Στις 28 του έμφορτου από μνήμες για το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα μήνα Μάη, κλείνουν 145 χρόνια από τη συμπλήρωση ενός έπους και μιας τραγωδίας: από την ήττα και την ηρωική θυσία των ηρωικών Κομμουνάρων του Παρισιού. Οι άνθρωποι αυτοί, εργάτες και εργάτριες, φορείς και συνεχιστές των καλύτερων αγωνιστικών παραδόσεων του γαλλικού λαού, βλέποντας τα πρωσικά στρατεύματα να παρελαύνουν στο Παρίσι, μετά τη ντροπιαστική ήττα της Γαλλίας στο γαλλοπρωσσικό πόλεμο και την προδοσία της αστικής τάξης της χώρας, πήραν επάνω τους τη μοίρα της πατρίδας, αποδεικνύοντας, για πρώτη φορά στην ιστορία, τί σημαίνει να αναδεικνύεται το προλεταριάτο σε ηγέτιδα τάξη.
Η Κομμούνα του Παρισιού υπήρξε το πρώτο εργατικό κράτος στην ιστορία
της ανθρωπότητας, η πρώτη «έφοδος στον ουρανό» όχι απλώς των υπάλληλων
τάξεων, αλλά των ίδιων των άμεσων παραγωγών, αυτών που δημιουργούν τον
πλούτο του κόσμου. Η σύντομη, δίμηνη εξουσία της λειτουργώντας προς
όφελος των καταπιεσμένων, ανέδειξε νέες αξίες και πρότυπα: την
αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, τον ηρωισμό της εργατικής τάξης, αυτής της
τάξης που «είναι δουλεύτρα και δεν έχει κανέναν ανάγκη». Κληροδότησε,
τόσο με τα επιτεύγματα, όσο και με τις αποτυχίες της, μια σειρά από
παρακαταθήκες και εμπειρίες που αποτελούν σημαντική κληρονομιά για το –
χειμαζόμενο σήμερα – εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Κληροδότησε
ζητήματα προς συζήτηση και άντληση εμπειρίας:
- Τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην υπεράσπιση της πατρίδας και την υπεράσπιση των συμφερόντων της τάξης.
- Τους
όρους και τις προϋποθέσεις συγκρότησης της εργατικής – λαϊκής εξουσίας
και της ρήξης με το αστικό – καπιταλιστικό καθεστώς και τις δομές του.
- Την
εκ των ων ουκ άνευ σπουδαιότητα της ύπαρξης και της σωστής λειτουργίας
του συνειδητού συλλογικού επαναστατικού υποκειμένου, του κόμματος της
εργατικής τάξης.
Ο
«Εργατικός Αγώνας» λοιπόν, τιμώντας τις μνήμες και τις παρακαταθήκες
της Κομμούνας του Παρισιού, δίνει το λόγο σε κάποιον «πολλά αξιότερο» να
μιλήσει για όλα αυτά, δημοσιεύοντας τρία κείμενα του Βλ. Ίλιτς Λένιν.
Κείμενο πρώτο:
Στη μνήμη της Κομμούνας
Πέρασαν
σαράντα χρόνια από τον καιρό της ανακήρυξης της Παρισινής Κομμούνας.
Σύμφωνα με τα καθιερωμένα, το γαλλικό προλεταριάτο τίμησε με
συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις τη μνήμη των αγωνιστών της επανάστασης της
18 Μάρτη 1871 και στο τέλος του Μάη θα καταθέσει ξανά στεφάνια στους
τάφους των κομμουνάρων που εκτελέστηκαν, των θυμάτων της φοβερής
«βδομάδας του Μάη» κι επάνω στους τάφους τους θα δώσει και πάλι όρκο να
παλέψει ακούραστα ως τον πλήρη θρίαμβο των ιδεών τους, ως την πλήρη
αποπεράτωση του έργου που μας κληροδότησαν.
Αλλά γιατί το
προλεταριάτο, όχι μόνο το γαλλικό, αλλά και όλου του κόσμου, τιμά στο
πρόσωπο των αγωνιστών της παρισινής Κομμούνας τους προδρόμους του; Και
ποια είναι η κληρονομιά της Κομμούνας;
Η Κομμούνα
γεννήθηκε αυθόρμητα. Κανένας δεν την είχε προετοιμάσει συνειδητά και
σχεδιασμένα. Ο αποτυχημένος πόλεμος με τη Γερμανία, τα βάσανα τον καιρό
της πολιορκίας, η ανεργία στις γραμμές του προλεταριάτου και η
καταστροφή της μικροαστικής τάξης, η αγανάκτηση των μαζών ενάντια στις
ανώτερες τάξεις και ενάντια στις αρχές που είχαν δείξει πλήρη
ανικανότητα, ο υπόκωφος αναβρασμός στους κόλπους της εργατικής τάξης,
που ήταν δυσαρεστημένη με την κατάστασή της και επιδίωκε ένα άλλο
κοινωνικό σύστημα, η αντιδραστική σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης, που
αποτελούσε κίνδυνο για την τύχη της δημοκρατίας, όλα αυτά και πολλά άλλα
μαζεύτηκαν, με αποτέλεσμα να σπρώξουν τον πληθυσμό του Παρισιού στην
επανάσταση της 18ης Μάρτη, η οποία παρέδωσε απροσδόκητα την εξουσία στα
χεριά της Εθνοφρουράς, στα χέρια της εργατικής τάξης και της
μικροαστικής τάξης, που είχε προσχωρήσει σ' αυτήν.
Αυτό ήταν ένα
γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία. Ως τότε η εξουσία βρισκόταν συνήθως στα
χέρια των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, δηλαδή σε εντολοδόχους
τους, που συγκροτούσαν τη λεγόμενη κυβέρνηση. Υστερα όμως από την
επανάσταση της 18ης Μάρτη, όταν η κυβέρνηση του κ. Θιέρσου με το στρατό
της, την αστυνομία και τους υπαλλήλους της έφυγε από το Παρίσι, ο λαός
έμεινε κύριος της κατάστασης και η εξουσία πέρασε στο προλεταριάτο. Στη
σημερινή όμως κοινωνία, το προλεταριάτο, που οικονομικά είναι
υποδουλωμένο στο κεφάλαιο, δεν μπορεί να κυριαρχήσει πολιτικά, αν δε
σπάσει τις αλυσίδες του που το κρατούν δεμένο στο κεφάλαιο. Και να γιατί
το κίνημα της Κομμούνας όφειλε να πάρει αναπόφευκτα σοσιαλιστική χροιά,
δηλαδή να επιδιώξει την ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, της
κυριαρχίας του κεφαλαίου, την καταστροφή των ίδιων των θεμελίων του
σημερινού κοινωνικού καθεστώτος.
Στην
αρχή το κίνημα αυτό ήταν πάρα πολύ μπερδεμένο και ακαθόριστο.
Προσχώρησαν σ' αυτό και πατριώτες που έλπιζαν ότι η Κομμούνα θα
ξαναρχίσει τον πόλεμο ενάντια στους Γερμανούς και θα τον φέρει σε
νικηφόρο τέρμα. Το υποστήριξαν και οι μικροί καταστηματάρχες που τους
απειλούσε η καταστροφή αν δε δινόταν αναστολή στην εξόφληση των
γραμματίων και στην καταβολή των ενοικίων (η κυβέρνηση δεν ήθελε να
δώσει αυτή την αναστολή, όμως η Κομμούνα την έδωσε). Τέλος, στις αρχές
το συμπαθούσαν εν μέρει και οι αστοί δημοκράτες που φοβούνταν ότι η
αντιδραστική Εθνοσυνέλευση («η χωριατιά», οι άξεστοι τσιφλικάδες) θα
επαναφέρει τη μοναρχία. Τον κύριο όμως ρόλο στο κίνημα αυτό τον έπαιζαν,
φυσικά, οι εργάτες (ιδίως οι χειροτέχνες του Παρισιού), ανάμεσα στους
οποίους τα τελευταία χρόνια της Δεύτερης αυτοκρατορίας είχε γίνει
δραστήρια σοσιαλιστική προπαγάνδα και πολλοί απ' αυτούς ανήκαν και στη
Διεθνή.
Μόνον οι εργάτες
έμειναν ως το τέλος πιστοί στην Κομμούνα. Οι αστοί δημοκράτες και οι
μικροαστοί γρήγορα ξέκοψαν απ' αυτήν: τους πρώτους τους φόβισε ο
επαναστατικοσοσιαλιστικός, ο προλεταριακός χαρακτήρας του κινήματος, οι
δεύτεροι ξέκοψαν, όταν είδαν ότι ήταν καταδικασμένο σε αναπόφευκτη ήττα.
Μόνο οι Γάλλοι προλετάριοι υποστήριζαν άφοβα και ακούραστα τη δική τους
κυβέρνηση, μόνο αυτοί μάχονταν και πέθαιναν γι' αυτήν, δηλαδή για την
υπόθεση της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, για ένα καλύτερο μέλλον
όλων των εργαζομένων.
Εγκαταλειμμένη από
τους χτεσινούς της συμμάχους και χωρίς καμιά υποστήριξη, η Κομμούνα
έμελλε αναπόφευκτα να ηττηθεί. Ολη η αστική τάξη της Γαλλίας, όλοι οι
τσιφλικάδες, οι χρηματιστές, οι εργοστασιάρχες, όλοι οι μεγάλοι και οι
μικροί κλέφτες, όλοι οι εκμεταλλευτές ενώθηκαν εναντίον της. Η αστική
αυτή συμμαχία, που υποστηριζόταν από τον Βίσμαρκ (αυτός απελευθέρωσε από
τη γερμανική αιχμαλωσία 100.000 Γάλλους φαντάρους για να υποτάξουν το
επαναστατημένο Παρίσι), πέτυχε να ξεσηκώσει τους καθυστερημένους αγρότες
και την επαρχιακή μικροαστική τάξη ενάντια στο παρισινό προλεταριάτο
και να κυκλώσει το μισό Παρίσι μ' ένα σιδερένιο κλοιό (το άλλο μισό ήταν
μπλοκαρισμένο από το γερμανικό στρατό). Σε μερικές μεγάλες πόλεις της
Γαλλίας (Μασσαλία, Λυών, Σεντ - Ετιέν, Ντιζόν κ.ά) οι εργάτες έκαναν
επίσης απόπειρες όμως αυτές κατέληξαν γρήγορα σε αποτυχία. Και το
Παρίσι, που ύψωσε πρώτο τη σημαία της προλεταριακής εξέγερσης, αφέθηκε
στις δικές του μόνο δυνάμεις και καταδικάστηκε σε σίγουρη καταστροφή.
Για
να νικήσει η κοινωνική επανάσταση πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο
όροι: υψηλή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και κατάλληλη προετοιμασία
του προλεταριάτου. Το 1871 όμως και οι δύο αυτοί όροι δεν υπήρχαν. Ο
γαλλικός καπιταλισμός ήταν ακόμη αδύνατα αναπτυγμένος και η Γαλλία ήταν
τότε χώρα κυρίως των μικροαστών (βιοτέχνες, αγρότες,
μικροκαταστηματάρχες κ.ά). Από την άλλη μεριά, δεν υπήρχε εργατικό
κόμμα, δεν υπήρχε προετοιμασία και μακρόχρονη εξάσκηση της εργατικής
τάξης που στη μεγάλη πλειοψηφία της δεν καταλάβαινε και πολύ καθαρά τα
καθήκοντά της και τους τρόπους της πραγματοποίησής τους. Δεν υπήρχε ούτε
σοβαρή πολιτική οργάνωση του προλεταριάτου, ούτε μαζικά συνδικάτα και
συνεταιριστικές ενώσεις...
Το βασικό όμως που
έλειψε από την Κομμούνα ήταν ο χρόνος, η ελευθερία να εξετάσει
προσεκτικά την κατάσταση και να καταπιαστεί με την εφαρμογή του
προγράμματός της. Δεν πρόφτασε η Κομμούνα ν' αρχίσει το έργο της, και η
κυβέρνηση, που είχε εγκατασταθεί στις Βερσαλίες, άρχισε, με την
υποστήριξη όλης της αστικής τάξης, τις πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια
στο Παρίσι. Και η Κομμούνα έπρεπε να σκεφτεί πρώτ' απ' όλα για την
αυτοάμυνά της. Και ως το τέλος, που επήλθε στις 21 - 28 του Μάη, δεν
είχε καιρό να σκεφτεί σοβαρά για τίποτε άλλο.
Ωστόσο, παρά τις
τόσο δυσμενείς συνθήκες, παρά την ολιγόχρονη ύπαρξή της, η Κομμούνα
πρόφτασε να πάρει κάμποσα μέτρα, που είναι αρκετά για να χαρακτηρίσουν
το πραγματικό της νόημα και τους πραγματικούς της σκοπούς (...).
Ολα αυτά τα μέτρα
έδειχναν αρκετά καθαρά ότι η Κομμούνα αποτελεί θανάσιμη απειλή για τον
παλιό κόσμο, το θεμελιωμένο στην υποδούλωση και στην εκμετάλλευση. Γι'
αυτό η αστική κοινωνία δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχα όσο στο δημαρχείο
του Παρισιού ανέμιζε η κόκκινη σημαία του προλεταριάτου. Και όταν τελικά
η οργανωμένη κυβερνητική δύναμη κατόρθωσε να καταβάλει την άσχημα
οργανωμένη δύναμη της επανάστασης, οι βοναπαρτικοί στρατηγοί, που τις
έφαγαν από τους Γερμανούς και έκαναν το γενναίο απέναντι στους
νικημένους συμπατριώτες τους, οι Γάλλοι αυτοί Ρενενκάμπφ και Μέλερ -
Ζακομέλσκι, οργάνωσαν μια σφαγή που δεν είχε ξαναδεί το Παρίσι. Περίπου
30.000 κάτοικοι του Παρισιού σκοτώθηκαν από την εξαγριωμένη φανταρία,
45.000 περίπου πιάστηκαν και αργότερα πολλοί απ' αυτούς εκτελέστηκαν,
χιλιάδες στάλθηκαν στα κάτεργα και στην εξορία. Γενικά το Παρίσι έχασε
περίπου 100.000 από τα παιδιά του και ανάμεσα σ' αυτά τους καλύτερους
εργάτες απ' όλα τα επαγγέλματα.
Η αστική τάξη
ικανοποιήθηκε. «Με το σοσιαλισμό ξοφλήσαμε τώρα για πολύν καιρό!», έλεγε
ο αρχηγός της, ο αιμοδιψής νάνος, ο Θιέρσος, ύστερα από το αιματηρό
λουτρό που έκανε με τους στρατηγούς του στο παρισινό προλεταριάτο. Του
κάκου όμως έκρωζαν τα αστικά αυτά κοράκια. Υστερα από έξι περίπου χρόνια
από την καταστολή της Κομμούνας, όταν πολλοί μαχητές της έλιωναν ακόμα
στα κάτεργα και στις εξορίες, στη Γαλλία άρχιζε κιόλας ένα νέο εργατικό
κίνημα. Η καινούρια σοσιαλιστική γενιά, πλουτισμένη με την πείρα των
προδρόμων της, που δεν ήταν όμως καθόλου απογοητευμένη από την ήττα
τους, άρπαξε τη σημαία που έπεσε από τα χέρια των μαχητών της Κομμούνας
και την έφερε με πεποίθηση και τόλμη μπροστά με τα συνθήματα: «Ζήτω η
κοινωνική επανάσταση! Ζήτω η Κομμούνα!». Και ύστερα από άλλα δύο χρόνια,
το νέο εργατικό κόμμα, με τη ζύμωση που ανέπτυξε στη χώρα, υποχρέωσε
τις κυρίαρχες τάξεις να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους κομμουνάρους που
βρίσκονταν ακόμη στα χέρια της κυβέρνησης.
Τη
μνήμη των μαχητών της Κομμούνας την τιμούν όχι μόνο οι Γάλλοι εργάτες,
αλλά και το προλεταριάτο όλου του κόσμου. Γιατί η Κομμούνα δεν πάλευε
για κάποιο τοπικό, είτε στενά εθνικό σκοπό, αλλά για την απελευθέρωση
όλης της εργαζόμενης ανθρωπότητας, όλων των ταπεινών και καταφρονεμένων.
Η Κομμούνα, σαν πρωτοπόρος μαχητής της κοινωνικής επανάστασης, απέσπασε
τη συμπάθεια του προλεταριάτου παντού όπου αυτό υποφέρει και
αγωνίζεται. Η εικόνα της ζωής και του θανάτου της, η μορφή της εργατικής
κυβέρνησης, που πήρε και κράτησε στα χέρια της πάνω από δύο μήνες την
πρωτεύουσα του κόσμου, το θέαμα της ηρωικής πάλης του προλεταριάτου και
τα μαρτύριά του μετά την ήττα, όλα αυτά ανέβασαν το ηθικό εκατομμυρίων
εργατών, αναπτέρωσαν τις ελπίδες τους, και τράβηξαν τη συμπάθειά τους
προς το μέρος του σοσιαλισμού. Η βροντή των κανονιών του Παρισιού
αφύπνισε τα πιο καθυστερημένα στρώματα του προλεταριάτου, που ήταν
βυθισμένα σ' ένα βαθύ ύπνο και έδωσε παντού ώθηση στο δυνάμωμα της
επαναστατικής - σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Να γιατί το έργο της
Κομμούνας δεν πέθανε, ζει μέχρι σήμερα στον καθένα από μας.
Η υπόθεση της
Κομμούνας είναι υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης, υπόθεση της
ολοκληρωτικής πολιτικής και οικονομικής απελευθέρωσης των εργαζομένων,
είναι υπόθεση του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και με την έννοια αυτή το
έργο της Κομμούνας είναι αθάνατο.
ΑΠΑΝΤΑ ΛΕΝΙΝ, τόμος 20ός, σελ. 224 - 229, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Κείμενο δεύτερο:
Τα διδάγματα της Κομμούνας
Ύστερα
από το πραξικόπημα, που έβαλε τέρμα στην Επανάσταση του 1848, η Γαλλία
έπεσε 18 χρόνια κάτω από το ζυγό του καθεστώτος του Ναπολέοντα. Το
καθεστώς αυτό οδήγησε τη χώρα όχι μόνο στην οικονομική καταστροφή, αλλά
και στην εθνική ταπείνωση. Το προλεταριάτο, που εξεγέρθηκε ενάντια στο
παλιό καθεστώς, επωμίστηκε δύο καθήκοντα, ένα πανεθνικό και ένα ταξικό:
Την απελευθέρωση της Γαλλίας από τους Γερμανούς εισβολείς και τη
σοσιαλιστική απελευθέρωση των εργατών από τον καπιταλισμό. Το πιο
πρωτότυπο χαρακτηριστικό γνώρισμα της Κομμούνας βρίσκεται σ' αυτήν
ακριβώς τη συνένωση των δύο καθηκόντων.
Η αστική τάξη είχε
σχηματίσει τότε «κυβέρνηση εθνικής άμυνας» και το προλεταριάτο βρέθηκε
υποχρεωμένο να παλέψει για την πανεθνική ανεξαρτησία κάτω από την ηγεσία
της κυβέρνησης αυτής. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση αυτή ήταν
κυβέρνηση «προδοσίας του λαού», που αποστολή της θεωρούσε την πάλη
ενάντια στο προλεταριάτο του Παρισιού. Το προλεταριάτο, όμως, τυφλωμένο
από πατριωτικές αυταπάτες, δεν το καταλάβαινε αυτό. Η πατριωτική ιδέα
έχει προέλευσή της ακόμη από τη μεγάλη επανάσταση του XVIII αιώνα. Η
ιδέα αυτή είχε υποτάξει τα μυαλά των σοσιαλιστών της Κομμούνας και ο
Μπλανκί, λόγου χάρη, αναμφισβήτητα επαναστάτης και θερμός οπαδός του
σοσιαλισμού, δε βρήκε πιο κατάλληλη ονομασία για την εφημερίδα του από
την αστική κραυγή: «Η πατρίδα σε κίνδυνο!».
Το
μοιραίο λάθος των Γάλλων σοσιαλιστών βρισκόταν στη συνένωση αυτή των
αντιφατικών καθηκόντων, του πατριωτισμού και του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ
ακόμη στο μανιφέστο της Διεθνούς, το Σεπτέμβρη του 1870, έκανε
προσεκτικό το γαλλικό προλεταριάτο, τονίζοντάς του ότι δεν πρέπει να
παρασύρεται από την ψεύτικη εθνική ιδέα: Βαθιές αλλαγές έχουν
συντελεστεί από τον καιρό της μεγάλης επανάστασης, οι ταξικές αντιθέσεις
έχουν οξυνθεί, κι αν τότε ο αγώνας ενάντια στην αντίδραση ολόκληρης της
Ευρώπης είχε συνενώσει ολόκληρο το επαναστατικό έθνος, τώρα το
προλεταριάτο δεν μπορεί πια να συνδέει τα συμφέροντά του με τα
συμφέροντα των άλλων, των εχθρικών του τάξεων. Η αστική τάξη ας έχει την
ευθύνη για την εθνική ταπείνωση, έργο του προλεταριάτου είναι ν'
αγωνιστεί για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της εργασίας από το ζυγό της
αστικής τάξης.
Και πραγματικά, δεν
άργησε να αποκαλυφθεί το αληθινό βαθύτερο περιεχόμενο του αστικού
«πατριωτισμού». Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, αφού έκλεισε μια επαίσχυντη
συνθήκη ειρήνης με τους Πρώσους, πέρασε στον άμεσό της σκοπό, ανάλαβε
δηλαδή την επίθεση για να αφαιρέσει από το προλεταριάτο του Παρισιού τα
όπλα που της προκαλούσαν το φόβο και τον τρόμο. Οι εργάτες απάντησαν με
την ανακήρυξη της Κομμούνας και τον εμφύλιο πόλεμο.
Παρά
το γεγονός ότι το σοσιαλιστικό προλεταριάτο ήταν χωρισμένο σε πολλές
αιρέσεις, η Κομμούνα αποτέλεσε ένα λαμπρό υπόδειγμα της ικανότητας του
προλεταριάτου να πραγματοποιεί ομόθυμα τα δημοκρατικά καθήκοντα που η
αστική τάξη ήξερε μόνο να τα διακηρύσσει. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη
πολύπλοκη νομοθεσία, απλά, στην πράξη, το προλεταριάτο που κατέλαβε την
εξουσία εφάρμοσε τον εκδημοκρατισμό του κοινωνικού καθεστώτος, κατάργησε
τη γραφειοκρατία και πραγματοποίησε την αιρετότητα των δημοσίων
υπαλλήλων από το λαό.
Δυο όμως λάθη
κατάστρεψαν τους καρπούς της λαμπρής νίκης. Το προλεταριάτο σταμάτησε
στη μέση του δρόμου: Αντί να αρχίσει την «απαλλοτρίωση των
απαλλοτριωτών», παρασύρθηκε από το όνειρο να εγκαθιδρύσει ανώτερη
Δικαιοσύνη σε μια χώρα που να την ενώνει το πανεθνικό καθήκον. Δεν
κατέλαβε, λ.χ., τέτοια ιδρύματα, σαν την Τράπεζα, οι θεωρίες των
προυντονιστών για «δίκαιη ανταλλαγή» κτλ. επικρατούσαν ακόμα ανάμεσα
στους σοσιαλιστές. Το δεύτερο λάθος είναι η υπερβολική μεγαλοψυχία του
προλεταριάτου: Επρεπε να εξοντώσει τους εχθρούς του. Απεναντίας, το
προλεταριάτο του Παρισιού προσπαθούσε να επιδράσει ηθικά επάνω τους,
περιφρόνησε τη σημασία των καθαρά πολεμικών ενεργειών στον εμφύλιο
πόλεμο και, αντί να στεφανώσει τη νίκη του στο Παρίσι με αποφασιστική
επίθεση ενάντια στις Βερσαλλίες, αργοπόρησε κι έδωσε στην κυβέρνηση των
Βερσαλλιών τον καιρό να συγκεντρώσει τις σκοτεινές δυνάμεις και να
προετοιμαστεί για τη ματωμένη εβδομάδα του Μάη.
Παρ' όλα όμως τα
λάθη της, η Κομμούνα αποτελεί το πιο υψηλό παράδειγμα του πιο
περίλαμπρου προλεταριακού κινήματος του ΧΙΧ αιώνα. Ο Μαρξ εκτιμούσε
εξαιρετικά την ιστορική σημασία της Κομμούνας. Αν τον καιρό που η
συμμορία των Βερσαλλιών έκανε την προδοτική επιδρομή για ν' αφαιρέσει
από το προλεταριάτο του Παρισιού τα όπλα οι εργάτες τα παράδιναν χωρίς
μάχη, η καταστροφική πτώση του ηθικού, που θα προκαλούσε μια τέτοια
αδυναμία στο προλεταριακό κίνημα, θα ήταν πολλές φορές πιο βαριά, παρά η
ζημιά από τις απώλειες που είχε η εργατική τάξη στον αγώνα,
υπερασπίζοντας τα όπλα της. Οσο μεγάλες και αν ήταν οι θυσίες της
Κομμούνας, αυτές εξαγοράζονται με τη σημασία που έχει για τον καθολικό
προλεταριακό αγώνα: Η Κομμούνα έδειξε τη δύναμη του εμφυλίου πολέμου,
διέλυσε τις πατριωτικές αυταπάτες κι έκανε θρύψαλα την απλοϊκή πίστη ότι
οι επιδιώξεις της αστικής τάξης είναι πανεθνικές. Η Κομμούνα έμαθε στο
ευρωπαϊκό προλεταριάτο να βάζει συγκεκριμένα τα καθήκοντα της
σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το
δίδαγμα που πήρε το προλεταριάτο δε θα ξεχαστεί. Η εργατική τάξη θα
χρησιμοποιήσει αυτό το δίδαγμα, όπως το χρησιμοποίησε κιόλας στη Ρωσία
κατά την εξέγερση του Δεκέμβρη.
Η εποχή που
προηγήθηκε από τη ρωσική επανάσταση και που προετοίμασε την επανάσταση
έχει μια κάποια ομοιότητα με την εποχή του ζυγού του Ναπολέοντα στη
Γαλλία. Και στη Ρωσία η απολυταρχική κλίκα έφερε τη χώρα ως τη φρίκη της
οικονομικής καταστροφής και της εθνικής ταπείνωσης. Πολύ καιρό όμως δεν
μπορούσε να ξεσπάσει η επανάσταση, όσο η κοινωνική ανάπτυξη δεν είχε
δημιουργήσει τις συνθήκες για ένα μαζικό κίνημα και οι απομονωμένες
επιθέσεις ενάντια στην κυβέρνηση στην προεπαναστατική περίοδο, παρ' όλο
τον ηρωισμό τους, τσακίζονταν πάνω στην αδιαφορία των λαϊκών μαζών. Μόνο
η σοσιαλδημοκρατία με επίμονη και συστηματική δουλιά διαπαιδαγώγησε τις
μάζες ως τις ανώτερες μορφές πάλης, τις μαζικές εκδηλώσεις και τον
εμφύλιο ένοπλο πόλεμο.
Η σοσιαλδημοκρατία
μπόρεσε να διαλύσει «τις πανεθνικές» και «πατριωτικές» πλάνες που είχε
το νεαρό προλεταριάτο και όταν με την άμεση επέμβασή της κατόρθωσε να
αποσπαστεί από τα χέρια του τσάρου το μανιφέστο της 17 του Οχτώβρη, το
προλεταριάτο πέρασε στη δραστήρια προετοιμασία για το επόμενο
αναπόφευκτο στάδιο της επανάστασης, την ένοπλη εξέγερση. Ελευθερωμένο
από τις «πανεθνικές» αυταπάτες, συγκέντρωνε τις ταξικές του δυνάμεις
στις μαζικές του οργανώσεις, τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών
βουλευτών κτλ. Και παρ' όλες τις διαφορές των σκοπών και των καθηκόντων
που έμπαιναν μπροστά στη ρωσική επανάσταση, σε σύγκριση με την
επανάσταση του 1871, το ρωσικό προλεταριάτο ήταν υποχρεωμένο να
καταφύγει στον ίδιο τρόπο πάλης, στον εμφύλιο πόλεμο, που την αρχή του
την έκανε η Κομμούνα του Παρισιού. Το προλεταριάτο της Ρωσίας θυμόταν τα
διδάγματά της και ήξερε ότι δεν πρέπει να περιφρονεί τα ειρηνικά μέσα
πάλης - τα μέσα αυτά εξυπηρετούν τα τρέχοντα, τα καθημερινά συμφέροντα
και είναι απαραίτητα στην περίοδο της προετοιμασίας της επανάστασης -
ποτέ όμως δεν πρέπει να ξεχνά ότι η ταξική πάλη κάτω από ορισμένες
συνθήκες παίρνει τη μορφή του ένοπλου αγώνα και του εμφύλιου πολέμου.
Υπάρχουν στιγμές που τα συμφέροντα του προλεταριάτου απαιτούν αμείλικτη
εξόντωση των εχθρών του σε ανοιχτές πολεμικές συγκρούσεις. Για πρώτη
φορά το έδειξε αυτό το γαλλικό προλεταριάτο στην Κομμούνα και το
επικύρωσε περίλαμπρα το ρωσικό προλεταριάτο με την εξέγερση του
Δεκέμβρη.
Ας καταπνίγηκαν οι
δυο αυτές μεγαλειώδεις εξεγέρσεις της εργατικής τάξης, θα γίνει νέα
εξέγερση που μπροστά της θ' αποδειχτούν ανίσχυρες οι δυνάμεις των εχθρών
του προλεταριάτου και από την εξέγερση αυτή το σοσιαλιστικό
προλεταριάτο θα βγει με ολοκληρωμένη τη νίκη.
ΑΠΑΝΤΑ ΛΕΝΙΝ, τόμος 16ος, σελ. 475-478, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Κείμενο τρίτο:
Η πείρα της Παρισινής Κομμούνας του 1871: Η Μαρξιστική ανάλυση
1. Γιατί είναι ήρωες οι οπαδοί της Κομμούνας
Είναι
γνωστό ότι το φθινόπωρο του 1870, λίγους μήνες πριν από την δημιουργία
της Κομμούνας, ο Μαρξ προειδοποιούσε τους εργάτες των Παρισίων,
αποδεικνύοντας τους ότι κάθε απόπειρα για την ανατροπή της Κυβέρνησης θα
ήταν απεγνωσμένη παραφροσύνη. Όταν όμως τον Μάρτιο τον 1871 η
αποφασιστική μάχη ετέθη προ των εργατών και αυτοί την δέχθηκαν, όταν η
εξέγερση ήταν πια τετελεσμένο γεγονός ο Μαρξ υποδέχτηκε την προλεταριακή
επανάσταση με τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό, παρ' όλους τους κακούς
οιωνούς. Ο Μαρξ δεν έπεσε στη σχολαστικότητα να καταδικάζει ένα «πρόωρο»
κίνημα, εντελώς αντίθετα από τον πασίγνωστο Ρώσο προδότη του μαρξισμού
Πλεχάνωφ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1905, έγραφε ενθαρρύνοντας τον αγώνα
των εργατών και χωρικών, αλλά ύστερα από τον Δεκέμβριο 1905 προσχώρησε
στο φιλελεύθερο σύνθημα : «δεν έπρεπε να καταφύγετε στα όπλα».
Και
ο Μαρξ δεν έδειξε, μόνο ενθουσιασμό για τον ηρωισμό των οπαδών της
Κομμούνας «που ζητούσαν να κατακτήσουν τον ουρανό» όπως έλεγε. Στο
επαναστατικό κίνημα των μαζών, αν και δεν πέτυχε το σκοπό του, είδε ο
Μαρξ μια ιστορική απόπειρα τεράστιας σημασίας, μια συγκεκριμένη πρόοδο
στην παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, ένα πρακτικό βήμα σπουδαιότερο
από εκατό προγράμματα και συζητήσεις. Το πρόβλημα που παρουσιάστηκε στον
Μαρξ ήταν να αναλύσει την απόπειρα αυτή, να βγάλει απ' αυτήν μαθήματα
τακτικής, να ξαναεξετάσει τη θεωρία του με το νέο φως πού του έφερνε. Η
μόνη «διόρθωση» που ο Μαρξ σκέφθηκε ότι ήταν αναγκαίο να κάνει στο
Κομμουνιστικό Μανιφέστο στηρίχθηκε πάνω στην επαναστατική πείρα της
Παρισινής Κομμούνας.
Ο
τελευταίος πρόλογος σε μια νέα Γερμανική έκδοση του κομμουνιστικού
Μανιφέστου, υπογεγραμμένη και από τους δύο συγγραφείς του, χρονολογείται
από τις 24 Ιουνίου 1872. Στον πρόλογο αυτόν οι συγγραφείς Καρλ Μαρξ και
Φρειδερίκος Ένγκελς γράφουν ότι το πρόγραμμα του Κομμουνιστικού
Μανιφέστου είναι τώρα «αρκετά παράκαιρο».
«Ιδιαιτέρως»,
εξακολουθούν, η Κομμούνα αποδεικνύει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί
«απλώς να καταλάβει τον έτοιμο Κρατικό μηχανισμό και να τον βάλει σε
ενέργεια για τους δικούς της σκοπούς!».
Τα
λόγια που τονίζονται στο κομμάτι αυτό είναι παρμένα από τους συγγραφείς
του από το βιβλίο του Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στην Γαλλία». Βλέπουμε
ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς έδιναν τόσο μεγάλη σημασία σε ένα θεμελιώδες
και κύριο δίδαγμα της Παρισινής Κομμούνας, ώστε το έβαλαν ως ουσιώδη
διόρθωση στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Είναι
χαρακτηριστικότατο ότι ακριβώς αυτή η διόρθωση παραμορφώθηκε από τους
οπορτουνιστές, και η σημασία της, προφανώς, είναι ακατάληπτη, για τα
εννέα δέκατα, αν όχι για τα ενενήντα εννέα εκατοστά, των αναγνωστών του
Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Θα μιλήσομε περισσότερο, γι αυτό σε ειδικό
κεφάλαιο αφιερωμένο σαυτές τις διαστροφές. Αρκεί εδώ να σημειώσομε, ότι η
συνηθισμένη και χυδαία «ερμηνεία» του περίφημου αξιώματος του Μαρξ που
αναφέραμε, είναι ότι ο Μαρξ, όπως λένε, τονίζει εδώ την ιδέα της
βαθμιαίας εξέλιξης, κατ' αντιδιαστολή προς την βίαιη κατάληψη της
εξουσίας!
Στην
πραγματικότητα όμως, αληθεύει ακριβώς το αντίθετο. Ο Μαρξ θέλει να πει
ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να κομματιάσει τον «έτοιμο
μηχανισμό του Κράτους και όχι απλώς να προσαρμοσθεί μαυτόν παίρνοντας
τον στην κατοχή της.
Στις 12 Απριλίου 1871, -δηλαδή ακριβώς στην εποχή της Κομμούνας -ο Μαρξ έγραφε στον Κούγκελμαν :
«Αν
κοιτάξετε στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου «Η Δεκάτη Ογδόη
Μπρυμαίρ» θα δείτε ότι διακηρύσσω πως η προσπάθεια της Γαλλικής
Επανάστασης πρέπει να είναι όχι η κατάληψη της γραφειοκρατικής και
στρατιωτικής μηχανής -όπως έγινε έως σήμερα αλλά η συντριβή της (στα
γερμανικά ο Μαρξ γράφει zerbrechen) -και
αυτό ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής
επανάστασης στην Ευρώπη. Και ακριβώς αυτή είναι η προσπάθεια των ηρωικών
Παρισινών συντρόφων μας».
Μέσα
σαυτά τα λόγια: «να συντρίψει τον γραφειοκρατικό και στρατιωτικό
Κρατικό μηχανισμό εκφράζεται με συντομία, η κυριότερη διδασκαλία του
Μαρξισμού σχετικά με τα προβλήματα του Κράτους, που μια επανάσταση θα
προβάλει στο προλεταριάτο. Και αυτή ακριβώς η διδασκαλία, όχι μόνον
λησμονήθηκε, αλλά και παραμορφώθηκε τελείως από την επικρατούσα μαρξική
«ερμηνεία» του Κάουτσκυ!
Όσον αφορά την παραπομπή του Μαρξ στην «Δεκάτη Ογδόη Μπρυμαίρ» παραθέσαμε παραπάνω ολόκληρο το σχετικό κείμενο.
Είναι
όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον, να σημειώσομε δυο σημεία από το απόσπασμα
αυτό. Πρώτον ότι αναφέρει τα συμπεράσματά του στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Αυτό ήταν φυσικό στα 1871, όταν η Αγγλία ήταν ακόμα το πρότυπο μιας
καθαρά καπιταλιστικής χώρας, χωρίς την στρατιωτική μηχανή, και σε μεγάλο
βαθμό, χωρίς την γραφειοκρατία.
Ο
Μαρξ απέκλειε την 'Αγγλία, σύμφωνα με τη γνώμη του ότι η πραγματική
λαϊκή επανάσταση είναι αδύνατη, χωρίς τον προαπαιτούμενο όρο της
καταστροφής του έτοιμου Κρατικού μηχανισμού».
Σήμερα,
στα 1917, στην εποχή του πρώτου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου, η
διάκριση αυτή του Μαρξ δεν εφαρμόζεται, και η Αγγλία και η Αμερική, οι
μεγαλύτεροι και οι τελευταίοι αντιπρόσωποι της Αγγλοσαξονικής
«ελευθερίας» που εννοείται με την έλλειψη του μιλιταρισμού και της
γραφειοκρατίας, κύλησαν σήμερα τελείως μέσα στον ακάθαρτο, ματωμένο
βόρβορο των στρατιωτικο-γραφειοκρατικών θεσμών όλης της Ευρώπης, που
υποτάσσουν και συντρίβουν τα πάντα. Σήμερα, και στην Αγγλία και στην
Αμερική, ο «προαπαιτούμενος όρος για την πραγματική λαϊκή επανάσταση,
είναι η συντριβή, το κομμάτιασμα του έτοιμου Κρατικού μηχανισμού» (ο
οποίος τελειοποιήθηκε και σ αυτές τις χώρες από το 1914 έως το 1917,
σύμφωνα με τον «Ευρωπαϊκό» γενικό ιμπεριαλιστικό κανόνα).
Δεύτερον,
η βαθύτατη αυτή παρατήρηση του Μαρξ αξίζει ιδιαίτερη προσοχή εκεί που
τονίζει, ότι η καταστροφή του στρατιωτικού και γραφειοκρατικού Κρατικού
μηχανισμού είναι «ο προαπαιτούμενος όρος μιας πραγματικής λαϊκής
επανάστασης».
Η
ιδέα αυτή της «λαϊκής» επανάστασης φαίνεται παράξενη στα χείλη του
Μαρξ. Και οι Ρώσοι φίλοι του Πλεχάνωφ και μενσεβίκοι, οι οπαδοί αυτοί
του Στρούβε, που θέλουν να λέγονται μαρξιστές, μπορούν να θεωρούν την
έκφραση αυτή ως παραδρομή της γλώσσας. Έχουν εφαρμόσει στον Μαρξισμό μια
τόσο χυδαία. «φιλελεύθερη» διαστροφή, ώστε δεν υπάρχει γι αυτούς τίποτε
άλλο εκτός από την διάκριση της προλεταριακής και της καπιταλιστικής
επανάστασης: και τις περισσότερες φορές η διάκριση αυτή γίνεται γι'
αυτούς μια άψυχη θεωρία.
Αν
πάρουμε το παράδειγμα των επαναστάσεων του 20ου αιώνα θα αναγκαστούμε
να παραδεχθούμε ότι η Πορτογαλική και η Τουρκική επανάσταση ήταν
μικροαστικές. Και ούτε μπορεί να υπάρξει μια «λαϊκή» επανάσταση όταν η
μάζα του λαού, η μεγάλη πλειοψηφία δεν εμφανίζεται πραγματικά,
ανεξάρτητα, με τις δικές της πολιτικές και, οικονομικές απαιτήσεις,
πράγμα που δεν έγινε στις δυο αυτές επαναστάσεις. Απεναντίας η Ρωσική
αστική επανάσταση του 1905-1907 χωρίς να έχει τόσο «λαμπρές» επιτυχίες
σαν την πορτογαλική και την τουρκική επανάσταση, υπήρξε αναντιρρήτως μια
πραγματικά λαϊκή επανάσταση. Η λαϊκή μάζα, η πλειοψηφία του λαού, τα
κατώτερα κοινωνικά στρωματά που συντρίβονταν υπό τον ζυγό της
εκμετάλλευσης, εξεγέρθηκαν αυτόματα και σε όλη την διάρκεια της
επανάστασης έδωσαν την σφραγίδα των «δικών τους» απαιτήσεων, των «δικών
τους» προσπαθειών για την δημιουργία της νέας κοινωνίας που θα
αντικαθιστά την παλαιά που καταστρεφόταν.
Σε καμιά χώρα της Ευρωπαϊκής ηπείρου στα 1871, το προλεταριάτο δεν αποτελούσε την πλειοψηφία του λαού.
«Λαϊκή»
επανάσταση, ικανή να τραβήξει στο κίνημα της την πλειοψηφία, θα
μπορούσε να είναι μόνο η επανάσταση που θα περιελάμβανε το προλεταριάτο
και την αγροτική τάξη. Και οι δυο αυτές τάξεις αποτελούσαν τότε τον
«λαό». Και οι δυο τάξεις είναι ενωμένες αφού ο «στρατιωτικός και
γραφειοκρατικός μηχανισμός του Κράτους» τις καταπιέζει, τις συντριβή και
τις εκμεταλλεύεται. Το κομμάτιασμα αυτού του μηχανισμού, η συντριβή του
-αυτό είναι το πραγματικό συμφέρον του «λαού», της πλειοψηφίας του
-δηλαδή το συμφέρον των εργατών και των περισσοτέρων αγροτών -αυτός
είναι ο «προαπαιτούμενος όρος» για την ένωση των φτωχών χωρικών με το
προλεταριάτο. Χωρίς αυτήν την ένωση η δημοκρατία δεν μπορεί να κρατηθεί
και η σοσιαλιστική αναδημιουργία είναι αδύνατη.. Αυτήν την ένωση
προσπάθησε να πραγματοποιήσει και η Παρισινή Κομμούνα. Δεν πέτυχε όμως
τον σκοπό της, εξ αιτίας των εσωτερικών και εξωτερικών περιστάσεων.
Κατά
συνέπεια, μιλώντας ο Μαρξ για μια «πραγματική λαϊκή επανάσταση δεν
ξεχνούσε τα χαρακτηριστικά -γνωρίσματα της μικροαστικής τάξεως (μίλησε
γιαυτή πολύ και συχνά) και είχε πολύ καλά υπ' όψη του τις σχέσεις των
τάξεων που υπήρχαν στα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης του 1871. Είπε
επίσης ο Μαρξ ότι η «συντριβή» του Κρατικού μηχανισμού, επιβάλλεται από
τα συμφέροντα των εργατών και των χωρικών, που πρέπει να είναι ενωμένοι
στον κοινό αγώνα για την καταστροφή του «παρασίτου» αυτού και την
αντικατάσταση του από κάτι καινούργιο.
Από τι όμως ακριβώς;
2. Τι θα αντικαταστήσει τον μηχανισμό του Κράτους;
Στα
1847, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ μπορούσε ν' απαντήσει σ' αυτό
το ερώτημα με εντελώς απόλυτο τρόπο, διατυπώνοντας περισσότερο το
πρόβλημα παρά την λύση του. Η αντικατάσταση αυτού του μηχανισμού από το
προλεταριάτο ανυψωμένο σε κυβερνώσα τάξη», «με την κατάκτηση της
Δημοκρατίας» -αυτή ήταν η απάντηση τον Κομμουνιστικού Μανιφέστου.
Αποφεύγοντας
την ουτοπία, ο Μαρξ περίμενε από την πείρα ενός κινήματος των μαζών να
δώσει την απάντηση του προβλήματος και να καθορίσει τις μορφές που θα
πάρει αυτή η οργάνωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, και τον τρόπο
με τον οποίο θα μπορούσε αυτή ή οργάνωση να πραγματοποιήσει τελειότερα
και στερεότερα την «κατάκτηση της Δημοκρατίας». Ο Μαρξ εξήγησε την πείρα
της Κομμούνας, όσο μικρή και αν ήταν, με λεπτότατη ανάλυση στο έργο του
«Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία». Θα παρουσιάσουμε στον αναγνώστη τα
σπουδαιότερα μέρη αυτού τον έργου.
Στον
19ον αιώνα άρχισε η γοργή ανάπτυξη της συγκεντρωμένης κρατικής
εξουσίας, που προέρχεται από τον μεσαίωνα «με τα εξυπηρετικά της όργανα :
μόνιμο στρατό, αστυνομία, γραφειοκρατία, κλήρο και δικαστές.» Όσο
προχωρεί η εξέλιξη του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ντο
κράτος παίρνει ολοένα περισσότερο τον χαρακτήρα ενός δημοσίου οργανισμού
για. την καταπίεση της εργασίας, δηλαδή μηχανής για την κυριαρχία μιας
τάξεως. Ύστερα από κάθε επανάσταση που σημειώνει κάποια πρόοδο στον
αγώνα των τάξεων, ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής
εξουσίας φαίνεται ολοένα καθαρότερα». Το κράτος ύστερα από την
επανάσταση του 1848-49, γίνεται «το εθνικό όπλο του κεφαλαίου στον
πόλεμο τον εναντίον της εργασίας». Η Δευτέρα Αυτοκρατορία το ενισχύει
περισσότερο.
«Η
Κομμούνα ήταν η τελεία αντίθεση της Αυτοκρατορίας. Ήταν μια ορισμένη
μορφή δημοκρατίας που θα καταργούσε όχι μόνο την μορφή του μοναρχικού
καθεστώτος αλλά και κάθε καθεστώς τάξεων».
Ποια
ήταν αυτή η «ορισμένη» μορφή της προλεταριακής Σοσιαλιστικής
Δημοκρατίας; Ποιο ήταν το Κράτος που είχε αρχίσει να δημιουργείται ;
«Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μόνιμου στρατού και η αντικατάσταση του από το ένοπλο έθνος».
Η
απαίτηση αυτή βρίσκεται σήμερα στο πρόγραμμα κάθε κόμματος που
ονομάζεται σοσιαλιστικό. Η αξία όμως αυτών των προγραμμάτων φαίνεται
καλύτερα με την διαγωγή των σοσιαλ-επαναστατών μας και των Μενσεβίκων,
που αρνήθηκαν να εφαρμόσουν τις θεωρίες των και ύστερα από την
επανάσταση της 12 Μαρτίου 1917.
«Το Συμβούλιο της Κομμούνας αποτελείτο από δημοτικούς αντιπροσώπους
εκλεγόμενους με καθολική ψηφοφορία στα διάφορα διαμερίσματα του
Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σε κάθε στιγμή. Η
πλειοψηφία αποτελείτο φυσικά από εργάτες η αναγνωρισμένους αντιπροσώπους
της εργατικής τάξης...»
«..Η
αστυνομία που έως τότε ήταν μάλλον ένα όργανο της Κυβέρνησης
αποστερήθηκε αμέσως από όλες της τις πολιτικές λειτουργίες και έγινε ένα
υπεύθυνο και ανακαλούμενο όργανο της Κομμούνας..»
«..Το
ίδιο εφαρμόσθηκε και για τους αξιωματούχους όλων των άλλων διοικητικών
κλάδων. Από τα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας, έως τον τελευταίο
εργάτη, όλοι στις δημόσιες υπηρεσίες πληρώνονταν με τον ίδιο μισθό ως
απλοί εργάτες. Όλα τα προνόμια και οι ιδιαίτερες επιχορηγήσείς που
προσφέρονταν στις υψηλές θέσεις του Κράτους εξηφανίσθησαν μαζί με τις
θέσεις αυτές ....Αφού κανόνισε έτσι τον μόνιμο στρατό και την αστυνομία,
τα υλικά αυτά όπλα της παλιάς Κυβέρνησης, η Κομμούνα έστρεψε την
προσοχή της χωρίς αναβολή στην καταπολέμηση των όπλων της πνευματικής
καταπίεσης, της εξουσίας του κλήρου... Οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν
την ψευτοανεξαρτησία τους Στο μέλλον έπρεπε να εκλέγονται φανερά, να
είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν»
Και
έτσι η Κομμούνα φαίνεται ότι αντικατέστησε τον κομματιασμένο κρατικό
μηχανισμό, «μόνον» με μια τελειότερη κυριαρχία του λαού : δηλαδή με την
κατάργηση του μονίμου στρατού και την μεταβολή όλων των αρχόντων σε
εκλεγόμενους και, ανακαλούμενους υπάλληλους του κράτους. Αλλά στην
πραγματικότητα αυτό το «μόνον» αντιπροσωπεύει μια γιγάντια αντικατάσταση
ενός τύπου θεσμών από άλλους με θεμελιώδη διαφορά. Έχουμε εδώ ακριβώς
μια περίπτωση «μετατροπής ποσού εις ποιόν».
Η
Δημοκρατία, που έφτασε στην μεγαλύτερη τελειότητα, μεταμορφώνεται από
καπιταλιστική σε προλεταριακή; Από Κράτος (δηλαδή μια ειδική δύναμη για
την καταπίεση μιας τάξεως) σε «κάτι» που πραγματικά δεν είναι πια
Κράτος,
Αυτό
το «κάτι» είναι ακόμη αναγκαίο για να εξαφανίσει την καπιταλιστική τάξη
και να συντρίψει την αντίσταση της. Και ήταν εξαιρετικά αναγκαίο για
την Κομμούνα.
Ένας
δε από τους λόγους της αποτυχίας της είναι ότι δεν το έκανε αυτό με
αρκετή αποφασιστικότητα. Η διαφορά όμως είναι ότι τώρα το όργανο αυτό
για την εξαφάνιση είναι η πλειοψηφία του πληθυσμού και όχι η μειοψηφία,
όπως συνέβαινε στην εποχή της δουλείας, της δουλοπαροικίας και της
μισθοδουλείας. Και όταν η πλειοψηφία του έθνους μόνη της εξαφανίζει τους
τυράννους της, δεν χρειάζεται πια μια ειδική καταπιεστική δύναμη. Έτσι
το Κράτος αρχίζει να χάνεται. Αντί των ειδικών θεσμών μιας προνομιούχου
μειοψηφίας (προνομιούχων αρχόντων και αξιωματικών του μονίμου στρατού), η
πλειοψηφία μπορεί μόνη της αμέσως να εκπληρώσει όλες αυτές τις
λειτουργίες και όσο περισσότερο οι κρατικές λειτουργίες ανατίθενται στην
μάζα του λαού, τόσο λιγότερο είναι αναγκαία η ύπαρξη του Κράτους.
Στο
σημείο αυτό τα ειδικά μέτρα, που εφήρμοσε η Κομμούνα και τονίζει ο
Μαρξ, είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτα : κατάργηση όλων των επιχορηγήσεων
και όλων των ειδικών μισθών για τους ανωτέρους υπαλλήλους, εξίσωση της
πληρωμής όλων των δημοσίων υπαλλήλων στο επίπεδο του εργατικού
ημερομισθίου. Εδώ φαίνεται πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά το πέρασμα από
την αστική δημοκρατία στην προλεταριακή, από την δημοκρατία των
καταπιεστών στην δημοκρατία των καταπιεζομένων, από την κυριαρχία μιας
«ειδικής δύναμης για την καταπίεση ορισμένης τάξης, στην κατάργηση των
καταπιεστών από ολόκληρη την δύναμη της πλειοψηφίας τον έθνους, το
προλεταριάτο και τους αγρότες. Και σαυτό ακριβώς το σαφέστατο σημείο, το
σπουδαιότατο ίσως για το πρόβλημα του Κράτους, η διδασκαλία του Μαρξ
λησμονήθηκε. Παραμελείται τελείως σε όλες τις αναρίθμητες λαϊκές
ερμηνείες δεν θεωρείται σωστό να μιλάει κανείς για το ζήτημα αυτό που
χαρακτηρίζεται σαν μια παλιά «απλοϊκότητα». Έτσι ακριβώς και οι
χριστιανοί όταν πέτυχαν να επιβάλουν την θρησκεία τους ως κρατική,
«λησμόνησαν» την «απλοϊκότητα» του παλαιού χριστιανισμού με το
επαναστατικό δημοκρατικό του πνεύμα.
Η
ελάττωση της πληρωμής των ανωτάτων υπαλλήλων του Κράτους φαίνεται ότι
είναι μόνο ένα απλοϊκό, πρωτόγονο δημοκρατικό αίτημα. Ένας από τους
«ιδρυτές» του νεωτέρου οπορτουνισμού, ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ε.
Μπερνστάιν, εξάσκησε πολλές φορές το ταλέντο του επαναλαμβάνοντας τις
κοινές καπιταλιστικές αστειότητες για την «πρωτόγονη» Δημοκρατία. Όπως
όλοι οι οπορτουνιστές, όπως και οι σημερινοί οπαδοί του Κάουτσκυ, δεν
μπόρεσε να καταλάβει ότι, πρωτίστως, η μετάβαση από τον Καπιταλισμό στον
Σοσιαλισμό, είναι αδύνατη χωρίς την «επιστροφή», έως ένα ορισμένο
σημείο, στην «πρωτόγονη» Δημοκρατία. Πώς αλλιώς μπορούμε να περάσουμε
στην ανάληψη όλων των Κυβερνητικών λειτουργιών από την πλειοψηφία του
πληθυσμού και από κάθε άτομο του πληθυσμού ; Και έπειτα, λησμονεί ότι η
«πρωτόγονη Δημοκρατία» ύστερα από τον Καπιταλισμό και από τον
καπιταλιστικό πολιτισμό, δεν είναι σαν την πρωτόγονη Δημοκρατία των
προϊστορικών ή των προκαπιταλιστικών χρόνων. Ο καπιταλιστικός πολιτισμός
δημιούργησε την μεγάλη βιομηχανία με τη μορφή εργοστασίων,
σιδηροδρόμων, ταχυδρομείων, τηλεφώνων κτλ. και πάνω σαυτή τη βάση οι
περισσότερες λειτουργίες του «παλιού Κράτους» απλοποιούνται
καταπληκτικά, και γίνονται πραγματικά απλές λειτουργίες διαχείρισης και
έλέγχου. Έτσι δεν απαιτούν την παρουσία «διανοουμένων» και είναι δυνατό
να υποβληθούν σε ένα κοινό «εργατικό ημερομίσθιο». Το γεγονός αυτό τις
απογυμνώνει από την παλιά τους αίγλη ως «κυβερνητικών», και επομένως,
προνομιούχων υπηρεσιών.
Ο
έλεγχος όλων των αρχόντων, χωρίς εξαίρεση, με την γενική εφαρμογή της
αρχής της εκλογής και της ανάκλησης σε κάθε στιγμή, καθώς και η ελάττωση
των μισθών τους στο κοινό εργατικό ημερομίσθιο, όλα αυτά είναι απλά και
«επιβεβλημένα» δημοκρατικά μέτρα, που εναρμονίζουν τελείως τα
συμφέροντα των εργατών και της πλειοψηφίας των χωρικών, και συγχρόνως
χρησιμεύουν ως γέφυρα που φέρνει από τον Καπιταλισμό στον Σοσιαλισμό. Τα
μέτρα αυτά αναφέρονται στο Κράτος, δηλαδή στην καθαρά πολιτική
αναδημιουργία της κοινωνίας αποκτούν όμως την τέλια τους σημασία και
σπουδαιότητά, τότε μόνον όταν συνοδεύονται από την «απομάκρυνση της
αστικής τάξης» ή τουλάχιστον από τα προαπαιτούμενα βήματα προς αυτή την
απομάκρυνση, δηλαδή με το πέρασμα από την καπιταλιστική ατομική
ιδιοκτησία των μέσων της παραγωγής, στην κοινή ιδιοκτησία.
«Η
Κομμούνα (έγραφε ο Μαρξ) πραγματοποίησε το σύνθημα αυτό όλων των
αστικών επαναστάσεων, να αποκτήσει δηλαδή μια Κυβέρνηση με μικρά έξοδα
καταργώντας δυο από τα σπουδαιότερα ελαττώματα της-τον στρατό και τη
γραφειοκρατία».
Από
την τάξη των χωρικών, και από τα άλλα στρώματα τής μικροαστικής τάξης,
μόνο μια ασήμαντη μερίδα «επιπλέει» και «μπαίνει στην κοινωνία», κάνει
μια καριέρα όπως λένε οι αστοί, δηλαδή πηδάει στην αστική τάξη και
κατακτά μερικές ασφαλείς και προνομιούχους θέσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία
των αγροτών σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες που υπάρχει αγροτική τάξις
(και τέτοιες είναι οι περισσότερες καπιταλιστικές χώρες) καταπιέζεται
απ' την Κυβέρνηση και επιθυμεί την ανατροπή της, με την ελπίδα μιας
«φθηνής» κυβερνήσεως. Η ελπίδα αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο από
το προλεταριάτο και με την πραγματοποίηση της, το προλεταριάτο κάνει ένα
βήμα προς τα εμπρός, προς την σοσιαλιστική αναδημιουργία του Κράτους.
3. Η κατάργηση του Κοινοβουλευτισμού.
«Η
Κομμούνα (έγραφε ο Μαρξ) δεν ήταν κοινοβουλευτικός, αλλά εργατικός
οργανισμός, νομοθετικός και εκτελεστικός συγχρόνως. Ενώ πρώτα
απεφασίζετο κάθε τρία ή κάθε έξι χρόνια ποιο από τα μέλη της κυρίαρχης
τάξης θα «αντιπροσώπευε» και θα «καταπίεζε τον λαό μέσα στο Κοινοβούλιο,
η καθολική ψηφοφορία χρησιμεύει τώρα στον λαό, που ήταν οργανωμένος σε
κομμούνες, ως μέσο για την εξεύρεση των απαιτούμενων εργατών, ελεγκτών
και λειτουργών για τις ανάγκες του, όπως ακριβώς ένα άτομο εκλέγει τους
ατομικούς υπαλλήλους για τις δικές του ανάγκες».
Η
αξιοσημείωτη αυτή κριτική του κοινοβουλευτισμού στα 1871 είναι από τα
λόγια εκείνα του Μαρξ που «λησμονήθηκαν» χάρις στην κυριαρχία του
σοσιαλιστικού σωβινισμού και οπορτουνισμού. Υπουργοί και εξ επαγγέλματος
πολιτικοί, «ημιμαθείς» σοσιαλιστές και προδότες του προλεταριάτου,
εγκατέλειψαν σήμερα κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού στους αναρχικούς
και με το έξυπνο αυτό τέχνασμα διακηρύσσουν ότι κάθε κριτική του
κοινοβουλευτισμού είναι «αναρχισμός». Και, έτσι δεν είναι καθόλου
παράξενο ότι το προλεταριάτο των πιο προχωρημένων κοινοβουλευτικών
χωρών, απογοητευμένο από τέτοιους «σοσιαλιστές» όπως είναι οι κ. κ.
Σάϊντμαν Δαβίδ, Λέγκιν, Σαμπά, Ρενωντέλ, Χέντερσον, Βαντερβέλντε,
Στάουνιγκ, Μπράντιγκ, Μπισσολάτι και Σία, στρέφει τη συμπάθειά του
ολοένα περισσότερο προς τον Αναρχοσυνδικαλισμό, αν και αυτός είναι
δίδυμος αδελφός του οπορτουνισμού.
Αλλά
στην επαναστατική σκέψη του Μαρξ δεν υπήρχε ποτέ η κενή και πομπώδης
φρασεολογία, τα λογοπαίγνια, όπως την μετέτρεψαν οι Πλεχάνωφ, Κάουτσκυ
και λοιποί. Ο Μαρξ ήξερε πολύ καλά να μαστιγώνει αλύπητα τον Αναρχισμό
για την ανικανότητά του να εκμεταλλευθεί τουλάχιστον τον «στάβλο» του
καπιταλιστικού κοινοβουλευτισμού όταν η κατάσταση δεν ήταν επαναστατική,
αλλά συγχρόνως ήξερε πως να υποβάλλει τον κοινοβουλευτισμό σε μια
πραγματικά επαναστατική προλεταριακή κριτική.
Να
αποφασίζεται μια φορά κάθε τόσα χρόνια ποιο από τα μέλη της κυρίαρχης
τάξης θα καταπιέσει τον λαό δια μέσου του κοινοβουλίου -αυτή είναι η
πραγματική ουσία τον μικροαστικού κοινοβουλευτισμού, όχι μόνο μέσα στις
κοινοβουλευτικές και συνταγματικές Μοναρχίες αλλά και στα πιο
δημοκρατικά πολιτεύματα.
Αφού
όμως στο ζήτημα τού κράτους ο κοινοβουλευτισμός πρέπει να θεωρείται σαν
ένας από τους θεσμούς του, τι δρόμο έξω από τον κοινοβουλευτισμό έχει
να ακολουθήσει το προλεταριάτο αντιμετωπίζοντας τις υποχρεώσεις που θα
του παρουσιασθούν ; Πώς μπορεί να διοικηθεί μια χώρα χωρίς τον
κοινοβουλευτισμό;
Επαναλαμβάνουμε
άλλη μια φορά : Η διδασκαλία του, Μαρξ, στηριζομένη στη μελέτη της
Κομμούνας, ξεχάστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε κάθε κριτική τον
κοινοβουλευτισμού όταν δεν είναι αναρχική ή αντιδραστική είναι τελείως
ακατάληπτη στους σημερινούς «σοσιαλ-δημοκράτες» (λέγε : προδότες τού
σοσιαλισμού).
Ο
δρόμος έξω από τον κοινοβουλευτισμό θα βρεθεί όχι με την κατάργηση των
αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αρχής της εκλογής, αλλά με την
μετατροπή των αντιπροσωπευτικών αυτών θεσμών από «αερολογικούς»
οργανισμούς σε οργανισμούς θετικής εργασίας : «Η Κομμούνα δεν ήταν ένας
κοινοβουλευτικός θεσμός, αλλά ένας θετικός οργανισμός, νομοθετικός και
εκτελεστικός συγχρόνως».
«Όχι
κοινοβουλευτικός, αλλά θετικός» οργανισμός -αυτό αναφέρεται κατ'
ευθείαν στους σημερινούς κοινοβουλευτικούς και σοσιαλδημοκράτες που
εκτελούν χρέη «υπηρετικών σκύλων» του κοινοβουλευτισμού. Πάρτε μια
κοινοβουλευτική χώρα, από την Αμερική έως την Ελβετία, από την Γαλλία
έως την 'Αγγλία, Νορβηγία κ.τ.λ. η αληθινή κρατική λειτουργία γίνεται
μέσα στα παρασκήνια και εξωτερικεύεται με τις διάφορες υπηρεσίες,
συμβούλια και επιτελεία. Το κοινοβούλιο έχει αποκλειστικό του σκοπό να
παράγει λόγια για την εξαπάτηση του «κοσμάκη». Αυτό είναι τόσο αληθινό
ώστε ακόμη και στην πρώτη Ρωσική Δημοκρατία με το μικροαστικό
δημοκρατικό καθεστώς, ο κοινοβουλευτισμός φανέρωσε καθαρά τον αληθινό
του σκοπό πριν ακόμη δημιουργηθεί ένα πραγματικό κοινοβούλιο. Οι ήρωες
της διαφθοράς, όπως είναι ο Σκομπέλιεφ και ο Τσερετέλλι, ο Τσέρνωφ και ο
Αφξέντιεφ κατόρθωσαν να μολύνουν και τα Σοβιέτ ακόμη με το παράδειγμα
τον πιο σιχαμερού μικροαστικού κοινοβουλευτισμού, μετατρέποντας τα σε
αερολογικούς οργανισμούς. Μέσα στα Σοβιέτ οι αξιότιμοι Δεξιοί
Σοσιαλιστές υπουργοί κοροϊδεύουν τους ευκολόπιστους με φράσεις και
εκφράσεις. Μέσα στην ίδια την Κυβέρνηση ένα είδος καντρίλιας παίζεται
συνεχώς, και από το ένα μέρος οι σοσιαλεπαναστάτες και οι μενσεβίκοι
αρπάζουν τις πιο «καλές» και «ωραίες» θέσεις, ενώ από το άλλο μέρος
προσπαθούν να απασχολήσουν την προσοχή του λαού. Στο μεταξύ η πραγματική
λειτουργία του κράτους γίνεται από τις υποδιοικήσεις και τα διάφορα
επιτελεία.
Η
«Ντιέλο Ναρόντα», το όργανο τον κυβερνώντος κόμματος των
σοσιαλεπαναστατών ομολογούσε τελευταία σένα κύριο άρθρο της με την
αμίμητη αφέλεια των ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», ότι ακόμη και σε
εκείνα τα υπουργεία που ανήκουν στους «σοσιαλιστές» (συγγνώμη για τη
λέξη) ολόκληρος ο επίσημος οργανισμός μένει κατ' ουσία ο ίδιος με τον
παλιό, λειτουργώντας όπως πριν και πολεμώντας κάθε επαναστατική
πρωτοβουλία χωρίς εξαιρέσεις και προσχήματα. Και πραγματικά, αν ακόμη
δεν είχαμε αυτή την ομολογία, η σημερινή ιστορία της συμμετοχής των
σοσιαλεπαναστατών και των μενσεβίκων στην κυβέρνηση δεν το αποδεικνύει
αυτό;
Είναι
μόνο χαρακτηριστικό ότι στην υπουργική συνεργασία τους με τους Καντέ,
οι κ. κ. Τσέρνωφ, Ρουσσάνωφ, Ζενζίνωφ και άλλοι από το επιτελείο της
«Ντιέλο Ναρόντα» έχασαν τελείως κάθε ντροπή ώστε διακηρύσσουν με
αναίδεια σαν να ήταν μια αστειότητα, ότι στα υπουργεία τους όλα μένουν
όπως ήταν πριν. Επαναστατικές και δημοκρατικές φράσεις για να εξαπατούν
τους απλοϊκούς γραφειοκρατία και διαφθορά στις κυβερνητικές υπηρεσίες
για το «όφελος» των καπιταλιστών-αυτή είναι η ουσία του σημερινού
«φιλόνομου» συνασπισμού.
Στη
θέση του αργυρωνήτου και διεφθαρμένου κοινοβουλευτισμού της
καπιταλιστικής κοινωνίας, η Κομμούνα φέρνει θεσμούς στους οποίους η
ελευθέρια της γνώμης και της συζητήσεως δεν είναι πια μια απάτη, γιατί
οι αντιπρόσωποι πρέπει να δουλεύουν πραγματικά, πρέπει μόνοι τους να
εκτελούν τους δικούς τους νόμους, πρέπει μόνοι τους να ελέγχουν τα
αποτελέσματά τους στην πράξη, πρέπει να είναι απ' ευθείας υπεύθυνοι
μπροστά στους εκλογείς τους. Οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί μένουν, αλλά ο
κοινοβουλευτισμός ως ξεχωριστό σύστημα, σαν μια διαίρεση της εργασίας σε
νομοθετικές και εκτελεστικές λειτουργίες, ως θεσμός που δημιουργεί μια
προνομιούχο θέση για τους βουλευτές του δεν υπάρχει πια.
Χωρίς
τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φαντασθούμε μια
δημοκρατία, ακόμη ούτε μια προλεταριακή δημοκρατία. Αλλά μπορούμε και
πρέπει να σκεφθούμε για μια δημοκρατία χωρίς κοινοβουλευτισμό, αν η
κριτική μας κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν είναι απλώς κούφια
λόγια, αν η ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας είναι σοβαρός και
ειλικρινής σκοπός μας, και όχι απλό «εκλογικό σύνθημα» για το ψάρεμα των
εργατικών ψήφων- όπως συμβαίνει με τους μενσεβίκους και τους
σοσιαλεπαναστάτες, με τους Σάιντμαν, τους Λέγκιν, τους Σαμπά και τους
Βαντερβέλντε.
Είναι
σκόπιμο να σημειώσουμε ότι, μιλώντας ο Μαρξ για τις λειτουργίες για τις
οποίες οι υπάλληλοι χρειάζονται και στην Κομμούνα και στην Προλεταριακή
Δημοκρατία, τους παραβάλλει με τους εργάτες «οποιουδήποτε εργοδότη»,
δηλαδή με την συνηθισμένη καπιταλιστική σχέση του προς τους επιστάτες
και τους υπαλλήλους τους. Δεν υπάρχει εδώ κανένα ίχνος ουτοπίας στη
σκέψη του Μαρξ, ο οποίος ούτε εφευρίσκει, ούτε φαντάζεται την «νέα»
κοινωνία. Απεναντίας ο Μαρξ μελετά σε μια επιστημονική εξέλιξη, την
γέννηση της νέας κοινωνίας από την παλιά, τον τρόπο της μετάβασης από το
παρελθόν στο μέλλον. Παίρνει την θετική, πείρα ενός προλεταριακού
κινήματος των μαζών και προσπαθεί να βγάλει απ' αυτήν πρακτικά
διδάγματα. «Διαβάζει» μέσα στην Κομμούνα, όπως όλοι οι μεγάλοι
επαναστάτες φιλόσοφοι δεν φοβήθηκαν να διαβάσουν μέσα στην πείρα των
μεγάλων κινημάτων των καταπιεζομένων τάξεων ποτέ δεν διακήρυξε
σχολαστικούς «αφορισμούς» (όπως ο Πλεχάνωφ, «δεν έπρεπε να καταφύγετε
στα όπλα», ή ο Τσερετέλι, «μια τάξη πρέπει να ξέρει έως που μπορεί να
φθάσει»).
Για
την άμεσο και τελεία καταστροφή των κρατικών τύπων δεν μπορεί να
γεννηθεί ζήτημα. Αυτό είναι ουτοπία. Αλλά η συντριβή του παλιού
γραφειοκρατικού μηχανισμού και η άμεση έναρξη της αναδημιουργίας του
νέου, που θα μάς κάμει σιγά-σιγά ικανούς να καταργήσουμε τελείως την
γραφειοκρατία - αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι η πείρα της Κομμούνας
είναι το άμεσο και αναγκαίο καθήκον του επαναστατικού προλεταριάτου. Ο
καπιταλισμός απλοποιεί τις «κυβερνητικές» λειτουργίες. Μάς επιτρέπει την
κατάργηση των τυραννικών μεθόδων και την οργάνωση του προλεταριάτου (σε
κυβερνώσα τάξη) που διορίζει «εργάτες και υπαλλήλους» εν ονόματι του
συνόλου της κοινωνίας. Δεν είμαστε ουτοπιστές, δεν ξεγελιόμαστε με
«όνειρα» ότι θα απαλλαγούμε αμέσως από κάθε τυραννία και κάθε υποταγή :
αυτά είναι όνειρα των αναρχικών που στηρίζονται στην άγνοια του έργον
της δικτατορίας του προλεταριάτου. Είναι ξένα από την μαρξική θεωρία,
και στην πραγματικότητα δεν χρησιμεύουν παρά για να επιβραδύνουν την
σοσιαλιστική επανάσταση «έως ότου ν' αλλάξει η φύση του ανθρώπου»: Όχι,
εμείς θέλουμε την σοσιαλιστική επανάσταση με την ανθρώπινη φύση όπως
είναι τώρα : και η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να κάμει χωρίς πειθαρχία,
χωρίς έλεγχο, χωρίς διαχειριστές και λειτουργούς.
Υποταγή
όμως πρέπει να υπάρχει στην οπλισμένη, πρωτοπορία όλων των πιεζόμενων
και εργαζόμενων τάξεων -στο προλεταριάτο. Οι ειδικές «αυταρχικές»
μέθοδοι των αρχόντων του Κράτους μπορούν και πρέπει αμέσως ν
αντικατασταθούν με τις απλές λειτουργίες των εκτελεστικών υπαλλήλων
-λειτουργίες που μπορούν τώρα να εκτελεσθούν πολύ καλά από κάθε πολίτη
κοινής ικανότητος και μπορούν θαυμάσια να υποβληθούν σε ένα εργατικό
ημερομίσθιο.
Πρέπει
να οργανώσουμε την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα, αρχίζοντας απ' αυτό που
έκαμε ο Καπιταλισμός. Μόνοι μας, εμείς οι εργάτες, στηριζόμενοι στην
εργατική μας πείρα, πρέπει να δημιουργήσουμε μιαν ακλόνητη και σιδερένια
πειθαρχία που θα υποστηρίζεται από την δύναμη των οπλισμένων εργατών
-πρέπει να περιορίσουμε τον ρόλο των αρχόντων του Κράτους σε ρόλο απλών
εκτελεστών των δικών μας οδηγιών -πρέπει να γίνουν υπεύθυνοι,
ανακαλούμενοι και με μέτρια πληρωμή «εκτελεστικοί υπάλληλοι» (φυσικά με
κάθε είδους, τύπου και βαθμού τεχνικές γνώσεις). Αυτό είναι το δικό μας
προλεταριακό καθήκον. Αυτό μπορεί και πρέπει να μάς οδηγεί όταν θα
πραγματοποιήσουμε την προλεταριακή επανάσταση. Η αρχή αυτή, επάνω στη
βάση της μεγάλης βιομηχανίας, θα φέρει μόνη της την βαθμιαία εξαφάνιση
της γραφειοκρατίας, την βαθμιαία δημιουργία ενός νέου συστήματος, που
δεν θα έχει καμιά ομοιότητα με την μισθοδουλεία, ενός συστήματος στο
οποίο η απλοποίηση των λειτουργιών της διαχειρίσεως και του ελέγχου θα
τις καταντήσει στο τέλος μια συνήθεια, και τέλος θα τις εξαφανίσει ως
ειδικές λειτουργίες μιας ειδικής τάξεως.
Ένας
έξυπνος Γερμανός σοσιαλδημοκράτης που έζησε στα εβδομήντα του
περασμένου αιώνος, έλεγε ότι η υπηρεσία των ταχυδρομείων είναι το
πρότυπο του Σοσιαλιστικού συστήματος. Αυτό είναι πολύ αληθινό. Σήμερα η
ταχυδρομική υπηρεσία είναι οργανωμένη επί τη βάσει ενός Κρατικού
καπιταλιστικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μεταμορφώνει σιγά-σιγά όλες
τις επιχειρήσεις σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Επάνω στους «κοινούς»
εργάτες που δουλεύουν και πεινούν, στηρίζεται και αυτή η αστικά
γραφειοκρατία. Αλλά ο μηχανισμός της κοινωνικής διοίκησης είναι εδώ
ευκολότατος. δεν έχουμε παρά να ανατρέψουμε τους καπιταλιστές, να
συντρίψουμε με το σιδερένιο χέρι των οπλισμένων εργατών την αντίσταση
αυτών των εκμεταλλευτών, να κομματιάσουμε την γραφειοκρατική μηχανή του
νεώτερου κράτους και έχουμε μπροστά μας μια τελειότατη μηχανή, ελεύθερη
από παράσιτα, η οποία μπορεί θαυμάσια να τεθεί σε λειτουργία από τους
ίδιους ενωμένους εργάτες, που θα διορίζουν μόνοι τους τούς τεχνικούς
υπαλλήλους, τους επιθεωρητές τους, και θα τους πληρώνουν όλους σαν
υπαλλήλους του κράτους με ένα κοινό ημερομίσθιο. Αυτό είναι ένα
συγκεκριμένο έργο που μπορεί να εφαρμοσθεί και να πραγματοποιηθεί αμέσως
σε όλες τις επιχειρήσεις, που θα απήλλασε τους εργάτες από την
εκμετάλλευση και θα ήταν μια πρακτική εφαρμογή της πείρας (ειδικά στο
ζήτημα της αναδημιουργίας του κράτους) που μάς έχει δώσει η Κομμούνα. Η
οργάνωση ολόκληρης της εθνικής μας οικονομίας σύμφωνα με το σύστημα των
ταχυδρομείων, αλλά σε τρόπο που οι τεχνικοί υπάλληλοι, οι επόπτες, και
εν γένει όλα τα χρησιμοποιούμενα πρόσωπα δεν θα παίρνουν μεγαλύτερο
ημερομίσθιο από έναν εργάτη και όλο αυτό κάτω από την διεύθυνση του
οπλισμένου προλεταριάτου -αυτός είναι ο άμεσος σκοπός μας. Αυτή είναι η
μορφή του κράτους και η οικονομική βάση του που μας χρειάζεται. Αυτό θα
φέρει την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού, ενώ θα διατηρεί τους
αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Αυτό θα ελευθερώσει τις εργαζόμενες τάξεις
από την υποδούλωση τους στους θεσμούς της καπιταλιστικής τάξης.
«Από
το μικρό σχέδιο της εθνικής οργάνωσης που η Κομμούνα δεν πρόφθασε να
αναπτύξει, φαίνεται καθαρά ότι η Κομμούνα θα γινόταν η πολιτική μορφή
και του μικρότερου χωριού.... Από τις Κομμούνες αυτές θα εκλεγόταν η
Εθνική Αντιπροσωπεία στο Παρίσι
Οι
λίγες αλλά σημαντικότατες λειτουργίες που θα έμεναν ακόμη για την
Κεντρική Κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν η ιδέα αυτή είναι εκ προμελέτης
εσφαλμένη -αλλά θα εκτελούνταν από κοινοτικούς, δηλαδή, αυστηρά
υπεύθυνους υπαλλήλους
Η
ενότητα του έθνους, δεν θα καταστρεφόταν, αλλά απεναντίας θα
οργανωνόταν με το σύστημα της κομμούνας. Η ενότητα του έθνους θα γινόταν
πραγματικότητα με την καταστροφή του Κράτους, που διακήρυσσε ότι ήταν η
ενσαρκώσει της ενότητας και ήθελε συγχρόνως να είναι ανεξάρτητο και
υπέρτερο από το έθνος. Πραγματικά αυτό το Κράτος δεν ήταν παρά μια
παρασιτική απόφυση στο κορμί του έθνους..
Ο
σκοπός, με τον ακρωτηριασμό των καθαρά πιεστικών οργάνων της παλιάς
εξουσίας της Κυβέρνησης, ήταν να αποσπασθούν οι καθιερωμένες λειτουργίες
από την εξουσία αυτή που έχει την αξίωση να είναι κυρίαρχη στην
κοινωνία, και να δοθούν στους υπεύθυνους υπαλλήλους της κοινωνίας».
Από
το βιβλίο του προδότη Μπερνστάιν «Τα θεμέλια του Σοσιαλισμού και τα
Προβλήματα της Σοσιαλδημοκρατίας», που είναι τόσο διαβόητο σαν το έργο
του Ηρόστρατου, φαίνεται καθαρά έως ποιο βαθμό οι οπορτουνιστές της
σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας είναι ανίκανοι να καταλάβουν, -ή ίσως είναι
πιο σωστό να πούμε, δεν θέλουν να καταλάβουν-τα λόγια αυτά του Μαρξ.
Ακριβώς για το παραπάνω μέρος του Μαρξ μιλώντας ο Μπερνστάιν, γράφει ότι
το πρόγραμμα αυτό «στην πολιτική του σημασία, σε όλα του τα ουσιώδη
γνωρίσματα φανερώνει την μεγαλύτερη ομοιότητα με τον Φεντεραλισμό του
Προυντόν ... «Παρ' όλα τα άλλα διαφορετικά σημεία μεταξύ του Μαρξ και
του «μικροϊδιοκτήτη» Προυντόν (ο Μπερνστάϊν βάζει την λέξη
«μικροϊδιοκτήτης» εντός εισαγωγικών, για να της δώσει ειρωνικό τόνο) στα
σημεία αυτά οι σκέψεις του είναι όμοιες σε αφάνταστο βαθμό.
Και
εξακολουθεί ο Μπερνστάϊν ότι η σημασία των κοινοτήτων αυξάνει κάθε
μέρα, αλλά «μου φαίνεται απίθανο ότι το πρώτο έργο της Δημοκρατίας θα
ήταν μια τέτοια κατάλυση (Auflosung) των νεωτέρων μορφών του κράτους, και μια τέτοια τέλεια μεταμόρφωση (Umwandlung) της
οργάνωσης τους, όπως την φαντάσθηκαν ο Μαρξ και ο Προυντόν, δηλαδή ο
σχηματισμός μιας εθνοσυνελεύσεως από αντιπροσώπους των επαρχιακών ή
τοπικών συνελεύσεων, οι οποίες πάλι θα αποτελούνταν από αντιπροσώπους
των κοινοτήτων, ώστε να εξαφανισθεί τελείως ολόκληρο το προηγούμενο
σύστημα της εθνικής αντιπροσωπείας! (Μπερνστάϊν, Τα Θεμέλια).
Είναι
πραγματικά τερατώδες να συγχέονται οι απόψεις του Μαρξ για την
«καταστροφή του κράτους ως παρασίτου», με τον Φεντεραλισμό του Προυντόν.
Αυτό όμως δεν είναι παράξενο γιατί ο οπορτουνιστής δεν μπορεί να
καταλάβει ποτέ ότι ο Μαρξ δεν μιλάει εδώ καθόλου για τον Φεντεραλισμό εν
αντιθέσει προς τον Συγκεντρωτισμό, αλλά για την καταστροφή του παλιού
καπιταλιστικού μηχανισμού που υπάρχει σε όλες τις αστικές χώρες.
Ο
οπορτουνιστής δεν μπορεί να δει πιο μακριά από τις «δημαρχίες» που
βρίσκει γύρω του μέσα σε μια κοινωνία μικροαστικής υποκρισίας και μια
«μεταρρυθμιστικής» στασιμότητας. Την προλεταριακή επανάσταση, ο
οπορτουνιστής λησμόνησε και να την φαντάζεται ακόμη. Αυτό είναι κωμικό.
Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι το σημείο αυτό του Μπερνστάιν δεν
αμφισβητήθηκε καθόλου. Για τον Μπερνστάϊν μίλησαν συχνά και ειδικά ο
Πλεχάνωφ στη Ρωσική φιλολογία και ο Κάουτσκυ στην Ευρωπαϊκή, αλλά κανείς
τους δεν κάνει καμιά παρατήρηση για την διαστροφή αυτή του Μαρξ από τον
Μπερνστάϊν.
Ο
οπορτουνιστής λησμόνησε σε τέτοιο βαθμό πώς να σκέπτεται επαναστατικά
και πώς να αποβλέπει στην επανάσταση, ώστε αποδίδει στον Μαρξ τον
«Φεντεραλισμό», συγχέοντας τον με τον ιδρυτή του αναρχισμού Προυντόν.
Και
αν και αγωνίζονται να φανούν ορθόδοξοι μαρξιστές, και να υπερασπίσουν
την διδασκαλία του επαναστατικού μαρξισμού, ο Κάουτσκυ και ο Πλεχάνωφ
δεν βγάζουν λέξη γιαυτό το σημείο. Εδώ βρίσκεται μια αιτία για τις
χυδαίες και ανόητες θεωρίες που αναπτύσσονται για τη διαφορά μεταξύ
μαρξισμού και αναρχισμού, αιτία που είναι κοινή και στους οπαδούς του
Κάουτσκυ και στους οπορτουνιστές και για την οποία θα μιλήσουμε
παρακάτω.
Στην
ανάλυση του Μαρξ για την πείρα της Κομμούνας που αναφέραμε
προηγουμένως; δεν υπάρχει ούτε ίχνος φεντεραλισμού ο Μαρξ συμφωνεί με
τον Προυντόν ακριβώς στο σημείο εκείνο που διέφυγε εντελώς από τον
οπορτουνιστή Μπερνστάϊν, και διαφωνεί με τον Προυντόν ίσα-ίσα στο σημείο
που ο Μπερνστάϊν βλέπει την συμφωνία τους. Ο Μαρξ και ο Προυντόν είναι
σύμφωνοι για την «καταστροφή» του σύγχρονου κυβερνητικού μηχανισμού·
ούτε οι οπορτουνιστές, ούτε οι οπαδοί του Κάουτσκυ θέλουν να δουν το
κοινό αυτό σημείο Μαρξισμού και Αναρχισμού, (όπως τον διετύπωσαν ο
Προυντόν και ο Μπακούνιν) γιατί στο σημείο αυτό δεν είναι ούτε οι ίδιοι
σύμφωνοι με τον μαρξισμό. Ο Μαρξ διαφωνεί και με τον Προυντόν και με τον
Μπακούνιν στο σημείο του Φεντεραλισμού (για να μη μιλήσουμε για τη
δικτατορία του προλεταριάτου). Ο Φεντεραλισμός προκύπτει ως αρχή από την
αναρχική μικροαστική άποψη.. Ο Μαρξ είναι συγκεντρωτικός και στο
απόσπασμα που αναφέραμε παραπάνω από την μελέτη του, δεν βγαίνει έξω από
την κεντρική αυτήν ιδέα. Μόνον άνθρωποι ποτισμένοι από τις μικροαστικές
προλήψεις για το κράτος, μπορούν να νομίσουν ότι τη καταστροφή τον
αστικού κράτους είναι καταστροφή του συγκεντρωτικού συστήματος.
Δεν
θα είναι συγκεντρωτισμός, όταν το προλεταριάτο και οι πτωχοί αγρότες
πάρουν στα χέρια τους την εξουσία του Κράτους, όταν οργανωθούν ελεύθερα
σε κομμούνες και συνδυάσουν την δράση όλων των κοινοτήτων με το σκοπό να
χτυπήσουν το Κεφάλαιο, με το σκοπό να συντρίψουν την αντίσταση των
κεφαλαιοκρατών για να πραγματοποιήσουν την μεταβίβαση της ατομικής
ιδιοκτησίας των σιδηροδρόμων, εργοστασίων, της γης κ.λ.π., στα χέρια τού
έθνους, του συνόλου της κοινωνίας; Αυτό δεν θα είναι ο πιο ουσιαστικός
δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ; Αυτό δεν θα είναι προλεταριακός
συγκεντρωτισμός;
Ο
Μπερνστάιν βέβαια δεν μπορεί να καταλάβει ότι είναι δυνατόν να έλθει
αυτός ο ακούσιος συγκεντρωτισμός, η εκούσια ένωση των κοινοτήτων σε ένα
έθνος, η εκούσια συγχώνευση των προλεταριακών κοινοτήτων στο έργο της
καταστροφής της καπιταλιστικής κυριαρχίας και του καπιταλιστικού
κυβερνητικού μηχανισμού. Όπως όλοι οι υποκριτές, έτσι και ο Μπερνστάιν,
φαντάζεται τον συγκεντρωτισμό σαν κάτι που προέρχεται εκ των άνω, που
επιβάλλεται και διατηρείται μόνο δια μέσου της γραφειοκρατίας και του
μιλιταρισμού.
Ο
Μαρξ σαν να προέβλεπε την πιθανή διαστροφή των ιδεών του, ιδιαιτέρως
τονίζει ότι η κατηγορία κατά της Κομμούνας ότι επεδίωκε να καταστρέψει
την ενότητα του έθνους, να καταργήσει την κεντρική εξουσία, ήταν ένα
προμελετημένο ψέμα. Γιαυτό ακριβώς χρησιμοποιεί την φράση «να οργανώσουν
την ενότητα του έθνους» αντιτάσσοντας έτσι τον συνειδητό, δημοκρατικό,
προλεταριακό συγκεντρωτισμό στον καπιταλιστικό, στρατιωτικό,
γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.
Δεν
υπάρχει όμως χειρότερος κουφός από εκείνον που δεν θέλει νάκουσει. Και
οι οπορτουνιστές της νεώτερης Σοσιαλδημοκρατίας, δεν θέλουν, με κανένα
λόγο, νακούσουν για την καταστροφή του Κράτους, για την απομάκρυνση
αυτού του παρασίτου.
5. Η καταστροφή του Κράτους - παρασίτου.
Αναφέραμε παραπάνω τα λόγια του Μαρξ γιαυτό το ζήτημα -δεν μένει τώρα παρά να τα συμπληρώσουμε.
«Είναι
μοιραίο (έγραφε ο Μαρξ) όλες οι νέες δημιουργίες της Ιστορίας να
θεωρούνται σαν παλιές και μάλιστα νεκρές μορφές της κοινωνικής ζωής, με
τις οποίες οι νέοι θεσμοί δείχνουν και πάλι ομοιότητα. Έτσι, η νέα
Κομμούνα, που συντρίβει το νεώτερο Κράτος, θεωρήθηκε σαν μια ανάσταση
των μεσαιωνικών κοινοτήτων, σαν μια ομοσπονδία μικρών κρατών (Μοντεσκιέ,
Γιρονδίνοι), σαν μια μεγαλοποιημένη μορφή του παλιού αγώνα εναντίον της
υπερσυγκέντρωσης. Οι θεσμοί της Κομμούνας θα αποκαθιστούσαν στο σώμα
της κοινωνίας όλες αυτές τις δυνάμεις που έως τότε είχε καταβροχθίσει η
παρασιτική απόφυση πού λέγεται «Κράτος», πού τρέφεται σε βάρος της
κοινωνίας και την εμποδίζει να προχωρήσει ελεύθερα. Η αναγέννηση της
Γαλλίας θα πραγματοποιούταν έτσι.
Ο
θεσμός της Κομμούνας θα έφερνε τις αγροτικές επιχειρήσεις υπό την
διανοητική αρχηγία της πρωτεύουσας κάθε διαμερίσματος και θα τους
εξασφάλιζε έτσι, στο πρόσωπο των εργατών της πόλης, τους πραγματικούς
αντιπροσώπους των συμφερόντων τους. Η ύπαρξη της Κομμούνας θα προκαλούσε
βέβαια μια τοπική αυτοδιοίκηση, ως αντιστάθμισμα της Κρατικής εξουσίας,
η οποία καταντά πια περιττή...»
«Εκμηδένιση
της Κρατικής εξουσίας», που είναι μια «παρασιτική απόφυση»,
«ακρωτηριασμός», «καταστροφή» της εξουσίας αυτής «η Κρατική εξουσία
καταντά πια περιττή»- αυτές είναι οι εκφράσεις του Μαρξ για το Κράτος
όταν εκτιμά και αναλύει τα διδάγματα της Κομμούνας.
Κοντεύουν
εκατό χρόνια από τότε που γράφηκαν αυτά και σήμερα δεν έχει κανείς παρά
να τα ξεθάψει, ας πούμε έτσι, για να παρουσιάσει στις μάζες τον αγνό
μαρξισμό. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την παρατήρηση της τελευταίας
μεγάλης επανάστασης, μέσα στην οποία έζησε ο Μαρξ, λησμονήθηκαν ακριβώς
την στιγμή που έφθασε ο καιρός για τις προσεχείς μεγάλες προλεταριακές
επαναστάσεις.
«Οι
διάφορες ερμηνείες που δόθηκαν στην Κομμούνα και η ποικιλία των
συμφερόντων που εκδηλώθηκαν μ αυτήν, αποδεικνύουν ότι ήταν μια πολύ
ελαστική πολιτική μορφή, ενώ όλες οι προηγούμενες μορφές της Κυβέρνησης
ήταν ουσιαστικά καταπιεστικές. Το πραγματικό της μυστικό είναι ότι όταν
κατ' ουσία η κυβέρνηση- της εργατικής τάξης, το αποτέλεσμα του αγώνα της
τάξης που παράγει εναντίον της τάξεως που επωφελείται -ήταν ή πολιτική
μορφή, με την οποία η Εργασία μπορούσε να πραγματοποιήσει την οικονομική
της απελευθέρωση.
Χωρίς τον τελευταίο αυτόν όρο, ο θεσμός της Κομμούνας θα ήταν απραγματοποίητος και ψεύτικος».
Οι
Ουτοπιστές ασχολήθηκαν με την «εφεύρεση» των πολιτικών μορφών με τις
οποίες θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η Σοσιαλιστική αναδημιουργία. Οι
Αναρχικοί απέρριψαν το ζήτημα οποιασδήποτε πολιτικής μορφής. Οι
οπορτουνιστές της νεώτερης Σοσιαλδημοκρατίας παραδέχονται ότι οι
καπιταλιστικές πολιτικές μορφές ενός κοινοβουλευτικού δημοκρατικού
Κράτους είναι το όριο που δεν μπορεί να υπερβληθεί -έσπασαν το κεφάλι
τους κάνοντας μετάνοιες μπροστά σαυτό το είδωλο και αποκηρύσσουν ως
'Αναρχισμό κάθε προσπάθεια για την καταστροφή των θεσμών αυτών.
Ο
Μαρξ από όλη την ιστορία του Σοσιαλισμού και του πολιτικού αγώνα,
έβγαλε το συμπέρασμα ότι το Κράτος είναι προορισμένο να εξαφανισθεί και
ότι η μεταβατική μορφή της εξαφάνισης του (της μετάβασης από το Κράτος
στο μη - κράτος) θα είναι το προλεταριάτο ανυψωμένο σε κυβερνώσα τάξη». Ο
Μαρξ όμως δεν επιχείρησε να «ανακαλύψει» τους πολιτικούς «τύπους» στην
μελλοντική αυτήν περίοδο. Περιορίσθηκε σε μια ακριβή παρατήρηση της
Γαλλικής ιστορίας, στην ανάλυση της και στο συμπέρασμα που μας δίνει το
έτος 1851, δηλαδή ότι τα πράγματα οδηγούν προς την καταστροφή του
καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού.
Και
όταν το επαναστατικό κίνημα των προλεταριακών μαζών εξερράγη, ο Μαρξ,
παρά την αποτυχία του κινήματος αυτού, παρά την εφήμερη ζωή του και την
φανερή αδυναμία του, άρχισε να μελετά τους πολιτικούς τύπους που μας
αποκάλυψε.
Η
Κομμούνα ήταν ο τύπος που «απεκαλύφθη επί τέλους» από την προλεταριακή
επανάσταση με τον οποίον μπορούσε να πραγματοποιηθεί η οικονομική
απελευθέρωση της Εργασίας. Η Κομμούνα ήταν η πρώτη προσπάθεια της
προλεταριακής επανάστασης, να συντρίψει το αστικό Κράτος και να
εγκαταστήσει τον πολιτικό τύπο που «απεκαλύφθη επί τέλους», που μπορεί
και πρέπει να αντικαταστήσει την κομματιασμένη μηχανή. Θα δούμε παρακάτω
ότι οι Ρωσικές επαναστάσεις του 1905 και 1917, σε πολλά σημεία και σε
διάφορες περιστάσεις, εξακολούθησαν το έργο της Κομμούνας και βεβαίωσαν
την φωτεινή ιστορική ανάλυση του Μαρξ.
ΑΠΑΝΤΑ ΛΕΝΙΝ, τόμος 33ος, σελ. 36-56
πηγή: ergatikosagwnas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου