Σχολιάζοντας τις ιταλικές εκλογές, το αποτέλεσμά τους και τις μετεκλογικές πολιτικές συνθήκες, ας ξεκινήσουμε από τα ασήμαντα. Οι δυο στις τρεις «μούρες» της ιταλικής αστικής πολιτικής στραπατσαρίστηκαν άγρια. Η «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι, είδε την πλάτη της «Λέγκα του Βορρά» (Λέγκα 17,6%, Φόρτσα 14%) και ο «καβαλιέρε» εξαφανίστηκε από προσώπου γης, διαβάζοντας τα ηγετικά «τιτιβίσματα» του ηγέτη της «Λέγκα» Ματέο Σαλβίνι και ακούγοντάς τον να ζητά την πρωθυπουργία. Ολοι πλέον τον θεωρούν οριστικά «τελειωμένο». Προσπάθησε να γίνει ο… Κώστας Βουτσάς της ιταλικής πολιτικής αλλά αποδείχτηκε… «τζούφιος».
Ο «ευρωπαίος Ομπάμα» (τρομάρα του) Ματέο Ρέντσι είδε το «Δημοκρατικό Κόμμα» να καταγράφει ιστορικό χαμηλό με 18,8%, παίρνοντας το αρνητικό ρεκόρ που κατείχε ο… μετακομμουνιστής Ακίλε Οκέτο από το μακρινό 1994 (20,3%). Υπέβαλε κι αυτός την παραίτησή του, αλλά ελάχιστοι πίστεψαν ότι το εννοεί. Το είχε ξανακάνει και επανήλθε, προκαλώντας μια ακόμα διάσπαση του «ΔΚ» (η διάσπαση, υπό τον Λουίτζι Μπερσάνι, σχημάτισε το κόμμα «Ελεύθεροι και Ισοι», πήραν 3,4% και θα καταλάβουν 15 έδρες στη νέα Βουλή). Αυτή τη φορά, η παραίτηση που υπέβαλε ο Ρέντσι θα ισχύσει όταν συγκροτηθεί νέα κυβέρνηση! Αρα, θα είναι αυτός που θα συμμετάσχει στα υπό τον πρόεδρο Ματαρέλα παζάρια. Για να γλιτώσει τη γκρίνια των υπόλοιπων ηγετικών στελεχών, τους άφησε σύξυλους και πήγε για σκι! Να ξεσκάσει και να επανασχεδιάσει την προσωπική του ατζέντα.
Η τρίτη «μούρη», ο «πεντάστερος» Μπέπε Γκρίλο θριάμβευσε με 32,4%. Είχε φροντίσει από την προεκλογική περίοδο ακόμα να στρίψει το τιμόνι του «Κινήματος 5 Αστέρων» «προς το Κέντρο». Εβαλε επικεφαλής της εκλογικής λίστας, ως υποψήφιο πρωθυπουργό, τον 31χρονο «γιάπη» Λουίτζι ντι Μάιο, απαρνήθηκε το «αίτημα» «δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι στο ευρώ» και γενικά προσπαθούσε να παρουσιάσει την εικόνα ενός κοινοβουλευτικού κόμματος, χωρίς ακρότητες, με στόχο να καθαρίσει τη διαφθορά του «παλιού» πολιτικού συστήματος.
Από τα ασήμαντα να περάσουμε στα απλώς αξιοσημείωτα, θυμίζοντας τον τίτλο της «Il Tiempo», που έκανε το γύρο του κόσμου: «Τι μπουρδέλο»! Υπερβολές. Σύμφωνα με το εκλογικό αποτέλεσμα, η εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης θα έπρεπε να δοθεί είτε στον Ντι Μάιο (ως επικεφαλής του πρώτου κόμματος), είτε στον Σαλβίνι (ως επικεφαλής του πρώτου κόμματος του συνασπισμού της Δεξιάς, που συνολικά καταλαμβάνει τις 254 από τις 630 έδρες της Βουλής). «Η δεξιά συμμαχία έχει δικαίωμα και καθήκον να κυβερνήσει», διακήρυξε ο Σαλβίνι, με το μάτι να γυαλίζει από εξουσιαστική δίψα (δεν είναι και λίγο να παίρνεις τη «Λέγκα» το 2013 με 4% και να τη φτάνεις κοντά στο 18%). «Εχουμε ευθύνη να δώσουμε στην Ιταλία κυβέρνηση. Είμαστε μια πολιτική δύναμη που εκπροσωπεί όλη τη χώρα, πράγμα που δεν μπορώ να πω για τους άλλους σχηματισμούς», αντεπιτέθηκε ο Ντι Μάιο. Δύσκολα, όμως, θα πάρει εντολή οποισδήποτε από τους δύο.
Επειδή η Ιταλία γίνεται συχνά «μπουρδέλο» μετά από εκλογές, το πολιτικό σύστημα έχει φροντίσει να οπλίσει τον πρόεδρο της Δημοκρατίας με ιδιαίτερες προνομίες στο ζήτημα του σχηματισμού κυβέρνησης. Θ' αρχίσει, λοιπόν ένα παζάρι για το σχηματισμό κυβέρνησης, με πρωταγωνιστή τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφανείς πρωταγωνιστές τους εκπροσώπους των μονοπωλιακών ομίλων, που πάντοτε έχουν λόγο σ' αυτές τις περιστάσεις. Η Ιταλία έχει μακρά πείρα τέτοιων παρασκηνιακών παζαριών. Η προηγούμενη Βουλή έδωσε τρεις κυβερνήσεις συμμαχικού τύπου, με πρωθυπουργούς διαδοχικά τους Λέτα, Ρέντσι και Τζεντιλόνι. Κυβερνήσεις που στηρίζονταν σε συμμαχίες του «Δ.Κ.» με τη «Φόρτσα Ιτάλια» του Μπερλουσκόνι και άλλους μικρότερους δεξιούς σχηματισμούς.
Το πρόβλημα είναι πως τώρα έχουν συρρικνωθεί και τα δύο αυτά σχήματα και δεν μπορούν να στηρίξουν μόνα τους κυβέρνηση. Επομένως, η ίδια η διαδικασία των παζαριών ανάμεσα στα κόμματα θα είναι ταυτόχρονα και μια διαδικασία «καλιμπραρίσματος» των λεγόμενων «λαϊκιστών», δηλαδή της νεοφασιστικής «Λέγκα» και του (υποτιθέμενου) ριζοσπαστικού «M5S». Και τα δύο αυτά σχήματα θα πρέπει να «διδαχτούν» ότι αν θέλουν να διαχειριστούν πολιτικά τις τύχες του ιταλικού ιμπεριαλισμού, θα πρέπει να το κάνουν με τους όρους του μεγάλου κεφάλαιου και όχι με βάση τις δικές τους πολιτικές ανάγκες. Αλλιώς, δε θα κυβερνήσουν ποτέ. Η «Λέγκα» θα πρέπει να μετατραπεί σε ένα ακροδεξιό κοινοβουλευτικό κόμμα (προσομοιάζοντας στην παλιά ιταλική χριστιανοδημοκρατία) και το «M5S» θα πρέπει να προσομοιάσει προς το «Δ.Κ.», από το οποίο άλλωστε πήρε τη μεγαλύτερη μερίδα των ψηφοφόρων του.
Και σ' αυτή τη διαδικασία έχει πείρα η Ιταλία. Θα είναι η δεύτερη φορά μεταπολεμικά που αλλάζει ριζικά ο πολιτικός της χάρτης. Τα κόμματα που κυβέρνησαν την τελευταία εικοσαετία συρρικνώνονται και νέα κόμματα εμφανίζονται στο προσκήνιο. Δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά ότι αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί σύντομα ή ότι θα είναι ομαλή και ανέφελη. Μπορεί να πάρει καιρό, μπορεί να χρειαστούν νέες εκλογές, όμως το σίγουρο είναι πως στο τέλος θα διαμορφωθεί ένας νέος πολιτικός χάρτης, ικανός να δίνει σταθερές κυβερνήσεις (αδιάφορο αν θα είναι μονοκομματικές ή συμμαχικές). Aυτό είναι νόμος του καπιταλισμού. Εκτός αν πιστεύει κανείς ότι μια ιμπεριαλιστική χώρα θα καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, επειδή η λαϊκή ψήφος θα βγάζει ένα συνδυασμό πολιτικών δυνάμεων που δεν υπάρχει περίπτωση να σχηματίσουν βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα.
Τέλος, τα σημαντικά. Αν δει κανείς στον χάρτη της Ιταλίας πώς ψήφισαν οι διάφορες περιφέρειες, θα διαπιστώσει ότι στον Βορρά, με τη μεγάλη συγκέντρωση προλεταριάτου, σάρωσε η Δεξιά (με τη «Λέγκα» να είναι παντού μπροστά από τη «Φόρτσα Ιτάλια»), στη Ρώμη στα Νοτιοανατολικά και σ' ολόκληρο το Νότο σάρωσε το «M5S» και το «Δ.Κ.» νίκησε μόνο στη Φλωρεντία και σ' έναν νομό στον Βορρά. Βέβαια, αν προσθέσει κανείς τις ψήφους που πήραν το «M5S» και το «Δ.Κ.», κάνοντας ένα εικονικό σχήμα Αριστερά-Δεξιά, θα διαπιστώσει ότι η Αριστερά νικά με 55% έναντι 45% της Δεξιάς. Ποια Αριστερά, όμως; Ο Γκρίλο, ο Ρέντσι και ο Μπαρσάνι;
Ολα αυτά τα σχήματα λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, αν τα πάρουμε ως βάση για οποιαδήποτε πολιτικοκοινωνική ανάλυση. Οπως αποπροσανατολιστικά λειτουργεί και ο κοινός παρονομαστής του «λαϊκισμού» που χρησιμοποιούν οι παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, για να περιγράψουν το φαινόμενο της υποχώρησής τους και του κινδύνου αντικατάστασής τους από νέες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες εκμεταλλεύονται την κρίση και το σάπισμα της παραδοσιακής αστικής πολιτικής. Η απάτη φαίνεται από τις δυνάμεις που εντάσσουν στον κοινό παρονομαστή του «λαϊκισμού». Από τον π.Μ. (προ Μνημονίου) ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τους οπαδούς του Βrexit, από τους Podemos μέχρι τη Λεπέν, από τον Γκρίλο μέχρι την AfD και από τον π.Κ. (προ κυβέρνησης) Κόστα στην Πορτογαλία μέχρι τη «Λέγκα». Πολιτικές δυνάμεις ετερόκλητες, διαφορετικής ιστορικής προέλευσης, διαφορετικής φυσιογνωμίας εντέλει.
Η δημιουργία αυτού του κοινού παρονομαστή έχει ένα σκοπό. Να παρουσιάσει όσους διαφοροποιούνται από τα δύο μεγάλα παραδοσιακά πολιτικά ρεύματα ως «διαβολικούς». Η ζωή, πάντως, έδειξε ότι δύο απ' αυτές τις δυνάμεις που κατάφεραν να κυβερνήσουν σε Ελλάδα και Πορτογαλία, μια χαρά τα πήγαν με το σύστημα. Γι' αυτό και έβγαλαν τον Τσίπρα και τον Κόστα από τη χορεία των «λαϊκιστών». Το ίδιο θα συμβεί και με όλους τους υπόλοιπους, αν κάποια στιγμή καταφέρουν να κυβερνήσουν. Οπως έγραψε η ιταλική «Ρεπούμπλικα», στους διαδρόμους των Βρυξελλών συζητούν ήδη πραγματιστικά: «Αφού άλλαξε ο Τσίπρας, γιατί να μην αλλάξει και ο Γκρίλο;».
Η πολιτική αστάθεια που επικρατεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (το μικρόβιο χτύπησε και την ίδια τη Γερμανία, άσχετα αν χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να το εξουδετερώσουν) αντανακλά το φούντωμα όλων των αντιθέσεων των καπιταλιστικών σχηματισμών. Το προλεταριάτο και τα φτωχά αγροτικά στρώματα ασφυκτιούν από την πολιτική διαχείρισης της κρίσης και εκφράζουν την εκλογική τους δυσαρέσκεια (για να πάρουμε μόνο το πρόσφατο ιταλικό παράδειγμα) ψηφίζοντας «Λέγκα»-«Φόρτσα Ιτάλια»-«Αδέλφια της Ιταλίας» και «M5S», αντίστοιχα. Κι ένα κομμάτι της αστικής τάξης, στριμωγμένο από την κρίση, αναζητά νέες ρυθμίσεις στο πλαίσιο της ΕΕ, για να υπερασπίσει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του έναντι των ανταγωνιστών του, κυρίως έναντι του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου που είναι κυρίαρχο στη ζώνη του ευρώ.
Αυτή είναι -δοσμένη περιληπτικά και κατ' ανάγκη σχηματικά- η ουσία της πολιτικής αστάθειας που σαρώνει την Ευρώπη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε όλες τις χώρες. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί -και έχει τη μεγαλύτερη σημασία από τη σκοπιά που εμείς κοιτάζουμε τα πράγματα- είναι πως τα νέα πολιτικά ρεύματα που «μαζεύουν» την προλεταριακή ψήφο, δημαγωγώντας ασύστολα, δε δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον να «υπηρετήσουν» τους ψηφοφόρους τους. Δεν αναφερόμαστε, βέβαια, στα νεοφασιστικά κόμματα, αλλά σ' εκείνη που φέρουν τη στάμπα του αριστερού ή του ριζοσπαστικού. Το ελληνικό και το πορτογαλικό παράδειγμα είναι χαρακτηριστικά απ' αυτή την άποψη. Γι' αυτό και η αστική τάξη δεν ανησυχεί από τέτοια ρεύματα. Πολλώ δε μάλλον που η εκλογική τους άνοδος είναι ένα σύμπτωμα καθαρά πολιτικό, καθώς δε συνοδεύεται από αντίστοιχες κοινωνικές διεργασίες. Δεν υπάρχει διεκδικητικό κίνημα του προλεταριάτου, ώστε να υπάρχει η σχετική πίεση επί των πολιτικών ηγεσιών. Υπάρχει ταξική παραίτηση, η οποία συνοδεύεται από αυτό που οι κλασικοί έχουν ονομάσει κοινοβουλευτικό κρετινισμό: «ψηφίζω και περιμένω ανταπόκριση».
Αντίθετα, η άλλη κατηγορία αντιθέσεων ανησυχεί τις κυρίαρχες αστικές δυνάμεις. Το Brexit υπήρξε ένα ισχυρό καμπανάκι κινδύνου και κανείς τους δεν ξέρει πότε και πώς θα καταφέρουν να ξεμπλέξουν από τον κυκεώνα των προβλημάτων που τους έχει δημιουργήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι τα λεγόμενα «ευρωσκεπτικιστικά» κινήματα σε ιμπεριαλιστικές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία) ή σε εξαρτημένες χώρες (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία) στρέφονται ενάντια στη «γερμανική Ευρώπη», ενώ αντίθετα το «ευρωσκεπτικιστικό» ρεύμα στη Γερμανία ζητά «να μην πληρώνει η Γερμανία τους τεμπέληδες». Πριν από μερικά χρόνια, η ΕΕ και η Ευρωζώνη κατακλύζονταν από τις χίμαιρες της «ομοσπονδοποίησης», της «εμβάθυνσης της Ενωσης» κτλ. Σήμερα, οι ίδιοι οι «φεντεραλιστές» κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου για την άνοδο των τάσεων «επανεθνικοποίησης».
Ο χώρος δεν επιτρέπει μια εκτενέστερη ανάλυση του φαινομένου, όμως πολλές φορές έχει τονιστεί από τις στήλες της εφημερίδας μας ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο, σε συνδυασμό με την τάση αποικιοποίησης των εξαρτημένων χωρών, αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού, αποτέλεσμα των οποίων είναι η ανάσχεση της τάσης προς ένα παγκόσμιο κρατικο-καπιταλιστικό τραστ. Οι κεντρομόλες δυνάμεις υπερνικούνται από τις φυγόκεντρες, με αποτέλεσμα οι διεθνικές κρατικές «συσσωματώσεις» να αντιμετωπίζουν κρίση.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως το προλεταριάτο, αδυνατώντας στη σημερινή φάση να παρέμβει με τη δική του ανεξάρτητη ταξική πολιτική, σέρνεται πίσω από τους κάθε είδους «ευρωσκεπτικιστές», είτε πρόκειται για τυχοδιώκτες τύπου Γκρίλο, Τσίπρα, Ιγκλέσιας, είτε πρόκειται για φασίστες τύπου Λεπέν και Σαλβίνι, που του πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Ετσι, για μια ακόμα φορά στην Ιστορία, το προλεταριάτο πολεμά κάτω από ξένες σημαίες και συγκεκριμένα κάτω από τις σημαίες του ταξικού εχθρού του.
Μιλώντας ηθικά, πρόκειται για κατάντια, όταν οι εργάτες του Μιλάνο, του Τορίνο, της Μπολόνια και των άλλων προλεταριακών κέντρων του ιταλικού Βορρά ψηφίζουν μαζικά Σαλβίνι, Μπερλουσκόνι και Γκρίλο. Αυτή είναι, όμως, η πραγματικότητα και δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια σ' αυτή ή να αποστρέφουμε το πρόσωπο από αηδία σαν ελιτίστες του κερατά. Ζούμε την εποχή των τεράτων, όπως θα έγραφε ο Γκράμσι. Κι επειδή ζούμε σ' αυτή την εποχή, οφείλουμε να παρέμβουμε, όχι στο μέτρο που μας αναλογεί, αλλά ξεπερνώντας αυτό το μέτρο.
Το κοινωνικό τοπίο δεν μπορεί ν' αλλάξει με αγωνιστικές εκκλήσεις. Ιδιαίτερα όταν αυτές οι εκκλήσεις έχουν… στο βάθος την πρόσκληση για ψήφο υπέρ του ενός ή του άλλου αριστερού, ριζοσπαστικού, αγωνιστικού κτλ. σχήματος. Στο κοινοβουλευτικό πεδίο άλλοι έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και παίζουν τους πρώτους ρόλους. Μόνο ένας συνεπής διαχωρισμός από το κοινοβουλευτικό τοπίο μπορεί να κάνει ορατές τις πραγματικές ταξικές διαχωριστικές γραμμές.
Και βέβαια, η συστηματική και ακούραστη πολιτική προπαγάνδα και ζύμωση είναι εκείνη που μπορεί να «ξεθολώσει» ένα προλεταριάτο που έχει χάσει την ταξική του πυξίδα και άγεται και φέρεται από αστικές δυνάμεις, που καταλαμβάνουν ένα ευρύτατο φάσμα, ικανό να εγκλωβίζει τις εργαζόμενες μάζες στην απάτη της βελτίωσης ενός συστήματος που δεν παίρνει γιατρειά. Οι επαναστατικές ιδέες δε βλαστάνουν μόνες τους, θέλουν καλλιεργητές, μας διδάσκει ο Λένιν.
Πέτρος Γιώτης
Tαξικό φαινόμενο
Ο χαρακτήρας της είδησης είναι τέτοιος που την οδήγησε αμέσως στα «ψηλά» της δημοσιογραφικής επικαιρότητας: ο Τόνι Ιγουόμπι, ο πρώτος μαύρος γερουσιαστής στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας, είναι νεοφασίστας, μέλος της «Λέγκα του Βορρά» και θαυμαστής του Ματέο Σαλβίνι, τον οποίο αποκαλεί «μεγάλο ηγέτη» (παραπέμποντας στον Μουσολίνι).
«Σταματήστε την εισβολή» («Stop Invasione») γράφουν τα μπλουζάκια που φορούν ο Σαλβίνι και ο Ιγουόμπι σε μια από τις πολλές κοινές εμφανίσεις τους κατά την προεκλογική περίοδο. Οι «εισβολείς» είναι οι πρόσφυγες και μετανάστες που καταφτάνουν στην Ιταλία.
Ο «τρελός» Μάριο Μπαλοτέλι (δε θυμόμαστε σε ποια ομάδα παίζει τώρα) απάντησε αγανακτισμένος στον Ιγουόμπι: «Ισως να είμαι εγώ τυφλός ή ίσως να μην του έχει πει κανείς ότι είναι μαύρος. Ντροπή!!!». Δεν αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια του Μπαλοτέλι, όπως δεν αμφιβάλλουμε για την ειλικρίνεια του Λεμπρόν Τζέιμς όταν την πέφτει στον Τραμπ. Μάλιστα, για τον Μπαλοτέλι είμαστε σίγουροι ότι δεν πάει για πολιτικός, πράγμα που δεν μπορούμε να πούμε με την ίδια βεβαιότητα και για τον Λεμπρόν.
Ομως δεν είναι αυτό το ζήτημα. Οι δηλώσεις «επωνύμων», ακόμα και όταν είναι ειλικρινείς και αυθόρμητες, δημιουργούν ένα επίχρισμα αντιρατσισμού. Εναν αντιρατσισμό αβαθή, περισσότερο ηθικολογικού παρά πολιτικού χαρακτήρα.
Αν μας δείχνει κάτι το παράδειγμα του μαύρου Ιγουόμπο που πρωτοστατεί στις ρατσιστικές εκστρατείες της νεοφασιστικής «Λέγκα» είναι πως ο ρατσισμός είναι πρωτίστως ένα ταξικό φαινόμενο. Χρησιμοποιεί ανθρώπους των καταπιεζόμενων τάξεων ως δύναμη κρούσης, όμως η πολιτική δεν είναι δική τους, είναι της αστικής τάξης. Οι απένταροι χουλιγκάνοι που κάνουν τον πίθηκο για να εκνευρίσουν διάσημους έγχρωμους ποδοσφαιριστές σαν τον Μπαλοτέλι ή τον Ντάνι Αλβες δεν έχουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους ούτε όσα αυτοί οι ποδοσφαιριστές ξεχνούν στις τσέπες του σακακιού τους μετά από μια νυχτερινή έξοδο. Και κάνουν «τα στραβά μάτια» όταν κάποιος έγχρωμος παιχταράς παίζει στη δική τους ομάδα…
Οι φασίστες σαν τον Ιγουόμπι, όμως, δεν αστειεύονται. Ο εν λόγω, πριν περάσει στην πολιτική, υπήρξε ανώτατο στέλεχος εταιρίας πληροφορικής. Ανεξάρτητα από την καταγωγή του, είναι ένας μεγαλοαστός. Το μελανό χρώμα της επιδερμίδας του του δίνει ένα προβάδισμα στις τάξεις της «Λέγκα». Αποτελεί το άλλοθί της: «εμείς δεν είμαστε ρατσιστές, η Λέγκα δεν είναι κατά των ανθρώπων, αλλά κατά των παράτυπων μεταναστών» δηλώνει ο Σαλβίνι. Και ο Ιγουόμπι είναι η ζωντανή προπαγάνδα του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε το φαινόμενο του κοινωνικού γενιτσαρισμού. Ο διάδοχος της Θάτσερ, Τζον Μέιτζορ, ήταν γιος ανθρακωρύχου. Ο Ιγουόμπι προέρχεται από μια εύπορη οικογένεια της Νιγηρίας, που είχε τα μέσα να τον στείλει (νόμιμα) για σπουδές στην Ιταλία. Ο ρατσισμός, όπως και ο καπιταλισμός, εμφανίζεται με πολλά πρόσωπα. Γι' αυτό και πρέπει να βρίσκουμε κάθε φορά την ταξική του ουσία και να την τραβάμε στην επιφάνεια. Να φεύγουμε από τα πρόσωπα -συμπαθή ή αντιπαθή- και να πηγαίνουμε στις πολιτικές. Ο ρατσισμός είναι παιδί του καπιταλισμού, όχι διαστροφή κάποιων «αρρωστημένων».
Π.Γ.
ΚΟΝΤΡΑ: ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 10 ΜΑΡΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου