Του Παναγιώτη Σωτήρη
Η πρόσφατη τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών που ρυθμίζει θέματα των αυτοδιοικητικών εκλογών πήρε μεγάλη δημοσιότητα αρχικά εξαιτίας της αλλαγής της ημερομηνίας του πρώτου γύρου των εκλογών, που πλέον θα γίνουν μία εβδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές. Ωστόσο, πολύ πιο σημαντικά είναι τα υπόλοιπα άρθρα της τροπολογίας, ιδίως εκείνα που καταργούν το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές για τους ομογενείς που διαμένουν καιρό στη χώρα, τους πολιτικούς πρόσφυγες και όσους έχουν υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας που είναι καιρό στην Ελλάδα, καθώς και τους μετανάστες με άδειες μακράς παραμονής…
Αντίστοιχα, η επιχειρηματολογία κατά της –περιορισμένης στην πραγματικότητα– δυνατότητας συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές που δόθηκε σε μέρος μόνο των μεταναστών, στηρίζεται στο επιχείρημα ότι και τις δημοτικές αρχές πρέπει να τις εκλέγει ο λαός-έθνος, άρα δεν μπορεί να επεκτείνεται έστω και για τοπικές εκλογές αυτό το δικαίωμα σε κάποιους που δεν ορίζονται ως μέλη του ενιαίου λαού-έθνους.
Με αυτό τον τρόπο φτάσαμε σε αυτή την τροπολογία, η οποία, εάν περάσει, θα αναιρεί στην πραγματικότητα ένα ελάχιστο δημοκρατικό δικαίωμα που είχε ανοίξει και θα επικυρώνει μια επικίνδυνη ρατσιστική εκτροπή.
Όλα αυτά μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα κρίσιμο πολιτικό ερώτημα: Ποιο είναι το πολιτικό σώμα που πρέπει να είναι κυρίαρχο σε ένα κράτος, δηλαδή έναν πολιτικά ενοποιημένο γεωγραφικό χώρο; Το σύνολο όσων μοιράζονται το ίδιο αίμα, την ίδια καταγωγή ή έστω την ίδια διαχρονικά διαμορφωμένη ταυτότητα (το περιβόητο ελληνικό φρόνημα, η απόδειξη του οποίου είναι αναγκαία συνθήκη για την απόδοση ιθαγένειας); Ή το σύνολο όσων διαμένουν μόνιμα, εργάζονται, φορολογούνται στην επικράτεια αυτού του κράτους; Η απόφαση του ΣτΕ αλλά και η κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία τείνει προς το πρώτο.
Μόνο που αυτό γεννά ορισμένα παράδοξα. Σε μια χώρα όπου πολλές μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει τις έδρες τους στο εξωτερικό, ή έχουν μεταβιβάσει την ιδιοκτησία τους σε εξωχώριες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου ενός ολόκληρου κλάδου, του εφοπλιστικού που έχει έδρα το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όπου οι μεγαλύτεροι επιχειρηματίες εμφανίζουν ατομικά φορολογητέα εισοδήματα στα όρια του αφορολόγητου, την ίδια ώρα που έχουν διοχετεύσει δισεκατομμύρια σε τράπεζες και φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού, όπου με πρόσφατες «επιχειρηματικές αποφάσεις» δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν βρεθεί στην ανεργία, όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, πολλοί από τους οποίους μικρό μέρος του χρόνου τους το περνούν στην Ελλάδα, διατηρούν αλώβητο το εκλογικό τους δικαίωμα, το δικαίωμά τους να είναι τμήματα του λαού ως πολιτικού σώματος. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ζουν μόνιμα εδώ, που εργάζονται και παράγουν χρήσιμα έργα και υπηρεσίες, που χτίζουν σπίτια, φροντίζουν κτήματα, δουλεύουν σε γραμμές παραγωγής, παράγουν τρόφιμα, φροντίζουν ασθενείς και ηλικιωμένους, που καλλιεργούν χωράφια και που συνεισφέρουν με τις ασφαλιστικές εισφορές και τη φορολογία τους στο να μην καταρρέει πλήρως η κρατική μηχανή δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποτελέσουν τμήμα του πολιτικού σώματος.
Taxation without representation (φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση) επομένως, παρότι μία από τις γενέθλιες διεκδικήσεις ακόμη και του κλασικού φιλελευθερισμού ήταν ότι όποιος συνεισφέρει στη φορολογία θα πρέπει να έχει και πολιτική αντιπροσώπευση. Και να πούμε εδώ, σε πείσμα της κυβερνητικής μυθολογίας, ότι είναι αρκετές οι χώρες που αναγνωρίζουν σε όλο τον κόσμο το δικαίωμα μόνιμα διαμενόντων αλλοδαπών να ψηφίζουν τουλάχιστον στις τοπικές εκλογές. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και στις ΗΠΑ, στη διάρκεια του 19ου αιώνα σε πολλές Πολιτείες υπήρχε το δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών, δικαίωμα που σταδιακά καταργήθηκε στο πλαίσιο των αντιμεταναστευτικών αισθημάτων των αρχών του 20ου αιώνα.
Και το θέμα γίνεται ιδιαίτερο επιτακτικό, καθώς στην πραγματικότητα μεθοδεύεται η παγίωση μιας βαθιά αυταρχικής και αντιδημοκρατικής συνθήκης όπου ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που διαμένουν μόνιμα στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο δεν θα έχει βασικά πολιτικά δικαιώματα. Όταν συνέβαινε στη Νότια Αφρική αυτό ονομαζόταν απαρτχάιντ. Η Χρυσή Αυγή διώκεται ποινικά, αλλά η πολιτική της ατζέντα επιβραβεύεται θεσμικά.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη πλευρά στη συζήτηση. Σήμερα γύρω από όλη τη μυθολογία του έθνους-αίματος γίνεται προσπάθεια να υψωθούν φαντασιακές άμυνες απέναντι στην ανασφάλεια που προκαλεί ένας παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός σε βαθιά κρίση. Να δημιουργηθεί μια αίσθηση ενότητας και κοινότητας. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: με τον θεσμικό αποκλεισμό ενός μεγάλου τμήματος του πραγματικού πολιτικού σώματος στην πραγματικότητα διαιρούνται οι ίδιες οι υποτελείς τάξεις, ακυρώνεται η δυνατότητα από κοινού να συγκροτήσουν διεκδικήσεις και ταυτότητα, ενάντια σε εκείνους, Έλληνες και μη, που σήμερα απεργάζονται το νεοφιλελεύθερο τοπίο καταστροφής.
Άλλωστε, η «υγιής επιχειρηματικότητα», ανεξαρτήτως καταγωγής, επιβραβεύεται και θεσμικά: οι πρόσφυγες και μετανάστες επαναπροωθούνται στον πάτο του Αιγαίου, ενώ οι «επενδυτές» μπορούν να αγοράσουν, κυριολεκτικά, άδεια διαμονής.
Αν σήμερα μία από τις προκλήσεις είναι όντως να ανασυντεθεί και ανασημασιοδοτηθεί η έννοια του «λαού» ως μετωνυμίας για την ενότητα των υποτελών τάξεων σε συλλογικό υποκείμενο μετασχηματισμού, αυτό δεν μπορεί να γίνει σε επίπεδο απλώς ρητορικών εγκλήσεων. Ούτε να περιορίζεται απλώς στην επιτέλεση νέων κοινών ταυτοτήτων. Πρέπει να πάρει και τη μορφή της διεκδίκησης συγκεκριμένων υλικών μορφών που επιτρέπουν να ξεδιπλωθεί αυτή η ενότητα. Η διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων για όλες και όλους όσες και όσους μένουν, εργάζονται, αγωνίζονται σε αυτό τον τόπο είναι μία τέτοια πλευρά, που όχι μόνο θα αναιρεί μια συνθήκη πολιτικού αποκλεισμού αλλά και θα ανοίγει για το δρόμο για μια νέα κοινή ταυτότητα, έξω και πέρα από τις επικίνδυνες ατραπούς του φαντασιακού του έθνους-αίματος.
πηγή: http://unfollow.com.gr
Η πρόσφατη τροπολογία του υπουργείου Εσωτερικών που ρυθμίζει θέματα των αυτοδιοικητικών εκλογών πήρε μεγάλη δημοσιότητα αρχικά εξαιτίας της αλλαγής της ημερομηνίας του πρώτου γύρου των εκλογών, που πλέον θα γίνουν μία εβδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές. Ωστόσο, πολύ πιο σημαντικά είναι τα υπόλοιπα άρθρα της τροπολογίας, ιδίως εκείνα που καταργούν το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές για τους ομογενείς που διαμένουν καιρό στη χώρα, τους πολιτικούς πρόσφυγες και όσους έχουν υπαχθεί σε καθεστώς προστασίας που είναι καιρό στην Ελλάδα, καθώς και τους μετανάστες με άδειες μακράς παραμονής…
Η νομοθετική αυτή ρύθμιση έρχεται να υλοποιήσει σχετική απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (460/2013)
η οποία έκρινε ως αντισυνταγματικές τις σχετικές προβλέψεις νόμων του
2010. Με την ίδια απόφαση κρίθηκε αντισυνταγματική και η δυνατότητα
απόδοσης ιθαγένειας στα παιδιά αλλοδαπών. Οι μόνοι αλλοδαποί που
διατηρούν το δικαίωμα συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι οι
υπήκοοι άλλων κρατών-μελών της ΕΕ.
Η ίδια η απόφαση του ΣτΕ είναι ένα μνημείο
κρατικού ρατσισμού και αντίληψης του έθνους με όρους αίματος και
καταγωγής. Το έθνος ορίζεται ως διαχρονική ενότητα που αναπαράγεται από
γενιά σε γενιά. Το ελληνικό κράτος και η ελληνική κοινωνία «παριστούν
διαχρονική ενότητα με ορισμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, κοινότητα με
σχετικώς σταθερά ήθη και έθιμα, κοινή γλώσσα με μακρά παράδοση, στοιχεία
τα οποία μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά με την βοήθεια μικρότερων
κοινωνικών μονάδων (οικογένεια) και οργανωμένων κρατικών μονάδων
(εκπαίδευση)». Επομένως, η απλή παραμονή ή η γέννηση στην Ελλάδα δεν
μπορεί να αποτελεί κριτήριο ιθαγένειας.
Αντίστοιχα, η επιχειρηματολογία κατά της –περιορισμένης στην πραγματικότητα– δυνατότητας συμμετοχής στις αυτοδιοικητικές εκλογές που δόθηκε σε μέρος μόνο των μεταναστών, στηρίζεται στο επιχείρημα ότι και τις δημοτικές αρχές πρέπει να τις εκλέγει ο λαός-έθνος, άρα δεν μπορεί να επεκτείνεται έστω και για τοπικές εκλογές αυτό το δικαίωμα σε κάποιους που δεν ορίζονται ως μέλη του ενιαίου λαού-έθνους.
Με αυτό τον τρόπο φτάσαμε σε αυτή την τροπολογία, η οποία, εάν περάσει, θα αναιρεί στην πραγματικότητα ένα ελάχιστο δημοκρατικό δικαίωμα που είχε ανοίξει και θα επικυρώνει μια επικίνδυνη ρατσιστική εκτροπή.
Όλα αυτά μας φέρνουν αντιμέτωπους με ένα κρίσιμο πολιτικό ερώτημα: Ποιο είναι το πολιτικό σώμα που πρέπει να είναι κυρίαρχο σε ένα κράτος, δηλαδή έναν πολιτικά ενοποιημένο γεωγραφικό χώρο; Το σύνολο όσων μοιράζονται το ίδιο αίμα, την ίδια καταγωγή ή έστω την ίδια διαχρονικά διαμορφωμένη ταυτότητα (το περιβόητο ελληνικό φρόνημα, η απόδειξη του οποίου είναι αναγκαία συνθήκη για την απόδοση ιθαγένειας); Ή το σύνολο όσων διαμένουν μόνιμα, εργάζονται, φορολογούνται στην επικράτεια αυτού του κράτους; Η απόφαση του ΣτΕ αλλά και η κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία τείνει προς το πρώτο.
Μόνο που αυτό γεννά ορισμένα παράδοξα. Σε μια χώρα όπου πολλές μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει τις έδρες τους στο εξωτερικό, ή έχουν μεταβιβάσει την ιδιοκτησία τους σε εξωχώριες εταιρείες, συμπεριλαμβανομένου ενός ολόκληρου κλάδου, του εφοπλιστικού που έχει έδρα το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όπου οι μεγαλύτεροι επιχειρηματίες εμφανίζουν ατομικά φορολογητέα εισοδήματα στα όρια του αφορολόγητου, την ίδια ώρα που έχουν διοχετεύσει δισεκατομμύρια σε τράπεζες και φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού, όπου με πρόσφατες «επιχειρηματικές αποφάσεις» δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν βρεθεί στην ανεργία, όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, πολλοί από τους οποίους μικρό μέρος του χρόνου τους το περνούν στην Ελλάδα, διατηρούν αλώβητο το εκλογικό τους δικαίωμα, το δικαίωμά τους να είναι τμήματα του λαού ως πολιτικού σώματος. Την ίδια στιγμή εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ζουν μόνιμα εδώ, που εργάζονται και παράγουν χρήσιμα έργα και υπηρεσίες, που χτίζουν σπίτια, φροντίζουν κτήματα, δουλεύουν σε γραμμές παραγωγής, παράγουν τρόφιμα, φροντίζουν ασθενείς και ηλικιωμένους, που καλλιεργούν χωράφια και που συνεισφέρουν με τις ασφαλιστικές εισφορές και τη φορολογία τους στο να μην καταρρέει πλήρως η κρατική μηχανή δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποτελέσουν τμήμα του πολιτικού σώματος.
Taxation without representation (φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση) επομένως, παρότι μία από τις γενέθλιες διεκδικήσεις ακόμη και του κλασικού φιλελευθερισμού ήταν ότι όποιος συνεισφέρει στη φορολογία θα πρέπει να έχει και πολιτική αντιπροσώπευση. Και να πούμε εδώ, σε πείσμα της κυβερνητικής μυθολογίας, ότι είναι αρκετές οι χώρες που αναγνωρίζουν σε όλο τον κόσμο το δικαίωμα μόνιμα διαμενόντων αλλοδαπών να ψηφίζουν τουλάχιστον στις τοπικές εκλογές. Ακόμη πιο αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και στις ΗΠΑ, στη διάρκεια του 19ου αιώνα σε πολλές Πολιτείες υπήρχε το δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών, δικαίωμα που σταδιακά καταργήθηκε στο πλαίσιο των αντιμεταναστευτικών αισθημάτων των αρχών του 20ου αιώνα.
Και το θέμα γίνεται ιδιαίτερο επιτακτικό, καθώς στην πραγματικότητα μεθοδεύεται η παγίωση μιας βαθιά αυταρχικής και αντιδημοκρατικής συνθήκης όπου ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που διαμένουν μόνιμα στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο δεν θα έχει βασικά πολιτικά δικαιώματα. Όταν συνέβαινε στη Νότια Αφρική αυτό ονομαζόταν απαρτχάιντ. Η Χρυσή Αυγή διώκεται ποινικά, αλλά η πολιτική της ατζέντα επιβραβεύεται θεσμικά.
Όμως, υπάρχει και μια άλλη πλευρά στη συζήτηση. Σήμερα γύρω από όλη τη μυθολογία του έθνους-αίματος γίνεται προσπάθεια να υψωθούν φαντασιακές άμυνες απέναντι στην ανασφάλεια που προκαλεί ένας παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός σε βαθιά κρίση. Να δημιουργηθεί μια αίσθηση ενότητας και κοινότητας. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: με τον θεσμικό αποκλεισμό ενός μεγάλου τμήματος του πραγματικού πολιτικού σώματος στην πραγματικότητα διαιρούνται οι ίδιες οι υποτελείς τάξεις, ακυρώνεται η δυνατότητα από κοινού να συγκροτήσουν διεκδικήσεις και ταυτότητα, ενάντια σε εκείνους, Έλληνες και μη, που σήμερα απεργάζονται το νεοφιλελεύθερο τοπίο καταστροφής.
Άλλωστε, η «υγιής επιχειρηματικότητα», ανεξαρτήτως καταγωγής, επιβραβεύεται και θεσμικά: οι πρόσφυγες και μετανάστες επαναπροωθούνται στον πάτο του Αιγαίου, ενώ οι «επενδυτές» μπορούν να αγοράσουν, κυριολεκτικά, άδεια διαμονής.
Αν σήμερα μία από τις προκλήσεις είναι όντως να ανασυντεθεί και ανασημασιοδοτηθεί η έννοια του «λαού» ως μετωνυμίας για την ενότητα των υποτελών τάξεων σε συλλογικό υποκείμενο μετασχηματισμού, αυτό δεν μπορεί να γίνει σε επίπεδο απλώς ρητορικών εγκλήσεων. Ούτε να περιορίζεται απλώς στην επιτέλεση νέων κοινών ταυτοτήτων. Πρέπει να πάρει και τη μορφή της διεκδίκησης συγκεκριμένων υλικών μορφών που επιτρέπουν να ξεδιπλωθεί αυτή η ενότητα. Η διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων για όλες και όλους όσες και όσους μένουν, εργάζονται, αγωνίζονται σε αυτό τον τόπο είναι μία τέτοια πλευρά, που όχι μόνο θα αναιρεί μια συνθήκη πολιτικού αποκλεισμού αλλά και θα ανοίγει για το δρόμο για μια νέα κοινή ταυτότητα, έξω και πέρα από τις επικίνδυνες ατραπούς του φαντασιακού του έθνους-αίματος.
πηγή: http://unfollow.com.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου