ο χρόνος άνοιξε το διασκελισμό του στην εποχή του Μαγιακόφσκι. Η επανάσταση έτρεξε, άλλαξε, έφερε τα πάνω κάτω στις σχέσεις των ανθρώπων, όμως δεν άντεξε. Ένας καινούργιος κομφορμισμός πήρε το πάνω χέρι, ένα νέο καθεστώς εγκαθιδρύθηκε ψαλιδίζοντας την καλλιτεχνική έκφραση, την ελευθερία των ανθρώπων. Το νέο μπιτ, η καλοπέραση των γραφειοκρατών και των διανοουμένων της νέας εξουσίας έγινε ο κανόνας. Η αυτοθυσία και η προσφορά, η εξαίρεση.
Ο Μαγιακόφσκι δεν άντεξε αυτή τη νέα εποχή. Δεν ήταν γεννημένος για να κάνει ένα όμορφο νοικοκυριό, να φτιάξει ένα άνετο σπίτι και να ζήσει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Δεν ήταν γι' αυτό. Η επανάστασή του δεν ήταν γι' αυτό. Διάλεξε την ποίηση για να μπορέσει να ανοίξει καινούργιους δρόμους μέσα στον κόσμο, για να διασχίσει μονάκριβα την εποχή του. Για να βρει τους φίλους και τους συντρόφους του, που θα γκρεμίσουν τη θρησκεία, το καθεστώς, την τέχνη και τον έρωτα που τους στερούν την ελευθερία και τη χαρά.
Όπως η επανάσταση του Οκτώβρη σταδιακά έχανε την απελευθερωτική της δύναμη, έτσι και ο Μαγιακόφσκι, ο κατεξοχήν ποιητής της, σταδιακά εξασθενούσε, αποδυναμωνόταν, δεν έβρισκε τη φωνή του, δεν έβρισκε τους δικούς του ανθρώπους γύρω του, γι' αυτό στα ποιήματα της τελευταίας περιόδου επικαλείται τους συντρόφους του μέλλοντος, και σ' αυτούς θέλει να δώσει λόγο.
Εκατό χρόνια μετά, σ' εμάς μιλάει, μ' εμάς θέλει να συνομιλήσει ο Μαγιακόφσκι. Τον ακούμε; Τον διαβάζουμε; Πώς τον διαβάζουμε; Η λογοτεχνία δεν είναι μυθιστορήματα, η ποίηση δεν είναι στιχάκια. Μας δείχνουν δρόμους να καταλάβουμε τον εαυτό μας, την εποχή μας, τη ζωή. Μας δίνουν δύναμη και έμπνευση να αλλάξουμε τον εαυτό μας, την εποχή μας, τη ζωή μας. Αν διαβάζουμε τον Μαγιακόφσκι σαν μια φωνή νεκρή, περασμένη, πένθιμη στους αιώνες, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αδικούμε τον ποιητή, όταν δεν έχουμε σήμερα μια καλή μετάφραση του «Σύννεφου» στα ελληνικά, στα νέα, στα δικά μας ελληνικά. Μόνο κάτι αποσπάσματα μετέφρασε ο Ρίτσος, έκδοση του Κέδρου που κυκλοφορεί ακόμα, με συγκλονιστικό πρόλογο, μα γλώσσα παλιά, ξεπερασμένη στο ποίημα, που και πάλι είναι λειψό.
Τον Μαγιακόφσκι να τον καταλάβουμε, την ορμή του να την κάνουμε δική μας ορμή, να βάλουμε τον πήχη εκεί που αναλογεί. Τίποτα λιγότερο απ' αυτό. Γιατί ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν απλά ένα ταλαντούχο παιδί μιας οικογένειας καλλιεργημένων ανθρώπων της εποχής του. Είναι πρόγονος της δικής μας οικογένειας, δικός μας φίλος και σύντροφος, αν θέλουμε να τα βάλουμε στα σοβαρά με την εξουσία, που δεν έχει μόνο τα μνημόνια, έχει την τέχνη, το Θεό και τον έρωτα για να υποτάσσει, να ελέγχει, να επιβάλλεται.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
πηγή: kommon.gr
Κι ας είναι τα χέρια στο ξύλο καρφωμένα
Μόνο βαλς μουρμουρίζεις στο σταυρό
Γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Γεωργίας, το Μπαγντάντι. Πατέρας, μητέρα, δύο αδελφές. Μια κάποια άνεση και ελευθερία και καλλιτεχνική κλίση. Ο πατέρας υπάλληλος στο δασαρχείο. Η μεγάλη αδελφή σπουδάζει στη Μόσχα. Εκεί μετακομίζει η οικογένεια μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα από μια μόλυνση. Σε μικρή ηλικία ο Μαγιακόφσκι καταπιάνεται με τη ζωγραφική και έχει πραγματικό ταλέντο.
Στα πρώτα του χρόνια στη Μόσχα, γράφει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (Ο Μαγιακόφσκι. Τα εύκολα και τα δύσκολα. Ελληνικά Γράμματα 2000), τρεις χάριτες τον διεκδικούν: η επαναστατική παρανομία, η ζωγραφική και η ποίηση. Τον κερδίζει η ποίηση. Σε πολύ μικρή ηλικία οργανώνεται στο παράνομο τότε Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα. Συλλαμβάνεται τρεις φορές και μένει έναν χρόνο στη φυλακή. Αλλά πολύ νωρίς αποφασίζει ότι δεν θα είναι μέλος του κόμματος, θα είναι με την επανάσταση ως το τέλος και θα βοηθά με χειρωνακτική και πνευματική δουλειά, με την τέχνη του, τους στίχους του, τα σκίτσα του.
Ο Αϊζενστάιν έγραψε στο ημερολόγιό του για τον Μαγιακόφσκι: «Ήταν σαν ένας ογκόλιθος στον δρόμο όλων εκείνων που επιβουλεύονταν την ιερή υπόθεση του κομμουνισμού. (…) Έπρεπε να τον βγάλουν απ' τη μέση. Και τον έβγαλαν… Το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο με τα ίδια του τα χέρια, είν' η πιο φρικτή μορφή ανθρωποκτονίας». (Σερένα Βιτάλε, Ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό. Καστανιώτης 2017, σελ. 124-125)
Δεν αυτοκτόνησε ο Μαγιακόφσκι για μια γυναίκα που τον απέρριψε αλλά για μια σειρά λόγους που έκαναν την αγάπη να τσακιστεί πάνω στα βράχια της καθημερινότητας. Αυτός που περιφρόνησε όλα τα ύψη (Έι, ουρανέ, βγάλ' το καπέλο σου, εγώ περνάω) έφτασε να κλειστεί στη φωνή ενός μικρού κουταβιού που ζητάει αγάπη. Δεν ήταν θέμα ψυχολογικό, δεν ήταν η ατυχία στον έρωτα. Ήταν η αδυναμία να επικοινωνήσει με τη νέα πραγματικότητα – ήδη από το 1923 διαφωνεί, βλέπει πράγματα που δεν του πάνε, απομονώνεται, συγκρούεται. Η πορεία του στην αγάπη είναι μια πορεία που ακολουθεί την τροχιά της πολιτικής του απογοήτευσης. Αυτή η απογοήτευση και η διαμαρτυρία είναι ορατή σε όλα τα έργα από το 1923 και μετά.
Ιούλιος 1915
Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του, γράφει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα: Ιούλιος του 1915, όταν γνωρίζει τον Όσιπ και τη Λίλια Μπρικ στο σπίτι τους. Είναι τόσο νέοι όλοι τους: 22 χρονών εκείνος, στα 24 η Λίλια και 27 ο Όσιπ. Τους διαβάζει χαμηλόφωνα το Σύννεφο με παντελόνια και μένουν όλοι άφωνοι. «Ακόμα και αν δεν γράψει ούτε έναν στίχο ακόμα, θα παραμείνει μεγάλος ποιητής» λέει ο Όσιπ και αποφασίζει να αναλάβει την έκδοση του ποιήματος. «Μπορώ να σας το αφιερώσω;» ρωτάει εκείνη. Εκείνη δέχεται. Τον δέχονται. Θα ζήσουν από τότε μαζί για 15 χρόνια.
«Μην ανησυχείτε για μένα, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια», είπε μια φορά σε μια γυναίκα που ταξίδευε μαζί του με το τρένο, για να ξεφοβηθεί από την πολύ κοντινή απόσταση στην οποία ήταν αναγκασμένη να τον έχει. Αυτή η φράση, αυθόρμητη ή προετοιμασμένη, ποιος ξέρει, έδωσε τον τίτλο στο ποίημα.
Το ποίημα είναι αφιερωμένο στη Λίλια εκ των υστέρων. Είναι γραμμένο όμως για τη Μαρία της Οδησσού, έναν έρωτα που έμεινε ανεκπλήρωτος: είπε θα 'ρθει στις τέσσερις. Οχτώ, εννιά, δέκα... Η Μαρία έρχεται αργά και ενημερώνει τον φίλο της ότι πρόκειται να παντρευτεί. Ο πόνος του έρωτα είναι ένα βασικό μοτίβο του ποιήματος και της κατοπινής δημιουργίας
Ποτέ η καρδιά μου δεν έφτασε ως το Μάη
Μόνο εκατόν τόσοι Απρίληδες υπήρξανε
Παντοδύναμε,
καλά έφτιαξες τα χέρια
μας έδωσες κεφάλι, κάτω άκρα,
δεν μπορούσες να μας κάνεις, χωρίς πόνο,
να φιλάμε, να φιλάμε, να φιλάμε;
Τρία χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, η Λίλια ανακοινώνει στον σύζυγό της ότι αγαπιούνται με τον Μαγιακόφσκι. Ωστόσο, του τονίζει, αν αυτό τον κάνει να υποφέρει, θα τον εγκαταλείψει. Αυτός της ζητά να μείνει με τον Μαγιακόφσκι αλλά να μη χωρίσουν οι δυο τους. Δεν υπήρχε κανένα ερωτικό τρίγωνο, γράφει η Λίλια στα απομνημονεύματά της. Ένα χρόνο πριν γνωριστούνε με τον Μαγιακόφσκι η συζυγική σχέση με τον άντρα της είχε περιοριστεί στην κοινή στέγαση. Είχαν αποκτήσει και οι δυο την ελευθερία τους. Συνέχισαν να μένουν στο ίδιο σπίτι και με τον Μαγιακόφσκι κι όταν η δική τους σχέση είχε λήξει. Φυσικά, τα απομνημονεύματα δεν λένε όλη την αλήθεια, καθώς η ζωντανή πραγματικότητα χωρούσε κι άλλα σχήματα από αυτά που επικράτησαν μερικά χρόνια μετά, σχήματα τυπικά, αυστηρά τακτοποιημένα.
Ο Μαγιακόφσκι διάβαζε το βιβλίο του Τσερνισέφσκι «Τι να κάνουμε» το οποίο είχε επηρεάσει την προεπαναστατική Ρωσία περισσότερο και από τα βιβλία του Μαρξ. (Εξαιρετική έκδοση στα ελληνικά, πρόσφατα, από τις εκδόσεις Τόπος.) Προσπαθούσε να καταλάβει πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς τα κατώτερα αισθήματα όπως η ζήλια, πώς θα μπορούσε να είναι η κοινή ζωή, μια ζωή γεμάτη χαρές, κοινωνική συναναστροφή και φίλους, όπου το ερωτικό αίσθημα δεν θα σχετίζεται με την περικύκλωση της ατομικής ιδιοκτησίας και της οικογένειας, αλλά με την εξύψωση του ανθρώπου στην επιδίωξη μιας επιλεγμένης διευρυμένης οικογένειας φίλων και συντρόφων που στρατεύονται στην υπόθεση ενός μεγάλου κοινωνικού απελευθερωτικού σκοπού.
Ο Μαγιακόφσκι καλλιτεχνικά κάνει το άλμα υπό την επήρρεια του έρωτά του για τη Λίλια, και της δυνατής φιλίας του με τον Όσιπ. Οι τρεις τους κατακτούν ένα υψηλό επίπεδο συντροφικότητας, ζουν μαζί για δεκαπέντε χρόνια, ζουν για τον ίδιο σκοπό. Αν και οι ευαισθησίες διαφέρουν, και οι εποχές αλλάζουν πολύ γρήγορα και δημιουργούν εντάσεις, διαπάλη. Τον Μαγιακόφσκι απασχολεί έντονα το βύθισμα στην καθημερινότητα, αυτό που στα ρωσικά ονομάζεται μπιτ, στις ανέσεις και τις χαρές μιας μικρής ζωής χωρίς νόημα. Εκεί σκοτώνονται κυριολεκτικά με τη Λίλια. Αυτή φαίνεται να θέτει όρους μιας συμβίωσης που εκείνος θεωρεί εξωφρενικά καταπιεστικούς, στενούς για το μπόι και για τις επιδιώξεις του.
Η Λίλια τον ζορίζει. Είναι μια γυναίκα φοβερά δυναμική. Αυτός είναι πολύ αδύναμος μπροστά της. Αλλά ο Μαγιακόφσκι αρρωσταίνει όταν βλέπει να λιγοστεύουν γύρω του οι φίλοι, να αυξάνονται οι προφέσορες, οι επιθέσεις και οι προσβολές. Τότε ο έρωτας δεν είναι πια χαρά, δημιουργική δύναμη για μια ζωή με φίλους και συντρόφους. Αλλά αδιέξοδο, καταφυγή, δραματική φυγή από μια ζωή όλο και πιο ψυχοφθόρα.
Καταφεύγει στον έρωτα μιας Γαλλίδας η οποία δεν τον ακολουθεί στη Ρωσία, προτιμά μια άνετη ζωή και τελικά παντρεύεται έναν ευκατάστατο υποκόμη.
Κάνε ό,τι θες
Εγώ μια μέρα θα σε πάρω
Είτε μονάχη σου είτε μαζί με το Παρίσι
Καταφεύγει τέλος στον έρωτα μιας νεαρής ηθοποιού η οποία αρνείται να εγκαταλείψει τον άντρα της για τον απομονωμένο και μανιακό ποιητή που της κάνει τη ζωή δύσκολη. Και ο Μαγιακόφσκι, καταπτοημένος, την κάνει μάρτυρα της αυτοκτονίας του. Εχει προηγούμενως ζητήσει την άδειά της να την αναφέρει σε ένα γράμμα του προς την κυβέρνηση.
Οικογένειά μου είναι η Λίλια Μπρικ, η μητέρα, οι αδελφές μου και η Βερονίκα Βιτόλντοβνα Πολόνσκαγια.
Εκατό χρόνια μετά
Ο χρόνος άνοιξε το διασκελισμό του στην εποχή του Μαγιακόφσκι. Η επανάσταση έτρεξε, άλλαξε, έφερε τα πάνω κάτω στις σχέσεις των ανθρώπων, όμως δεν άντεξε. Ένας καινούργιος κομφορμισμός πήρε το πάνω χέρι, ένα νέο καθεστώς εγκαθιδρύθηκε ψαλιδίζοντας την καλλιτεχνική έκφραση, την ελευθερία των ανθρώπων. Το νέο μπιτ, η καλοπέραση των γραφειοκρατών και των διανοουμένων της νέας εξουσίας έγινε ο κανόνας. Η αυτοθυσία και η προσφορά, η εξαίρεση.
Ο Μαγιακόφσκι δεν άντεξε αυτή τη νέα εποχή. Δεν ήταν γεννημένος για να κάνει ένα όμορφο νοικοκυριό, να φτιάξει ένα άνετο σπίτι και να ζήσει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Δεν ήταν γι' αυτό. Η επανάστασή του δεν ήταν γι' αυτό. Διάλεξε την ποίηση για να μπορέσει να ανοίξει καινούργιους δρόμους μέσα στον κόσμο, για να διασχίσει μονάκριβα την εποχή του. Για να βρει τους φίλους και τους συντρόφους του, που θα γκρεμίσουν τη θρησκεία, το καθεστώς, την τέχνη και τον έρωτα που τους στερούν την ελευθερία και τη χαρά.
Όπως η επανάσταση του Οκτώβρη σταδιακά έχανε την απελευθερωτική της δύναμη, έτσι και ο Μαγιακόφσκι, ο κατεξοχήν ποιητής της, σταδιακά εξασθενούσε, αποδυναμωνόταν, δεν έβρισκε τη φωνή του, δεν έβρισκε τους δικούς του ανθρώπους γύρω του, γι' αυτό στα ποιήματα της τελευταίας περιόδου επικαλείται τους συντρόφους του μέλλοντος, και σ' αυτούς θέλει να δώσει λόγο.
Εκατό χρόνια μετά, σ' εμάς μιλάει, μ' εμάς θέλει να συνομιλήσει ο Μαγιακόφσκι. Τον ακούμε; Τον διαβάζουμε; Πώς τον διαβάζουμε; Η λογοτεχνία δεν είναι μυθιστορήματα, η ποίηση δεν είναι στιχάκια. Μας δείχνουν δρόμους να καταλάβουμε τον εαυτό μας, την εποχή μας, τη ζωή. Μας δίνουν δύναμη και έμπνευση να αλλάξουμε τον εαυτό μας, την εποχή μας, τη ζωή μας. Αν διαβάζουμε τον Μαγιακόφσκι σαν μια φωνή νεκρή, περασμένη, πένθιμη στους αιώνες, δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αδικούμε τον ποιητή, όταν δεν έχουμε σήμερα μια καλή μετάφραση του «Σύννεφου» στα ελληνικά, στα νέα, στα δικά μας ελληνικά. Μόνο κάτι αποσπάσματα μετέφρασε ο Ρίτσος, έκδοση του Κέδρου που κυκλοφορεί ακόμα, με συγκλονιστικό πρόλογο, μα γλώσσα παλιά, ξεπερασμένη στο ποίημα, που και πάλι είναι λειψό.
Τον Μαγιακόφσκι να τον καταλάβουμε, την ορμή του να την κάνουμε δική μας ορμή, να βάλουμε τον πήχη εκεί που αναλογεί. Τίποτα λιγότερο απ' αυτό. Γιατί ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν απλά ένα ταλαντούχο παιδί μιας οικογένειας καλλιεργημένων ανθρώπων της εποχής του. Είναι πρόγονος της δικής μας οικογένειας, δικός μας φίλος και σύντροφος, αν θέλουμε να τα βάλουμε στα σοβαρά με την εξουσία, που δεν έχει μόνο τα μνημόνια, έχει την τέχνη, το Θεό και τον έρωτα για να υποτάσσει, να ελέγχει, να επιβάλλεται.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
πηγή: kommon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου