Είναι φορές που η αποκάλυψη της πολιτικής
μικρότητας και του κενού ηγετών είναι τόσο κραυγαλέα που δεν γίνεται
πιστευτή. Απωθείται για λόγους αυτοπροστασίας.
Σε συνέντευξη του στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 24 του Σεπτέμβρη, ο τέως γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ κ. Χριστόφιας μεταξύ άλλων δήλωσε:
« …Η Αριστερά στην Κύπρο ήταν προετοιμασμένη και η πολιτική που ακολουθήσαμε οδήγησε τον Μάρτιν Σουλτς να δηλώσει επίσημα και στο Ευρωκοινοβούλιο ότι η κυπριακή κυβέρνηση ανοίγει ένα νέο δρόμο επίλυσης της κρίσης. Το δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. …Όμως, εντάξει, δεν υπολογίσαμε ότι οι τραπεζίτες και το τραπεζικό κεφάλαιο ήταν τόσο αδηφάγο και τόσο ληστρικό που έφαγε και τα παιδιά του στο τέλος…».
…Δεν υπολόγισαν δηλαδή, πως το κεφάλαιο ήταν τόσο αδηφάγο και ληστρικό!
Δεν υπολόγισαν με λίγα λόγια αυτό που ακόμη και αστοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες γνωρίζουν και επιχειρούν, κατά τις διακηρυγμένες επιδιώξεις τους, να ελέγξουν.
Στο πρόσφατο εκδοθέν βιβλίο του με τίτλο "Χρυσές τουλίπες" το πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ και νυν επικεφαλής της Attica Bank, Π. Ρουμελιώτης, σημειώνει:
«….Στόχος μου είναι να αποδειχτεί ο αποσταθεροποιητικός και παρασιτικός ρόλος ορισμένων αδίστακτων κερδοσκόπων, και πολλές φορές τραπεζιτών.... Όταν οι κερδοσκόποι βάζουν στο κερδοσκοπικό τους στόχαστρο κράτη, αρχικά πλουτίζουν από τη χρηματοδότηση που τους χορηγούν (π.χ. αγορά ομολόγων και άφθονες τραπεζικές πιστώσεις).
Στη συνέχεια, και πριν σκάσουν οι "φούσκες", αποσύρονται απότομα και σταματούν κάθε νέα χρηματοδότηση των κρατών που θεωρούνται επισφαλή. Με τον τρόπο αυτόν τα κράτη αναγκάζονται να χρεοκοπήσουν, ενώ οι ίδιοι προσπαθούν να προστατευτούν πιέζοντας, και πολλές φορές εκβιάζοντας, …τόσο τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών, όσο και τους διεθνείς οργανισμούς…».
Αυτά υπογραμμίζει ακόμη και ο Π. Ρουμελιώτης.
Αλλά εδώ και έναν αιώνα στο «Αλφαβητάρι του Κομμουνισμού», ο Ν. Μπουχάριν και ο Γ. Πρεομπραζένσκι, υπογραμμίζουν: «Όπως ακριβώς η τίγρη δεν μπορεί να ζήσει με χορτάρι, «έτσι και το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πολιτική επέκτασης λεηλασίας, βίας και πολέμου. Βασική βλέψη κάθε τραστ του καπιταλιστικού κράτους είναι να κυριαρχήσει στον κόσμο και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία, στην οποία η μικρή ομάδα των καπιταλιστών που ανήκει στα νικηφόρα έθνη θα εξακολουθεί να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο …»
Αυτά πριν ένα αιώνα.
Το 2016 ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ …δεν υπολόγιζαν την επιθετικότητα των τραπεζών!
Υπάρχουν και χειρότερα.
Στην απάντηση που δίνει ο τέως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ερώτημα «τι (διαφορετικό) θα μπορούσατε να κάνετε», αποκαλύπτονται τα όρια και το «πραγματικό είναι» των ηγετών αυτής της χρεοκοπημένης «Αριστεράς».
«Το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω, σημειώνει ο κ. Χριστόφιας, ήταν να δηλώνω από το 2011 ότι είμαστε μάρτυρες ληστείας των τραπεζών. Ουσιαστικά λήστευαν οι τραπεζίτες και οι τράπεζες την οικονομία του τόπου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, ανεξαρτήτως τι λένε διάφοροι. Είναι και άγνοια.
Εμείς παίρναμε μέτρα δημοσιονομικής φύσης, αλλά η πλειοψηφία της Βουλής, επειδή μάς έβαλε στο στόχαστρο, με πρωταγωνιστή τον κ. Αναστασιάδη και το κόμμα του της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μάς ανέκοπτε. Μέτρα τα οποία εμείς προτείναμε στη Βουλή και τα απέρριψαν, τα εφάρμοσαν όταν ήρθε ο κ. Αναστασιάδης στο πολλαπλάσιο»!..
Το μοναδικό συμπέρασμα που βγάζει, κατηγορώντας μάλιστα για άγνοια όσους αναζητούν έναν άλλο δρόμο, αυτή η οριστικά εκφυλισμένη εκδοχή της πάλαι ποτέ μαχόμενης Αριστεράς, είναι πως το μόνο διαφορετικό που μπορούσε να γίνει ήταν το να αφεθεί το ΑΚΕΛ να συνεχίσει να κυβερνά για να υλοποιεί τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που προωθεί σήμερα η χριστιανοδημοκρατία του κ. Αναστασιάδη!
Αναλογίες και διαφορετικότητες
Από την από δω μεριά της Μεσογείου κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλουν κάπως διαφορετικά επιχειρήματα.
«Οι συσχετισμοί είναι υπέρτεροι και μας αναγκάζουν να κάνουμε πίσω. Αναγνωρίζουμε το γεγονός μιας ήττας. Κάνουμε τον συμβιβασμό που απαιτεί η ήττα και συνεχίζουμε τον αγώνα» είναι το μοτίβο τους.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει ο Α. Μπαλτάς, μιλάει εκ γενετής για μία έννοια που λέγεται δημοκρατικός δρόμος του σοσιαλισμού ...Όταν σε αυτό το δρόμο βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρτερους συσχετισμούς που μας αναγκάζουν να υποστούμε μία αναγνωρισμένη ήττα δεν σημαίνει ότι μετά την ήττα λέμε άλλα από αυτά που λέγαμε πριν».
Κι έτσι επιχειρούν να δικαιολογούν στον εαυτό τους και στο λαό την πολιτική τους αθλιότητα, τη κανιβαλική πολιτική που υλοποιούν, την ιδεολογική και πολιτική κάλυψη των πολιτικών όλων ανεξαίρετα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.
Αν οι συσχετισμοί για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα είναι – και όντως είναι – αρνητικοί τότε τι έκαναν και τι κάνουν για να τους αλλάξουν; Να ενισχύσουν την οργάνωση των αντιστάσεων της κοινωνίας, το άνοιγμα στα στρώματα που πλήττονται, το μετασχηματισμό των διεκδικήσεων σε συνολική εργατική πολιτική;
Αυτό που αποσιωπούν τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως όχι μόνο «από τις πρώτες στιγμές συγκρότησης της κυβέρνησης, έγινε σαφές ότι η κοινωνική συμμαχία που αυτή θα εκπροσωπούσε είχε ως έμβλημα την «ανάπτυξη», την «έντιμη συμφωνία» με την Ευρώπη και (για τους πιο ρομαντικούς) την «αξιοπρέπεια» και το σεβασμό της νομιμότητας (Μηλιός, Θέσεις Τεύχος 131, 2015) αλλά από τα πριν.
Πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση εμφάνισε ουσιαστικές και από τα πάνω μετατοπίσεις στην ίδια τη βάση πάνω στην οποία είχε συγκροτηθεί συνεδριακά η μαχόμενη – τότε - μεταρρυθμιστική του πολιτική.
Ήδη στη συνέντευξη που έδωσε τον Ιούλη του 2014, Ο Α. Τσίπρας, παράλληλα με τη μετατόπιση του από το πολιτικό σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ» (σύνθημα που διευκόλυνε το λαϊκό κίνημα) στο «πάση θυσία στο ευρώ και στην ΕΕ» και «με όλη μου την ψυχή ανήκουμε στο ΝΑΤΟ», μετατοπίζεται και από το στόχο «κυβέρνηση της Αριστεράς». Μιλά για «κυβέρνηση σωτηρίας».
Προσδιορίζοντας μάλιστα τη σύνθεση της ενδεχόμενης κυβέρνησης ο κ. Τσίπρας γίνεται αποκαλυπτικός: «Η νέα κυβέρνηση θα αποτελείται από …δυνάμεις της αριστεράς πρωτίστως… δυνάμεις του σοσιαλιστικού χώρου, που διαφοροποιούνται από τις πολιτικές της φθοράς.. Ακόμα και προσωπικότητες ή δυνάμεις του συντηρητικού χώρου, που συνειδητοποιούν ότι αυτή τη στιγμή η Αριστερά αποτελεί τη μόνη δημοκρατική και εθνική λύση».
Ωστόσο παρά τις ραγδαίες μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και από το μαχόμενο μεταρρυθμισμό, αγωνιστές ήθελαν να ελπίζουν πως τόσο δια της κυβέρνησης σωτηρίας, όσο κυρίως δια των μαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων που αυτή θα απελευθέρωνε, θα έμπαινε φρένο στην κανιβαλική αστική πολιτική.
Αυτή η ανακριβής αντίληψη που εκλαμβάνει ως αυτονόητα σωστό και αναγκαίο το επιθυμητό, παρά τα μειωμένα προς τούτο πραγματικά δεδομένα και ερεθίσματα, δηλαδή η ψευδαίσθηση, είναι μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Όχι σπάνια καθορίζει συμπεριφορές.
Γεννιέται και ενισχύεται από την απότομη και πρωτόγνωρη επιδείνωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων σε συνδυασμό με την προγραμματική και πολιτική καθήλωση της μαχόμενης Αριστεράς.
Και οδηγεί σε ένα είδος μαζικής πανικόβλητης απαίτησης για «εδώ και τώρα φρένο», για «μια ανάσα και βλέπουμε», δίχως κανείς να μπορεί να ακούει τίποτα το διαφορετικό.
Η κατάσταση αυτή απωθούσε, ως μη υπάρχουσα, τη γνώση που πηγάζει από την Ιστορία και την επιστήμη, πως το ζήτημα της εξουσίας είναι βαθύτερο, γενικότερο από το επίσης σοβαρό και αναγκαίο κυβερνητικό ζήτημα που το συνοδεύει. Πως η κυβέρνηση αποτελεί δομικό στοιχείο της εξουσίας. Πως το κυβερνητικό ζήτημα επομένως δεν μπορεί να έχει σχέση με τα ονειροπολήματα που αποφεύγουν, εξομαλύνουν ή μετριάζουν την οξύτητα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΚΕΛ).
Να δούμε ξανά το γιατί ως εδώ και το πώς από εδώ και πέρα
Στους μόνους που είναι χρήσιμη αυτή η αλά ΣΥΡΙΖΑ και ΑΚΕΛ Αριστερά είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική και οι αντίστοιχες αστικές δυνάμεις.
Για την εργατική τάξη και το λαό, αυτή η Αριστερά που έχει χάσει την Ιστορία της και έχει κλείσει τον εξ ορισμού απελευθερωτικό της ρόλο, λόγο και πράξη, κάνει μόνο ζημιά και μάλιστα μεγάλη.
Μπορεί να γίνει κάτι άλλο;
Θα έλεγα πως είναι αναγκαίο. Εξάλλου η επίγνωση του αναγκαίου και ο αγώνας γι αυτό είναι όρος για να δημιουργηθεί και το δυνατό.
Οφείλουμε να δούμε γιατί φτάσαμε ως εδώ και πως προχωράμε.
Μέσα από την πολυμορφία και τις παλινδρομήσεις των γεγονότων η Αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν έχουν το δικαίωμα, στο όνομα της συντριπτικής ακόμα αστικής υπεροπλίας και προκειμένου να περιορίζουν τις δικές τους ευθύνες, να συσκοτίζουν το βασικό στοιχείο των εξελίξεων και τις πολιτικές δυνατότητες που δημιουργήθηκαν το 2011 – 2015.
Δεν μπορεί να υποβαθμίζουν το γεγονός ότι η βασική, η ανερχόμενη πλευρά που έδινε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και σφράγιζε την κίνηση και τις προοπτικές αυτής της πολιτικής περιόδου, δεν ήταν μόνο η ανάπτυξη των νέων δυσκολιών, αλλά ταυτόχρονα η πλατειά, αν και αντιφατική, πολιτική απονομιμοποίηση της αντεργατικής εκστρατείας του κεφαλαίου.
Ήταν η αυξανόμενη πολυτασική εργατική λαϊκή δυσφορία, διαμαρτυρία και αντίθεση απέναντι της. Ήταν η εμφάνιση καινοτόμων δυνατοτήτων, με αποκορύφωμα το 2012, στην πολιτική ανάπτυξη και επίδραση των εργατικών και νεολαιίστικών κινητοποιήσεων.
Η μαχόμενη Αριστερά και ειδικότερα το πολυετές και κοπιώδες εγχείρημα της αυτοτελούς προγραμματικής και πολιτικής συγκρότησης μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής, δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν με αυτή την πραγματική κίνηση των μαζών για να την ανυψώσουν και μετασχηματίσουν σε σύγχρονη ανατρεπτική κίνηση των εργατικών μαζών.
Παρά την προφανή αναγκαιότητα, τις σκέψεις, τον προβληματισμό, τα ερωτηματικά και τις αναζητήσεις των αγωνιστών του εγχειρήματος, η αντικαπιταλιστική Αριστερά αυτοπαγιδεύθηκε στο χώρο των δειλών προσεγγίσεων, του φόβου να δει κατάφατσα την πραγματικότητα, για να την αλλάξει.
Αν ξαναφέρναμε στο νου τις εκτιμήσεις, αυτές ταλαντώνονταν ανάμεσα στην απογοήτευση κατά την οπισθοχώρηση του κινήματος και στο είμαστε λίγο πριν ή και εντός της ανατροπής (μιας εν πολλοίς ασαφούς και κατά το δοκούν ερμηνευόμενης ανατροπής) κατά την άνοδο.
Έτσι όμως ακυρωνόταν και ακυρώνεται ο ρόλος της πρωτοπορίας.
Επιπλέον κανείς από μας δεν μπορεί να νοιώθει περήφανος με διαπιστώσεις του τύπου ότι «τα ξέραμε, αντέχουμε, πάμε γερά, πάμε όπως πάμε», «πλάι στα αρνητικά υπάρχουν και τα θετικά», «φταίει η μη έμπρακτη προώθηση της γραμμής» κ.α. που οδηγούν σε μια λογική διαχείρισης μιας στάσιμης κατάστασης.
Τώρα πλέον είμαστε εδώ που είμαστε. Στη σημερινή κατάσταση της συντριπτικής αστικής υπεροπλίας, του φόβου, της απογοήτευσης αλλά και της μαζικής συζήτησης και αναζήτησης στις παρέες και «ανά τρεις» του «γιατί και πως αλλιώς».
Τι κάνουμε ; Απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο συλλογικά.
Έτσι κι αλλιώς όμως το: «τα ξέραμε, πάμε γερά, πάμε όπως πάμε» δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτήν την κατάσταση και τη δυναμική της. Ούτε η αυτάρεσκη επανάληψη ότι πάνω κάτω τα είχαμε εκτιμήσει όλα αυτά με τη συμπλήρωση πως «υπήρχαν ψευδαισθήσεις για το ΣΥΡΙΖΑ” (ΚΚΕ κ.α. ), που προκαλούν μόνο θυμηδία.
Οι αντιλήψεις αυτές που δεν αντιμετωπίζουν ως πρώτιστο το να βαθύνουμε τις προσεγγίσεις και να αναστοχαστούμε πάνω στις αποφάσεις μας, δεν υποτιμά μόνο τις μετατοπίσεις και αναταράξεις στη συνείδηση και πρακτική των λαϊκών δυνάμεων κατά τις συνολικές και επιμέρους πολιτικές μάχες.
Υποτιμά κυρίως την ίδια την πολιτική μαζική εργατική δράση στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας αλλά και την αναγκαιότητα μιας συνολικής εργατικής πολιτικής.
Το να επιμένει κανείς στο «αντέχουμε, πάμε όπως πάμε» προσθέτοντας και μερικά «άλματα» στα χαρτιά, δεν υποτιμά μόνο, η κυρίως, τις πασιφανείς αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις και τους στρατηγικούς κινδύνους από την μακρόσυρτη αναβολή μιας προ πολλού και επί μακρόν εξαγγελλόμενης σύγχρονης εργατικής και λαϊκής προγραμματικής επαναθεμελίωσης.
Στην ουσία υποτιμά την αναγκαιότητα και την κατεύθυνση αυτής της τομής. Υποτιμά κυρίως το ότι, όχι μόνο πρέπει αλλά και μπορούμε «να πάμε αλλιώς».
Μπορούμε να αναπτύξουμε ριζικά τις επαναστατικές πλευρές του κεκτημένου μας σε μια πρακτικά ανώτερη σύνθεση. Μπορούμε να απορρίψουμε αποφασιστικά αυτά που μας καθηλώνουν.
Η σημερινή πραγματικότητα και η δυναμική της δεν επιτρέπουν την καθήλωση και στασιμότητα.
Αυτό που μπορεί να υπάρξει είναι ή μόνον ήττα ή μόνον ελπιδοφόρα επανεκκίνηση μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής με ατμομηχανή μια σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση και (αύριο) το κόμμα της κομμουνιστικής επανεξόρμησης.
Έτσι ή αλλιώς όμως εκείνο που κλείνει και πρέπει να κλείσει είναι η λογική των χαμηλών προσδοκιών, της αυτοδικαίωσης, και του πολιτισμού της μικροϊδιοκτησίας της τρέχουσας πολιτικής και οργανωτικής πραγματικότητας. Λογική που ανακυκλώνει τα ερωτήματα, οδηγεί στη χλωμή απαιτητικότητα, στην απάθεια, στην οπισθοχώρηση.
Στη σημερινή πραγματικότητα στην πολιτική και τον πολιτικό πολιτισμό της μαχόμενης και επαναστατικής Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να ιεραρχείται ψηλά το πρόβλημα της φτώχειας και της ανεργίας ως ιδιαίτερου και επείγοντος κοινωνικού ζητήματος.
Με άμεσους εργατικούς στόχους οι οποίοι θα επιλέγονται και ιεραρχούνται από το συνολικό πρόγραμμα. Τέτοιοι στόχοι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να οδηγούν σε αγώνες οι οποίοι θα κατακτούν νίκες και θα επιβάλλουν ανατροπές ώστε να αντλείται αυτοπεποίθηση για το εργατικό κίνημα, να διευκολύνεται έμπρακτα η προώθηση του συνολικού προγράμματος.
Φτάνει να τους διεκδικεί κανείς στα σοβαρά και να μην τους ευτελίζει, αλλά και να τους συνδέει υλικά - πολιτικά και από την άποψη των ιδεών, με την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας και κυβέρνησης δίχως τη μηχανιστική ταύτιση μαζί της.
Μια σύγχρονη εργατική πολιτική στον πυρήνα της και στο κέντρο του πολιτισμού της δεν μπορεί επομένως παρά να έχει ταυτόχρονα μια προωθημένη πρόταση εργατικής και πολιτικής μετωπικής ενότητας:
Τον πόλο δυνάμεων της επαναστατικής και της νέας κομμουνιστικής Αριστεράς, τη συμμαχία του με δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από το ρεφορμισμό και με ταλαντευόμενες αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, την πολιτική κοινής δράσης μαχόμενων αριστερών δυνάμεων πάνω στους συγκεκριμένους στόχους αντίστασης και ανατροπής.
Για το σκοπό αυτό οφείλει να έχει ως σταθερή πολιτική, την πολιτική συγκέντρωσης ισχυρών δυνάμεων, πολιτικά και κοινωνικά, από το χώρο της εργασίας και του πνεύματος.
Να έχει ως πολιτική τακτική την πολιτική κατάκτησης θέσεων υπέρ της εργατικής πολιτικής, η οποία δεν θα υποκαθιστά την επιδίωξη της αποφασιστικής αναμέτρησης, αλλά θα προηγείται και θα την προετοιμάζει.
Εκεί θα χτίζονται παράλληλα και ταυτόχρονα, σε μια διαλεκτική σχέση στόχων και μέσων επιβολής τους, το αναγεννημένο ταξικά, νέο εργατικό και μαζικό κίνημα, το κόμμα και το μέτωπο.
Ώστε να περνάμε σε μια άλλη περίοδο στην οποία η εργατική πολιτική θα παίρνει το πάνω χέρι από την κυρίαρχη και ηγεμονεύουσα ακόμη αστική πολιτική.
πηγή: kommon.gr
Σε συνέντευξη του στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 24 του Σεπτέμβρη, ο τέως γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ κ. Χριστόφιας μεταξύ άλλων δήλωσε:
« …Η Αριστερά στην Κύπρο ήταν προετοιμασμένη και η πολιτική που ακολουθήσαμε οδήγησε τον Μάρτιν Σουλτς να δηλώσει επίσημα και στο Ευρωκοινοβούλιο ότι η κυπριακή κυβέρνηση ανοίγει ένα νέο δρόμο επίλυσης της κρίσης. Το δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. …Όμως, εντάξει, δεν υπολογίσαμε ότι οι τραπεζίτες και το τραπεζικό κεφάλαιο ήταν τόσο αδηφάγο και τόσο ληστρικό που έφαγε και τα παιδιά του στο τέλος…».
…Δεν υπολόγισαν δηλαδή, πως το κεφάλαιο ήταν τόσο αδηφάγο και ληστρικό!
Δεν υπολόγισαν με λίγα λόγια αυτό που ακόμη και αστοί οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες γνωρίζουν και επιχειρούν, κατά τις διακηρυγμένες επιδιώξεις τους, να ελέγξουν.
Στο πρόσφατο εκδοθέν βιβλίο του με τίτλο "Χρυσές τουλίπες" το πρώην στέλεχος του ΔΝΤ, πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ και νυν επικεφαλής της Attica Bank, Π. Ρουμελιώτης, σημειώνει:
«….Στόχος μου είναι να αποδειχτεί ο αποσταθεροποιητικός και παρασιτικός ρόλος ορισμένων αδίστακτων κερδοσκόπων, και πολλές φορές τραπεζιτών.... Όταν οι κερδοσκόποι βάζουν στο κερδοσκοπικό τους στόχαστρο κράτη, αρχικά πλουτίζουν από τη χρηματοδότηση που τους χορηγούν (π.χ. αγορά ομολόγων και άφθονες τραπεζικές πιστώσεις).
Στη συνέχεια, και πριν σκάσουν οι "φούσκες", αποσύρονται απότομα και σταματούν κάθε νέα χρηματοδότηση των κρατών που θεωρούνται επισφαλή. Με τον τρόπο αυτόν τα κράτη αναγκάζονται να χρεοκοπήσουν, ενώ οι ίδιοι προσπαθούν να προστατευτούν πιέζοντας, και πολλές φορές εκβιάζοντας, …τόσο τις κυβερνήσεις των χωρών αυτών, όσο και τους διεθνείς οργανισμούς…».
Αυτά υπογραμμίζει ακόμη και ο Π. Ρουμελιώτης.
Αλλά εδώ και έναν αιώνα στο «Αλφαβητάρι του Κομμουνισμού», ο Ν. Μπουχάριν και ο Γ. Πρεομπραζένσκι, υπογραμμίζουν: «Όπως ακριβώς η τίγρη δεν μπορεί να ζήσει με χορτάρι, «έτσι και το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πολιτική επέκτασης λεηλασίας, βίας και πολέμου. Βασική βλέψη κάθε τραστ του καπιταλιστικού κράτους είναι να κυριαρχήσει στον κόσμο και να εγκαθιδρύσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία, στην οποία η μικρή ομάδα των καπιταλιστών που ανήκει στα νικηφόρα έθνη θα εξακολουθεί να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο …»
Αυτά πριν ένα αιώνα.
Το 2016 ο κ. Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ …δεν υπολόγιζαν την επιθετικότητα των τραπεζών!
Υπάρχουν και χειρότερα.
Στην απάντηση που δίνει ο τέως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο ερώτημα «τι (διαφορετικό) θα μπορούσατε να κάνετε», αποκαλύπτονται τα όρια και το «πραγματικό είναι» των ηγετών αυτής της χρεοκοπημένης «Αριστεράς».
«Το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω, σημειώνει ο κ. Χριστόφιας, ήταν να δηλώνω από το 2011 ότι είμαστε μάρτυρες ληστείας των τραπεζών. Ουσιαστικά λήστευαν οι τραπεζίτες και οι τράπεζες την οικονομία του τόπου. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο, ανεξαρτήτως τι λένε διάφοροι. Είναι και άγνοια.
Εμείς παίρναμε μέτρα δημοσιονομικής φύσης, αλλά η πλειοψηφία της Βουλής, επειδή μάς έβαλε στο στόχαστρο, με πρωταγωνιστή τον κ. Αναστασιάδη και το κόμμα του της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μάς ανέκοπτε. Μέτρα τα οποία εμείς προτείναμε στη Βουλή και τα απέρριψαν, τα εφάρμοσαν όταν ήρθε ο κ. Αναστασιάδης στο πολλαπλάσιο»!..
Το μοναδικό συμπέρασμα που βγάζει, κατηγορώντας μάλιστα για άγνοια όσους αναζητούν έναν άλλο δρόμο, αυτή η οριστικά εκφυλισμένη εκδοχή της πάλαι ποτέ μαχόμενης Αριστεράς, είναι πως το μόνο διαφορετικό που μπορούσε να γίνει ήταν το να αφεθεί το ΑΚΕΛ να συνεχίσει να κυβερνά για να υλοποιεί τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που προωθεί σήμερα η χριστιανοδημοκρατία του κ. Αναστασιάδη!
Αναλογίες και διαφορετικότητες
Από την από δω μεριά της Μεσογείου κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλουν κάπως διαφορετικά επιχειρήματα.
«Οι συσχετισμοί είναι υπέρτεροι και μας αναγκάζουν να κάνουμε πίσω. Αναγνωρίζουμε το γεγονός μιας ήττας. Κάνουμε τον συμβιβασμό που απαιτεί η ήττα και συνεχίζουμε τον αγώνα» είναι το μοτίβο τους.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζει ο Α. Μπαλτάς, μιλάει εκ γενετής για μία έννοια που λέγεται δημοκρατικός δρόμος του σοσιαλισμού ...Όταν σε αυτό το δρόμο βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρτερους συσχετισμούς που μας αναγκάζουν να υποστούμε μία αναγνωρισμένη ήττα δεν σημαίνει ότι μετά την ήττα λέμε άλλα από αυτά που λέγαμε πριν».
Κι έτσι επιχειρούν να δικαιολογούν στον εαυτό τους και στο λαό την πολιτική τους αθλιότητα, τη κανιβαλική πολιτική που υλοποιούν, την ιδεολογική και πολιτική κάλυψη των πολιτικών όλων ανεξαίρετα των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων.
Αν οι συσχετισμοί για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα είναι – και όντως είναι – αρνητικοί τότε τι έκαναν και τι κάνουν για να τους αλλάξουν; Να ενισχύσουν την οργάνωση των αντιστάσεων της κοινωνίας, το άνοιγμα στα στρώματα που πλήττονται, το μετασχηματισμό των διεκδικήσεων σε συνολική εργατική πολιτική;
Αυτό που αποσιωπούν τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως όχι μόνο «από τις πρώτες στιγμές συγκρότησης της κυβέρνησης, έγινε σαφές ότι η κοινωνική συμμαχία που αυτή θα εκπροσωπούσε είχε ως έμβλημα την «ανάπτυξη», την «έντιμη συμφωνία» με την Ευρώπη και (για τους πιο ρομαντικούς) την «αξιοπρέπεια» και το σεβασμό της νομιμότητας (Μηλιός, Θέσεις Τεύχος 131, 2015) αλλά από τα πριν.
Πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση εμφάνισε ουσιαστικές και από τα πάνω μετατοπίσεις στην ίδια τη βάση πάνω στην οποία είχε συγκροτηθεί συνεδριακά η μαχόμενη – τότε - μεταρρυθμιστική του πολιτική.
Ήδη στη συνέντευξη που έδωσε τον Ιούλη του 2014, Ο Α. Τσίπρας, παράλληλα με τη μετατόπιση του από το πολιτικό σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ» (σύνθημα που διευκόλυνε το λαϊκό κίνημα) στο «πάση θυσία στο ευρώ και στην ΕΕ» και «με όλη μου την ψυχή ανήκουμε στο ΝΑΤΟ», μετατοπίζεται και από το στόχο «κυβέρνηση της Αριστεράς». Μιλά για «κυβέρνηση σωτηρίας».
Προσδιορίζοντας μάλιστα τη σύνθεση της ενδεχόμενης κυβέρνησης ο κ. Τσίπρας γίνεται αποκαλυπτικός: «Η νέα κυβέρνηση θα αποτελείται από …δυνάμεις της αριστεράς πρωτίστως… δυνάμεις του σοσιαλιστικού χώρου, που διαφοροποιούνται από τις πολιτικές της φθοράς.. Ακόμα και προσωπικότητες ή δυνάμεις του συντηρητικού χώρου, που συνειδητοποιούν ότι αυτή τη στιγμή η Αριστερά αποτελεί τη μόνη δημοκρατική και εθνική λύση».
Ωστόσο παρά τις ραγδαίες μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και από το μαχόμενο μεταρρυθμισμό, αγωνιστές ήθελαν να ελπίζουν πως τόσο δια της κυβέρνησης σωτηρίας, όσο κυρίως δια των μαχόμενων κοινωνικών δυνάμεων που αυτή θα απελευθέρωνε, θα έμπαινε φρένο στην κανιβαλική αστική πολιτική.
Αυτή η ανακριβής αντίληψη που εκλαμβάνει ως αυτονόητα σωστό και αναγκαίο το επιθυμητό, παρά τα μειωμένα προς τούτο πραγματικά δεδομένα και ερεθίσματα, δηλαδή η ψευδαίσθηση, είναι μέρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Όχι σπάνια καθορίζει συμπεριφορές.
Γεννιέται και ενισχύεται από την απότομη και πρωτόγνωρη επιδείνωση της θέσης των λαϊκών στρωμάτων σε συνδυασμό με την προγραμματική και πολιτική καθήλωση της μαχόμενης Αριστεράς.
Και οδηγεί σε ένα είδος μαζικής πανικόβλητης απαίτησης για «εδώ και τώρα φρένο», για «μια ανάσα και βλέπουμε», δίχως κανείς να μπορεί να ακούει τίποτα το διαφορετικό.
Η κατάσταση αυτή απωθούσε, ως μη υπάρχουσα, τη γνώση που πηγάζει από την Ιστορία και την επιστήμη, πως το ζήτημα της εξουσίας είναι βαθύτερο, γενικότερο από το επίσης σοβαρό και αναγκαίο κυβερνητικό ζήτημα που το συνοδεύει. Πως η κυβέρνηση αποτελεί δομικό στοιχείο της εξουσίας. Πως το κυβερνητικό ζήτημα επομένως δεν μπορεί να έχει σχέση με τα ονειροπολήματα που αποφεύγουν, εξομαλύνουν ή μετριάζουν την οξύτητα της ταξικής πάλης και των συσχετισμών (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΚΕΛ).
Να δούμε ξανά το γιατί ως εδώ και το πώς από εδώ και πέρα
Στους μόνους που είναι χρήσιμη αυτή η αλά ΣΥΡΙΖΑ και ΑΚΕΛ Αριστερά είναι η νεοφιλελεύθερη πολιτική και οι αντίστοιχες αστικές δυνάμεις.
Για την εργατική τάξη και το λαό, αυτή η Αριστερά που έχει χάσει την Ιστορία της και έχει κλείσει τον εξ ορισμού απελευθερωτικό της ρόλο, λόγο και πράξη, κάνει μόνο ζημιά και μάλιστα μεγάλη.
Μπορεί να γίνει κάτι άλλο;
Θα έλεγα πως είναι αναγκαίο. Εξάλλου η επίγνωση του αναγκαίου και ο αγώνας γι αυτό είναι όρος για να δημιουργηθεί και το δυνατό.
Οφείλουμε να δούμε γιατί φτάσαμε ως εδώ και πως προχωράμε.
Μέσα από την πολυμορφία και τις παλινδρομήσεις των γεγονότων η Αριστερά και το εργατικό κίνημα δεν έχουν το δικαίωμα, στο όνομα της συντριπτικής ακόμα αστικής υπεροπλίας και προκειμένου να περιορίζουν τις δικές τους ευθύνες, να συσκοτίζουν το βασικό στοιχείο των εξελίξεων και τις πολιτικές δυνατότητες που δημιουργήθηκαν το 2011 – 2015.
Δεν μπορεί να υποβαθμίζουν το γεγονός ότι η βασική, η ανερχόμενη πλευρά που έδινε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και σφράγιζε την κίνηση και τις προοπτικές αυτής της πολιτικής περιόδου, δεν ήταν μόνο η ανάπτυξη των νέων δυσκολιών, αλλά ταυτόχρονα η πλατειά, αν και αντιφατική, πολιτική απονομιμοποίηση της αντεργατικής εκστρατείας του κεφαλαίου.
Ήταν η αυξανόμενη πολυτασική εργατική λαϊκή δυσφορία, διαμαρτυρία και αντίθεση απέναντι της. Ήταν η εμφάνιση καινοτόμων δυνατοτήτων, με αποκορύφωμα το 2012, στην πολιτική ανάπτυξη και επίδραση των εργατικών και νεολαιίστικών κινητοποιήσεων.
Η μαχόμενη Αριστερά και ειδικότερα το πολυετές και κοπιώδες εγχείρημα της αυτοτελούς προγραμματικής και πολιτικής συγκρότησης μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής, δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν με αυτή την πραγματική κίνηση των μαζών για να την ανυψώσουν και μετασχηματίσουν σε σύγχρονη ανατρεπτική κίνηση των εργατικών μαζών.
Παρά την προφανή αναγκαιότητα, τις σκέψεις, τον προβληματισμό, τα ερωτηματικά και τις αναζητήσεις των αγωνιστών του εγχειρήματος, η αντικαπιταλιστική Αριστερά αυτοπαγιδεύθηκε στο χώρο των δειλών προσεγγίσεων, του φόβου να δει κατάφατσα την πραγματικότητα, για να την αλλάξει.
Αν ξαναφέρναμε στο νου τις εκτιμήσεις, αυτές ταλαντώνονταν ανάμεσα στην απογοήτευση κατά την οπισθοχώρηση του κινήματος και στο είμαστε λίγο πριν ή και εντός της ανατροπής (μιας εν πολλοίς ασαφούς και κατά το δοκούν ερμηνευόμενης ανατροπής) κατά την άνοδο.
Έτσι όμως ακυρωνόταν και ακυρώνεται ο ρόλος της πρωτοπορίας.
Επιπλέον κανείς από μας δεν μπορεί να νοιώθει περήφανος με διαπιστώσεις του τύπου ότι «τα ξέραμε, αντέχουμε, πάμε γερά, πάμε όπως πάμε», «πλάι στα αρνητικά υπάρχουν και τα θετικά», «φταίει η μη έμπρακτη προώθηση της γραμμής» κ.α. που οδηγούν σε μια λογική διαχείρισης μιας στάσιμης κατάστασης.
Τώρα πλέον είμαστε εδώ που είμαστε. Στη σημερινή κατάσταση της συντριπτικής αστικής υπεροπλίας, του φόβου, της απογοήτευσης αλλά και της μαζικής συζήτησης και αναζήτησης στις παρέες και «ανά τρεις» του «γιατί και πως αλλιώς».
Τι κάνουμε ; Απάντηση μπορεί να δοθεί μόνο συλλογικά.
Έτσι κι αλλιώς όμως το: «τα ξέραμε, πάμε γερά, πάμε όπως πάμε» δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε αυτήν την κατάσταση και τη δυναμική της. Ούτε η αυτάρεσκη επανάληψη ότι πάνω κάτω τα είχαμε εκτιμήσει όλα αυτά με τη συμπλήρωση πως «υπήρχαν ψευδαισθήσεις για το ΣΥΡΙΖΑ” (ΚΚΕ κ.α. ), που προκαλούν μόνο θυμηδία.
Οι αντιλήψεις αυτές που δεν αντιμετωπίζουν ως πρώτιστο το να βαθύνουμε τις προσεγγίσεις και να αναστοχαστούμε πάνω στις αποφάσεις μας, δεν υποτιμά μόνο τις μετατοπίσεις και αναταράξεις στη συνείδηση και πρακτική των λαϊκών δυνάμεων κατά τις συνολικές και επιμέρους πολιτικές μάχες.
Υποτιμά κυρίως την ίδια την πολιτική μαζική εργατική δράση στο έδαφος της αστικής κυριαρχίας αλλά και την αναγκαιότητα μιας συνολικής εργατικής πολιτικής.
Το να επιμένει κανείς στο «αντέχουμε, πάμε όπως πάμε» προσθέτοντας και μερικά «άλματα» στα χαρτιά, δεν υποτιμά μόνο, η κυρίως, τις πασιφανείς αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις και τους στρατηγικούς κινδύνους από την μακρόσυρτη αναβολή μιας προ πολλού και επί μακρόν εξαγγελλόμενης σύγχρονης εργατικής και λαϊκής προγραμματικής επαναθεμελίωσης.
Στην ουσία υποτιμά την αναγκαιότητα και την κατεύθυνση αυτής της τομής. Υποτιμά κυρίως το ότι, όχι μόνο πρέπει αλλά και μπορούμε «να πάμε αλλιώς».
Μπορούμε να αναπτύξουμε ριζικά τις επαναστατικές πλευρές του κεκτημένου μας σε μια πρακτικά ανώτερη σύνθεση. Μπορούμε να απορρίψουμε αποφασιστικά αυτά που μας καθηλώνουν.
Η σημερινή πραγματικότητα και η δυναμική της δεν επιτρέπουν την καθήλωση και στασιμότητα.
Αυτό που μπορεί να υπάρξει είναι ή μόνον ήττα ή μόνον ελπιδοφόρα επανεκκίνηση μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής με ατμομηχανή μια σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση και (αύριο) το κόμμα της κομμουνιστικής επανεξόρμησης.
Έτσι ή αλλιώς όμως εκείνο που κλείνει και πρέπει να κλείσει είναι η λογική των χαμηλών προσδοκιών, της αυτοδικαίωσης, και του πολιτισμού της μικροϊδιοκτησίας της τρέχουσας πολιτικής και οργανωτικής πραγματικότητας. Λογική που ανακυκλώνει τα ερωτήματα, οδηγεί στη χλωμή απαιτητικότητα, στην απάθεια, στην οπισθοχώρηση.
Στη σημερινή πραγματικότητα στην πολιτική και τον πολιτικό πολιτισμό της μαχόμενης και επαναστατικής Αριστεράς, δεν μπορεί παρά να ιεραρχείται ψηλά το πρόβλημα της φτώχειας και της ανεργίας ως ιδιαίτερου και επείγοντος κοινωνικού ζητήματος.
Με άμεσους εργατικούς στόχους οι οποίοι θα επιλέγονται και ιεραρχούνται από το συνολικό πρόγραμμα. Τέτοιοι στόχοι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να οδηγούν σε αγώνες οι οποίοι θα κατακτούν νίκες και θα επιβάλλουν ανατροπές ώστε να αντλείται αυτοπεποίθηση για το εργατικό κίνημα, να διευκολύνεται έμπρακτα η προώθηση του συνολικού προγράμματος.
Φτάνει να τους διεκδικεί κανείς στα σοβαρά και να μην τους ευτελίζει, αλλά και να τους συνδέει υλικά - πολιτικά και από την άποψη των ιδεών, με την ανώτερη αναγκαιότητα της επαναστατικής εξουσίας και κυβέρνησης δίχως τη μηχανιστική ταύτιση μαζί της.
Μια σύγχρονη εργατική πολιτική στον πυρήνα της και στο κέντρο του πολιτισμού της δεν μπορεί επομένως παρά να έχει ταυτόχρονα μια προωθημένη πρόταση εργατικής και πολιτικής μετωπικής ενότητας:
Τον πόλο δυνάμεων της επαναστατικής και της νέας κομμουνιστικής Αριστεράς, τη συμμαχία του με δυνάμεις που απεγκλωβίζονται από το ρεφορμισμό και με ταλαντευόμενες αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, την πολιτική κοινής δράσης μαχόμενων αριστερών δυνάμεων πάνω στους συγκεκριμένους στόχους αντίστασης και ανατροπής.
Για το σκοπό αυτό οφείλει να έχει ως σταθερή πολιτική, την πολιτική συγκέντρωσης ισχυρών δυνάμεων, πολιτικά και κοινωνικά, από το χώρο της εργασίας και του πνεύματος.
Να έχει ως πολιτική τακτική την πολιτική κατάκτησης θέσεων υπέρ της εργατικής πολιτικής, η οποία δεν θα υποκαθιστά την επιδίωξη της αποφασιστικής αναμέτρησης, αλλά θα προηγείται και θα την προετοιμάζει.
Εκεί θα χτίζονται παράλληλα και ταυτόχρονα, σε μια διαλεκτική σχέση στόχων και μέσων επιβολής τους, το αναγεννημένο ταξικά, νέο εργατικό και μαζικό κίνημα, το κόμμα και το μέτωπο.
Ώστε να περνάμε σε μια άλλη περίοδο στην οποία η εργατική πολιτική θα παίρνει το πάνω χέρι από την κυρίαρχη και ηγεμονεύουσα ακόμη αστική πολιτική.
πηγή: kommon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου