.

.
Πατήστε στην εικόνα για να δείτε το πρόγραμμα

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

«Δίκαιη ανάπτυξη» με φορέα το χρηματιστικό κεφάλαιο!


«Προχωράμε. Επιβάλλουμε τη νομιμότητα. Στη ΔΕΘ θα πάμε με άξονα τη δίκαιη ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος». Αυτά φέρεται να είπε ο Τσίπρας στους υπουργούς που μάζεψε σε άτυπη σύσκεψη στο μέγαρο Μαξίμου την περασμένη Τρίτη, σύμφωνα με τη «διαρροή» που έκανε το επιτελείο προπαγάνδας των Τσιπραίων.

Θα αποφύγουμε τον πειρασμό μιας σύγκρισης με το περιβόητο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που είχε εκφωνηθεί από τον Τσίπρα πριν από δυο χρόνια. Ακόμα και εκείνο το -κατά γενική ομολογία- συντηρητικό πρόγραμμα δεν εφαρμόστηκε. Ούτε καν στο φιλανθρωπικό του σκέλος. Ετσι, ο Τσίπρας θα επαναλάβει και φέτος τα ίδια και τα ίδια, βαφτίζοντας κοινωνικό πρόγραμμα κάποια φιλανθρωπικού τύπου ισχνά επιδόματα σε εκείνους που αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης (επίδομα σίτισης, στέγασης κτλ.), τα οποία χρηματοδοτούνται από σχετικά προγράμματα της ΕΕ.


Είναι πρόκληση αυτή η φιλανθρωπία να βαφτίζεται «κοινωνικό κράτος», όμως θα το ξεπεράσουμε κι αυτό, για να σταθούμε στο νεολογισμό «δίκαιη ανάπτυξη», που καθιέρωσαν οι συριζαίοι αφότου αποδέχτηκαν πλήρως («ενστερνίστηκαν» ή «υιοθέτησαν», όπως αναφέρεται στα σχετικά κείμενα) την πολιτική των Μνημονίων και προσέθεσαν ένα τρίτο Μνημόνιο στα δύο προηγούμενα. Θυμίζουμε ότι μέχρι να καθιερώσουν αυτό το νεολογισμό, μιλούσαν για ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη, η οποία θα είχε  ως κορμό της το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (σύμφωνα με το αφήγημά τους, το ΠΔΕ θα είχε άφθονα κονδύλια, διότι θα γινόταν διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπόλοιπου με περίοδο χάριτος και ρήτρα ανάπτυξης - να μην τα ξεχνάμε αυτά), το οποίο θα καθόριζε και την κατεύθυνση στην οποία θα κινούνταν επενδυτικά ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας, ενώ θα αναπτυσσόταν και ένας «κοινωνικός τομέας» της οικονομίας, που θα χρηματοδοτούνταν αφειδώς από μια νέα αναπτυξιακή τράπεζα που θα δημιουργούσε η κυβέρνηση της Αριστεράς, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου των λεγόμενων συστημικών τραπεζών βρισκόταν ήδη στα χέρια του κράτους, λόγω της πρώτης ανακεφαλαιοποίησης.

Επειδή αυτό το σχέδιο (επί χάρτου) πετάχτηκε στα σκουπίδια, όπως αναμενόταν ότι θα γίνει, κατασκεύασαν το ιδεολόγημα της «δίκαιης ανάπτυξης», που είναι έννοια-πασπαρτού, ώστε  ο καθένας τους να μπορεί να την παρουσιάζει ανάλογα με το ακροατήριο. Ο Τσίπρας, για παράδειγμα, που δεν πολυκαταλαβαίνει κιόλας, αφού από πολιτική οικονομία έχει μαύρα μεσάνυχτα, θα δημαγωγεί αισχρά ακόμα και τώρα, υποσχόμενος χάντρες και καθρεφτάκια στους ιθαγενείς (κι όποιος πιστέψει πίστεψε). Αντίθετα, οι «σοβαροί» οικονομολόγοι της κυβέρνησης, ιδιαίτερα όταν απευθύνονται σε «ειδικά» ακροατήρια, θα είναι από προσεκτικοί έως κυνικοί.

Εναν ορισμό της «δίκαιης ανάπτυξης» έδωσε την περασμένη εβδομάδα (Πέμπτη, 1.9.2016) στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης. Η τοποθέτησή του, δυστυχώς, πέρασε στο ντούκου, γιατί πήρε το λόγο για να κάνει τη δήλωση νομιμοφροσύνης προς την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat, που απαιτούσαν οι Βρυξέλλες, οπότε σχολιάστηκε κυρίως αυτή η τοποθέτηση. Ο Χουλιαράκης, όμως, για να μη φανεί ότι πήρε το λόγο μόνο για να κάνει τη δήλωση νομιμοφροσύνης, είπε δυο λόγια και για τη «δίκαιη ανάπτυξη». Τα εξής:

«Η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που επιδιώκει η Κυβέρνηση -αν θέλετε, η ανάκαμψη με αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά αδύναμων- χρειάζεται υψηλούς ρυθμούς όχι για ένα ή δύο τρίμηνα ή για ένα έτος, αλλά μεσοπρόθεσμα. Θυμίζω ότι οι ρυθμοί που προβλέπει το πρόγραμμα για το 2017-2018 είναι της τάξης του 2,5% έως 3%. Με δεδομένο το χαμηλό ύψος των αποταμιεύσεων στην Ελλάδα η μόνη -θα έλεγα- ρεαλιστική στόχευση για να στηρίξουμε τους ρυθμούς αυτούς, είναι η προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτές οι επενδύσεις, μαζί με τις δημόσιες επενδύσεις των κοινοτικών πόρων, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τέτοιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων σημαίνει τομές, σημαίνει θεσμικές τομές και στην αγορά και στην οικονομία και στη Δικαιοσύνη. Και αυτές ακριβώς τις τομές θα υλοποιήσει η Κυβέρνηση το επόμενο έτος».

Το πρώτο που πρέπει να σχολιαστεί είναι πως οι συριζαίοι επαναφέρουν την ιδεολογία της ψωροκώσταινας, που απετέλεσε αγκωνάρι της ιδεολογίας του κομπραδόρικου ελληνικού καπιταλισμού από τη γέννησή του και για πολλές δεκαετίες. Σύμφωνα μ' αυτή την ιδεολογία, η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα, που δεν έχει ούτε φυσικούς, ούτε κοινωνικούς, ούτε ανθρώπινους πόρους για να αναπτυχθεί αυτοδύναμα και ολοκληρωμένα, και επομένως πρέπει να τεθεί υπό την προστασία των μεγάλων καπιταλιστικών (ιμπεριαλιστικών στη συνέχεια) δυνάμεων, ώστε με την εισαγωγή κεφαλαίου και τεχνογνωσίας από τις επιχειρήσεις αυτών των χωρών να μπορέσει να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία. Στο όνομα αυτής της θεωρίας υπογράφτηκαν όλες οι αποικιοκρατικές συμβάσεις, που κατέστησαν το ξένο κεφάλαιο οικονομικά κυρίαρχο, ενώ η κομπραδόρικη ελληνική αστική τάξη περιορίστηκε σε ρόλο συνεταίρου και υπεργολάβου του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου.

Αυτή η ιδεολογία δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα χάρη στη δουλειά που έκανε το επαναστατικό ΚΚΕ, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον Νίκο Ζαχαριάδη, που πρώτος έθεσε μετ' επιτάσεως ζήτημα «ιστορικού ξοφλήματος» της ελληνικής αστικής τάξης και συνέδεσε την ιδεολογία της μεγάλης ιδέας μ' αυτή της ψωροκώσταινας, δείχνοντας ότι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο που υπηρετεί την ξενόδουλη-κομπραδόρικη στρατηγική αυτής της μπατιριμένης αστικής τάξης. Οι επεξεργασίες της 6ης Ολομέλειας του 1934 ήταν το πρώτο σημαντικό βήμα διατύπωσης ενός προγράμματος μετάβασης στον κομμουνισμό, που είχε στο κέντρο του τη δυνατότητα μιας ολόπλευρης ανάπτυξης με κέντρο τον εργαζόμενο άνθρωπο και με πλήρη εκμετάλλευση των υπερεπαρκών φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Μια δεκαετία αργότερα και αφού το ΚΚΕ κατέστη ηγεμονική πολιτική δύναμη μέσα στη φωτιά του αντικατοχικού, εθνικοαπελευθερωτικού, λαϊκοδημοκρατικού αγώνα, ήρθε και η πλήρης τεχνοκρατική τεκμηρίωση αυτής της στρατηγικής κατεύθυνσης, μέσα από τη σπουδαία δουλειά που έκαναν αριστεροί επιστήμονες όπως ο Ν. Κιτσίκης, ο Δ. Μπάτσης (μνημειώδες το έργο του «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» και άλλοι).

Ο αγώνας που δόθηκε τότε, στο πολιτικό αλλά και στο επιστημονικό τεχνοκρατικό επίπεδο, ανάγκασε την ελληνική αστική τάξη να αναδιπλωθεί σε ιδεολογικό επίπεδο. Δεν μπορούσε να βαδίσει πλέον με την ιδεολογία της ψωροκώσταινας στη χυδαία εκδοχή της. Επεξεργάστηκε το ιδεολόγημα διαφορετικά, πιο φινετσάτα, όμως η ουσία παρέμεινε ίδια. Οι αποικιοκρατικές συμβάσεις, όχι μόνο στη βιομηχανία, αλλά και στην κατασκευή υποδομών, και στον εμπορικό τομέα ακόμη, διαδέχονταν η μία την άλλη, με πρόσχημα πότε την έλλειψη κεφαλαίων που ήταν απαραίτητα για μια επένδυση και πότε την ανάγκη εισαγωγής τεχνογνωσίας. Η περίοδος της χούντας ήταν το αποκορύφωμα αυτής της δεύτερης φάσης εισβολής του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Η μεταπολίτευση του 1974 έφερε το «ξαναζέσταμα» και των συνθημάτων ενάντια στο ξένο κεφάλαιο. Το ΠΑΣΟΚ σπεκουλάρισε έξυπνα και μ' αυτά (οι παλαιότεροι  θυμούνται τα… αυτοδυναμικά συνθήματα), αλλά όταν έγινε κυβέρνηση συνέχισε αδιατάρακτα την ίδια πορεία. Δεν είναι τυχαίο ότι επί ΠΑΣΟΚ έγιναν οι δυο μεγαλύτερες συμβάσεις παραχώρησης βασικών υποδομών στο ξένο κεφάλαιο (η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου δόθηκε στη γαλλική «Βινσί» και το νέο αεροδρόμιο της Αθήνας στη γερμανική «Χόχτιφ»), για να μην μιλήσουμε για άλλες σκανδαλώδεις και όζουσες ιστορίες (Siemens-OTE για παράδειγμα).

Αυτό που λέει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, διά στόματος Χουλιαράκη, δεν είναι κάτι το καινοφανές, λοιπόν. Λέει με άλλα λόγια αυτά που αποτελούν την πεμπτουσία του ελληνικού καπιταλισμού από τη γέννησή του: στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πόροι, χρειαζόμαστε ανάπτυξη και γρήγορα, επομένως μόνο το ξένο κεφάλαιο μπορεί να μας την προσφέρει (συμπληρωματικά με ό,τι πάρουμε από κοινοτικούς πόρους για δημόσιες επενδύσεις).

Γιατί δεν έχουμε πόρους; Την απάντηση την έδινε (εν μέρει έστω) ο ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κυβέρνηση: γιατί μας ξεζουμίζει το ξένο κεφάλαιο και οι κάθε είδους δανειστές. Επομένως, η «ρεαλιστική στόχευση», στην οποία αναφέρεται ο Χουλιαράκης, προϋποθέτει την πλήρη αποδοχή του στάτους της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, που και ο ΣΥΡΙΖΑ υποκριτικά κατήγγειλε. Θα συνεχίσουμε στο επόμενο φύλλο.


ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Mια τοποθέτηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη στη Βουλή απετέλεσε το έναυσμα γι' αυτή τη μικρή ανάλυση, που ξεκίνησε στο προηγούμενο φύλλο. Την παραθέτουμε και πάλι: «Η βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη που επιδιώκει η Κυβέρνηση -αν θέλετε, η ανάκαμψη με αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά αδύναμων- χρειάζεται υψηλούς ρυθμούς όχι για ένα ή δύο τρίμηνα ή για ένα έτος, αλλά μεσοπρόθεσμα. Θυμίζω ότι οι ρυθμοί που προβλέπει το πρόγραμμα για το 2017-2018 είναι της τάξης του 2,5% έως 3%. Με δεδομένο το χαμηλό ύψος των αποταμιεύσεων στην Ελλάδα η μόνη -θα έλεγα- ρεαλιστική στόχευση για να στηρίξουμε τους ρυθμούς αυτούς, είναι η προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτές οι επενδύσεις, μαζί με τις δημόσιες επενδύσεις των κοινοτικών πόρων, έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τέτοιους ρυθμούς μεγέθυνσης. Προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων σημαίνει τομές, σημαίνει θεσμικές τομές και στην αγορά και στην οικονομία και στη Δικαιοσύνη. Και αυτές ακριβώς τις τομές θα υλοποιήσει η Κυβέρνηση το επόμενο έτος».

Διευκρινίζουμε ότι δεν πρόκειται για κάποια προσωπική τοποθέτηση του «δεξιού» Χουλιαράκη, αλλά για επίσημη κυβερνητική θέση. Ενδεικτικά παραθέτουμε ταυτόσημη τοποθέτηση του υπουργού Ανάπτυξης Γ. Σταθάκη: «Είναι αυτονόητο ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις θα βγάλουν την οικονομία από τη στασιμότητα. Οι δημόσιες επενδύσεις συμβάλλουν φυσικά, αλλά η ανάκαμψη θα έρθει από την επιτάχυνση των ιδιωτικών επενδύσεων. Η κυβέρνηση μπορεί να κάνει δύο πράγματα προς την κατεύθυνση αυτή. Πρώτον, να διευκολύνει τη χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Δεύτερον, να προβεί σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν το επενδυτικό πλαίσιο».

Σχολιάσαμε στο προηγούμενο φύλλο ότι με τέτοιες τοποθετήσεις οι Τσιπραίοι επαναφέρουν τη θεωρία της ψωροκώσταινας, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι μια φτωχή χώρα, που δεν μπορεί να έχει αυτοδύναμη ανάπτυξη και γι' αυτό έχει ανάγκη τις επενδύσεις του χρηματιστικού κεφάλαιου των χωρών του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Κοιτάζοντας το ζήτημα από μια στενή οικονομική-λογιστική σκοπιά, θα συμφωνήσουμε ότι οι Τσιπραίοι προσαρμόζονται στο ρεαλισμό του ελληνικού καπιταλιστικού συστήματος. Ο,τι συγκεντρώνει το κράτος, μέσω της φορομπηχτικής πολιτικής του, αφού αφαιρεθούν οι συρρικνωμένες πλέον δαπάνες του (μισθοί, συντάξεις, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές δαπάνες), κατευθύνεται στην αποπληρωμή του χρέους. Επομένως, δεν υπάρχει δυνατότητα κρατικών επενδύσεων, δεν μπορεί το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων να λειτουργήσει ως ατμομηχανή  ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Το κράτος όχι μόνο αποσύρεται από κλασικούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας (ακόμα και από υπηρεσίες στο πλαίσιο των κρατικών δομών Υγείας, Παιδείας κ.ά.), αλλά αποσύρεται και από τον παραγωγικό τομέα της λεγόμενης Κοινής Ωφέλειας (ενέργεια, ύδρευση, συγκοινωνίες, επικοινωνίες, συγκοινωνιακές και άλλες υποδομές), ανοίγοντας έτσι ένα τεράστιο πεδίο κερδοσκοπίας στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα.

Είναι λογικό, λοιπόν, στο πλαίσιο αυτών των δεδομένων, τα οποία οι συριζαίοι σέβονται σαν ευαγγέλιο (αυτά που έλεγαν μέχρι να αναρριχηθούν στην κυβέρνηση έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια),      να προσβλέπουν στο ιδιωτικό κεφάλαιο.  Γιατί, όμως, στο ξένο και όχι στο ελληνικό; Δεν υπάρχουν στην Ελλάδα κεφάλαια που λιμνάζουν και που αναζητούν χώρους επικερδούς τοποθέτησης; Φυσικά και υπάρχουν συσσωρευμένα κεφάλαια στην ιδιοκτησία ελλήνων καπιταλιστών. Το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη κεφαλαίων  (το χαμηλό επίπεδο αποταμιεύσεων, όπως λέει ο Χουλιαράκης, σε γνήσια τεχνοκρατική γλώσσα), αλλά η καταβαράθρωση της εσωτερικής αγοράς, που καθιστά επισφαλή κάθε παραγωγική επένδυση. Η καταβαράθρωση της εσωτερικής αγοράς, σε συνδυασμό με το δεδομένο μεταπρατικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, κάνει πιο ασφυκτική (και με χειρότερους όρους) την εξάρτησή του από το ξένο κεφάλαιο.

Ηδη, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου  σε επιλεγμένους τομείς έχει επιταχυνθεί, στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων (με όρους ξεπουλήματος) που προβλέπει το Μνημόνιο. Υπάρχουν περιπτώσεις που το ξεπούλημα επιβάλλεται από τα ιμπεριαλιστικά όργανα. Για παράδειγμα, δεν είναι η έλλειψη τεχνογνωσίας από τους έλληνες εργολάβους, που επέβαλε την είσοδο στις συμβάσεις παραχώρησης των αυτοκινητοδρόμων, μονοπωλιακών ομίλων όπως η γαλλική Βινσί και η γερμανική Χόχτιφ. Η είσοδός τους επιβλήθηκε από τα ευρωενωσίτικα όργανα, δεδομένου ότι πρόκειται για έργα υποδομής που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Αυτό έγινε προ Μνημονίων. Επί Μνημονίων, η γερμανική Φράπορτ παίρνει «με τσαμπουκά» τα περιφερειακά αεροδρόμια, ξένος όμιλος παίρνει τον Αστέρα της Βουλιαγμένης, άλλος ξένος όμιλος παίρνει το Ελληνικό, η ιταλική Ελπέντισον σχεδιάζει να βάλει πόδι στη ΔΕΗ, η γαλλική Σουέζ στα νερά κ.ο.κ. Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν και ελληνικοί κεφαλαιοκρατικοί όμιλοι ως συνεταίροι, με μειοψηφικό ποσοστό (σε κάποιες περιπτώσεις εξαιρετικά μικρό).

Ολες αυτές οι επενδύσεις ξένου κεφαλαίου αφορούν είτε την κατασκευή υποδομών, είτε την αρπαγή έτοιμων υποδομών, είτε τον τουρισμό και το ρίαλ εστέιτ.  Οταν, όμως, πρόκειται για οποιουδήποτε είδους παραγωγή αγαθών, στόχος μιας επένδυσης δεν μπορεί να είναι η στενή εσωτερική αγορά, που δεν έχει προοπτικές σημαντικής διεύρυνσης, δεδομένου ότι η παγίωση της κινεζοποίησης έχει ως σκοπό να κρατήσει χαμηλά την καταναλωτική δυνατότητα των ελληνικών νοικοκυριών. Στόχος μπορεί να είναι μόνο η εξωτερική αγορά. Απ' αυτή την άποψη, η Ελλάδα δεν είναι ακόμα τόσο ελκυστικός χώρος επενδύσεων για το ξένο κεφάλαιο, συγκρινόμενη όχι μόνο με τις λεγόμενες αναδυόμενες αγορές (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Βιετνάμ κ.ά.). Γι' αυτό οι δυο υπουργοί μιλούν για «θεσμικές τομές» (Χουλιαράκης) ή «θεσμικές μεταρρυθμίσεις που διευκολύνουν το επενδυτικό πλαίσιο» (Σταθάκης).

Πριν διερευνήσουμε τι είναι αυτό που θα καταστήσει τον ελληνικό καπιταλισμό ελκυστικό για επενδύσεις του ξένου κεφαλαίου, πέραν αυτών που είναι προγραμματισμένες στο πλαίσιο των ιδιωτικοποιήσεων-ξεπουλήματος, θυμίζουμε ότι το πρώτο Μνημόνιο έλεγε πως από άποψη μισθών και εργασιακών σχέσεων η Ελλάδα πρέπει να γίνει όπως οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες πρέπει να συγκρίνεται. Εκείνο που απαιτείται, λοιπόν, είναι ακόμα πιο χαριστικό φορολογικό καθεστώς και ακόμα πιο βαθιά κινεζοποίηση της εργατικής τάξης. Με κωδικό τρόπο αυτό σημαίνει «ειδικές οικονομικές ζώνες», στις οποίες δε θα ισχύει ούτε καν το καθεστώς που θεσπίστηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο, αλλά κάτι χειρότερο.

Αν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη πρεμούρα για τέτοιου είδους επενδύσεις στην Ελλάδα, είναι σίγουρο ότι θα ασκούνταν πίεση πάνω στις μνημονιακές κυβερνήσεις για τη δημιουργία «ειδικών οικονομικών ζωνών». Μέχρι στιγμής τέτοια πίεση δεν έχει ασκηθεί, όπως δείχνουν τα Μνημόνια. Ασκείται όμως πίεση για βάθεμα της κινεζοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι, μετά τις τεράστιες αντεργατικές αλλαγές που έγιναν με το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο, και το τρίτο Μνημόνιο προβλέπει παρεμβάσεις στις εργασιακές σχέσεις (ομαδικές απολύσεις) και το συνδικαλιστικό καθεστώς (δυνατότητα κήρυξης απεργίας), που θα συζητηθούν σύντομα στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης.

Οπως και να δει κανείς το θέμα, στόχος του κεφαλαίου είναι το μέγιστο κέρδος, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Γι' αυτό και αποτελεί πρόκληση να μιλούν οι συριζαίοι για «δίκαιη ανάπτυξη» με φορέα της επενδύσεις του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, εξ ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική δικαιοσύνη, δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπάρξει αυτός ο τρόπος παραγωγής χωρίς την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Ομως, ακόμα κι αν θεωρήσουμε τα περί «δίκαιης ανάπτυξης» με σχετική σημασία, δηλαδή ως διαδικασία μείωσης του βαθμού εκμετάλλευσης (αναφερόμαστε στο παλιό σοσιαλδημοκρατικό ιδεολόγημα), πάλι έχουμε να κάνουμε με προπαγάνδα απάτης. Οπως είδαμε, το ξένο κεφάλαιο ούτε τραβάει κανένα ιδιαίτερο ζόρι να επενδύσει στην Ελλάδα, ενώ από την άλλη έχει όλες τις δυνατότητες επιβολής της θέλησής του, δεδομένου ότι το μνημονιακό πλαίσιο του εξασφαλίζει ό,τι θέλει.

Εκείνο που μένει, λοιπόν, είναι η αποφασιστικότητα των συριζαίων να υπηρετήσουν μια πολιτική απόλυτης υποταγής στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, τιμώντας την παράδοση του ελληνικού αστισμού.


Πέτρος Γιώτης
 

KONTΡΑ: ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 10 και 17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

πηγή: eksegersi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου