.

.
Πατήστε στην εικόνα για να δείτε το πρόγραμμα

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Πολιτικό παιδί του Ομπάμα ο Τραμπ, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, στις 8 Νοεμβρίου 2016, αποκάλυψαν πόσο κίβδηλη και κενή περιεχομένου είναι η αστική δημοκρατία. Δημοκρατία κατ’ ευφημισμόν!


Αρχικά αξίζει να δούμε ότι πρόεδρος δεν θα εκλεγεί αυτός που συγκέντρωσε τους περισσότερους ψήφους! Ο Ντόναλντ Τραμπ      έχει συγκεντρώσει μέχρι στιγμής 61.201.031 ψήφους (47% του εκλογικού σώματος) και με βάση τις προβολές 306 εκλέκτορες (ή 56,88% του σώματος των εκλεκτόρων που αποτελείται από 538 μέλη). Η Χίλαρι Κλίντον συγκέντρωσε 62.523.126 ψήφους (48% του εκλογικού σώματος), αλλά σε επίπεδο εκλεκτόρων, με βάση τις προβολές, 232 εκλέκτορες (ή 43,12% του σώματος των εκλεκτόρων).

Το πρώτο λοιπόν που παρατηρούμε είναι ότι αντίθετα με τη …δημοκρατική Ευρώπη, όπου συνήθως μια μικρή διαφορά 1 ποσοστιαίας μονάδας στις ψήφους οδηγεί σε κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες 5 ή και 10 ποσοστιαίων μονάδων, στις ΗΠΑ κερδίζει ο χαμένος. Η Κλίντον συγκέντρωσε 1.322.095 ψήφους περισσότερους από τον Τραμπ και παρόλ’ αυτά θα μπαίνει στον Λευκό Οίκο μόνο κατόπιν πρόσκλησης.


Άρνηση της δημοκρατίας, η αστική δημοκρατία
Το πρώτο συμπέρασμα επομένως που εξάγεται από τις αμερικανικές εκλογές είναι πως ακόμη κι η τυπική δημοκρατία στις ΗΠΑ είναι πουκάμισο αδειανό, κενό γράμμα. Πρόεδρο δεν βγάζουν οι ψηφοφόροι αλλά ένα σύστημα εκλεκτόρων του 19ου αιώνα που σχεδιάστηκε έτσι ώστε η εξ ορισμού επικίνδυνη λαϊκή ψήφος να διαμεσολαβείται και να φιλτράρεται.

Πρόκειται για παραδοχή που καταστατικά θεωρεί το λαό ανώριμο να ψηφίσει ακόμη και μια φορά στα τέσσερα χρόνια. Επομένως, πολύ πριν κλάψουν οι φρουροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας για τον νεοεκλεγέντα φαφλατά Τραμπ-ούκο, που θα πάρει στα χέρια του τα πηδάλια της υπερδύναμης, θα έπρεπε να κλάψουν για το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ.

Επί της ουσίας, τα εκλογικά αποτελέσματα τις 8ης Νοεμβρίου προσεγγίζονται καλύτερα αν τα αντιπαραβάλλουμε με τα αποτελέσματα των εξ ίσου διχαστικών εκλογών της 4ης Νοεμβρίου 2008. Τότε ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Τζον ΜακΚέην είχε συγκεντρώσει 59.948.323 ψήφους. Δηλαδή ο Τραμπ κέρδισε μόλις 1.252.708 ψήφους παραπάνω από τον ΜακΚέην ο οποίος καλούταν συνεχώς να απολογηθεί για την πολιτική κληρονομιά του εγκληματία και ηλίθιου Μπους.

Τα πιο ενδιαφέροντα όμως βρίσκονται στο άλλο στρατόπεδο, των Δημοκρατικών. Το 2008 ο Ομπάμα κέρδισε με 69.498.516 ψήφους. Δηλαδή, οι Δημοκρατικοί μέσα σε 8 χρόνια έχασαν 7 εκ. ψήφους! Ο Ομπάμα οδήγησε τους Δημοκρατικούς στα καλύτερα αποτελέσματα κι η Χίλαρι στα χειρότερα.

Το ερώτημα επομένως δεν είναι γιατί εξελέγη πρόεδρος ο Τραμπ. Το ερώτημα είναι γιατί υπέστησαν τέτοια εκλογική συντριβή οι Δημοκρατικοί. Ή, γιατί η Χίλαρι αποδείχθηκε τόσο «λίγη» πολιτικά, παρά την πληθωρική στήριξη που βρήκε από τον Τύπο με τα μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα να υποστηρίζουν την υποψηφιότητά της;

Πραξικόπημα στους Δημοκρατικούς
Η αποχή των δημοκρατικών ψηφοφόρων (καθώς η μείωση των ψήφων τους συνδέεται με την μείωση της γενικής συμμετοχής στις εκλογές από 131,3 εκ. το 2008 σε 121,8 εκ. το 2016) σχετίζεται με την ηττοπάθεια και την απογοήτευση που γέννησε στους οπαδούς του κόμματος η μεροληπτική στάση της ηγεσίας των Δημοκρατικών εναντίον του Μπέρνι Σάντερς, όπως αποκάλυψαν τα περίπου 5.000 mails που έδωσαν στη δημοσιότητα τα Wikileaks όπου φαινόταν ότι η ηγεσία του κόμματος στις εσωκομματικές προκριματικές εκλογές πριμοδοτούσε την Κλίντον και χαντάκωνε τον Σάντερς.

Η αντίδραση των μελών του Δημοκρατικού Κόμματος στο συνέδριο της Φιλαδέλφειας τον Ιούλιο ήταν τόσο έντονη ώστε για πρώτη φορά απειλήθηκε η ενότητα του, με αγανακτισμένους Δημοκρατικούς να διαδηλώνουν εκτός του συνεδρίου ζητώντας τη φυλάκιση της πρώην υπουργού Εξωτερικών, κι εντός να αποδοκιμάζουν ηχηρά κάθε αναφορά στο όνομά της. Η ηγεσία του κόμματος εκτέθηκε τόσο πολύ όταν αποκαλύφθηκε η εύνοια της προς την Κλίντον, ώστε ζήτησε δημόσια συγγνώμη από τον γερουσιαστή του Βερμόντ.

Η δυναμική του Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος για πρώτη φορά στην επίσημη ιστορία των ΗΠΑ μετά από πολλές δεκαετίες έθεσε το αίτημα του σοσιαλισμού, συνδέεται άμεσα με τα μαχητικά ριζοσπαστικά κινήματα που ξέσπασαν τα προηγούμενα χρόνια: από το Occupy Wall Street μέχρι τους καθηγητές του Σικάγο και το κίνημα των εργαζομένων στα επισιτιστικά επαγγέλματα.

Το άδοξο τέλος της υποψηφιότητας του Σάντερς μας επιτρέπει να συμπεράνουμε  πόσο διαβλητές είναι και οι εσωκομματικές εκλογές, βάσει των οποίων επιλέγονται οι υποψήφιοι από κάθε κόμμα. Αποδείχθηκε δηλαδή ότι οι εσωκομματικές εκλογές δεν αποτελούν παρά μια καλοστημένη και εθιμοτυπική παράσταση με την οποία, σε τελική ανάλυση, η Goldman Sachs προσφέρει στον εκλεκτό της υποψήφιο τη λαϊκή νομιμοποίηση και το χρίσμα κι έτσι η ιδιωτική της επιλογή γίνεται δημόσια τοποθέτηση.

Η αποκάλυψη της εκτεταμένης νοθείας που συνόδευσε τις εσωκομματικές εκλογές, όταν για πρώτη φορά απειλήθηκε το σχέδιο της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, μεταξύ άλλων, έχει ξεχωριστή σημασία για την Ελλάδα καθώς κατ’ επανάληψη η συγκεκριμένη διαδικασία προκρίνεται από έλληνες πολιτικούς (ΓΑΠ, Μητσοτάκη) ως το απαύγασμα της δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής.

Επιπλέον, υπ’ αυτό το πρίσμα αξίζει να επανεξετάσουμε την αξία που έχει το σχέδιο μιας ριζοσπαστικής πτέρυγας να παραμένει στο πλαίσιο ενός μεγάλου κόμματος, με την ελπίδα να κατακτήσει μέσω των τυπικών διαδικασιών την πλειοψηφία για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Το επιχείρημα το έχουμε ακούσει κατ’ επανάληψη: «Επειδή εκτός του μεγάλου κόμματος καταδικαζόμαστε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής, εντασσόμαστε στις γραμμές του και δίνουμε τη μάχη των συσχετισμών». Έτσι, αποφεύγοντας την περιθωριοποίηση οδηγούνται στη ενσωμάτωση…

Η αμερικανική εμπειρία υπογραμμίζει ότι ένα καθεστωτικό κόμμα έχει, κι αν δεν έχει διαμορφώνει εκείνους τους μηχανισμούς που στην ανάγκη επιβάλλουν στο εσωτερικό του, την γνήσια αστική γραμμή. Μάρτυρας η ήττα του Σάντερς ο οποίος θριάμβευσε στις κάλπες και ηττήθηκε στους διαδρόμους της εξουσίας, για όποιος συνεχίζουν να μην βγάζουν τα απαραίτητα συμπεράσματα από την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ και το «βρόμικο 2015». Αν κάτι επομένως μένει, είναι ο ευνουχισμός του πολιτικού ριζοσπαστισμού και η απογοήτευση καθώς και η ενσωμάτωση στο σύστημα πρωτοπόρων αγωνιστών που κάθε φορά δελεάζονται από τα οφέλη της εξουσίας…

Όλα τα παραπάνω αποκαλύπτουν ότι η αστική δημοκρατία είναι ένα βαθιά ολιγαρχικό καθεστώς. Αν η αστική δημοκρατία μπορούσε να διεκδικεί το συγκριτικό πλεονέκτημα μετά τη κατάρρευση του 1989 κι επάνω στα συντρίμμια των εκμεταλλευτικών καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού, πλέον αποδεικνύεται ότι είναι ένα σύστημα που υφαρπάζει και νοθεύει τη λαϊκή ψήφο. Η αστική δημοκρατία ούτε καν το δικαίωμα της επιλογής μια φορά στα τέσσερα χρόνια δεν μπορεί να εξασφαλίζει. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι συγκαλυμμένη δικτατορία.

Απογοήτευσε ο Ομπάμα
Επιπλέον, η απογοήτευση των ψηφοφόρων του Δημοκρατικού κόμματος δεν μπορεί να ερμηνευθεί χωρίς να ληφθούν υπ’ όψη οι αποτυχίες του Ομπάμα. Στη διάρκεια της θητείας του οι στρατιωτικές επεμβάσεις συνεχίστηκαν κι εντάθηκαν, όπως και οι κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Υπολογίζεται ότι μεταξύ 2009 και 2013 (επί προεδρίας Ομπάμα), το ανώτερο 1% απέσπασε το 85,1% του αυξημένου εισοδήματος που δημιουργήθηκε. Επίσης, το κορυφαίο 1% των οικογενειών σε παναμερικανικό επίπεδο αύξησε το εισόδημά του 25,3 φορές παραπάνω από το υπόλοιπο 99% (Economic Policy Institute, June 16, 2016).

Τούτων δοθέντων δεν προκαλεί καμιά έκπληξη εύρημα δημοσκόπησης που διενεργήθηκε τον Οκτώβριο του 2016 μεταξύ νέων 18 ως 35 ετών (των περίφημων millennials) που έδειξε ότι το 88% δεν ήθελε ούτε Κλίντον ούτε Τραμπ ενώ το 23% θα προτιμούσε να χτυπήσει τη γη μετεωρίτης παρά να εκλεγεί ένας από τους δύο… Ο Ομπάμα επομένως δεν ανταποκρίθηκε στις υψηλές προσδοκίες που γέννησε η εκλογή του, πριν οκτώ χρόνια. Κι αυτή είναι η δεύτερη αιτία πίσω από την ήττα των Δημοκρατικών…

Η μακρά προεκλογική περίοδο ωστόσο έφερε στην επιφάνεια με επίκεντρο τον Τραμπ ένα ακροδεξιό, βαθιά θρησκευόμενο και συντηρητικό κίνημα, με σημείο κοινωνικής αναφοράς γεωγραφικές περιοχές, ταξικά στρώματα, εισοδηματικές κατηγορίες και επαγγέλματα που επλήγησαν προνομιακά από την πρόσφατη κρίση και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού.

Ρατσιστές, προτεστάντες αγροτικών και ημιαστικών περιοχών, απόφοιτοι κυρίως της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή και ακόμη χαμηλότερης μόρφωσης με ετήσιο εισόδημα 50-90.000 δολάρια αποτέλεσαν τη βασική πηγή άντλησης ψήφων εκ μέρους του Ντόναλντ Τραμπ, που με τη ρητορεία του έστρεψε εναντίον του ακόμη και τη γραφειοκρατία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με τους σημαντικότερους ηγέτες του να ζητούν την καταψήφισή του.

Μεταξύ αυτών ο πρώην Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Τζον ΜακΚέην, η υπουργός Εξωτερικών του Μπους Κοντολίζα Ράις, ο υφυπουργός Άμυνας του Μπους και αρχιτέκτονας του πολέμου στο Ιράκ, Πολ Γούλφοβιτς, ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν, κ.α. Παρόλα αυτά ο Τραμπ εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, κερδίζοντας το φωτοστέφανο του ακάματου και καινοτόμου επιχειρηματία απέναντι στην αργόσχολη και κρατικοδίαιτη γραφειοκράτισσα Κλίντον που ταυτίστηκε με το παλιό και τη συνέχεια.

Υπό μία έννοια ο Τραμπ πέτυχε εκεί που απέτυχε ο Σάντερς: να ξεπεράσει τα εμπόδια που έθετε το κόμμα του στην τομή που εκπροσωπούσε και με τη λαϊκή ορμή του να επιβάλει την ατζέντα του πρώτα στο κόμμα και στην συνέχεια στην κοινωνία και την πολιτική ζωή. Οι Δημοκρατικοί των ΗΠΑ (όπως κατ’ αντιστοιχία συμβαίνει με τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη) αποδείχθηκαν πιο ικανοί να καταστέλλουν εσωτερικές εξεγέρσεις. Αντίθετα η Δεξιά εμφανίζεται πιο ανοιχτή στις ατελείωτες συντηρητικές μετατοπίσεις της πολιτικής που επιβάλει η εμβάθυνση της επίθεσης του κεφαλαίου στις δυνάμεις της εργασίας, στο έδαφος της οικονομικής κρίσης.  

Η νίκη του Τραμπ που δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα σημάνει οπισθοδρόμηση και θα επιφέρει πλήγματα στις δυνάμεις που αγωνίζονται για το μισθό, τα κοινωνικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες προκάλεσε έναν ασυνήθιστο πανικό στο φιλελεύθερο κατεστημένο. Η φράση του βρετανικού περιοδικού Economist επαναλήφθηκε άπειρες φορές από πολιτικούς κάθε απόχρωσης, με εξαίρεση τους ακροδεξιούς (Άδωνη Γεωργιάδη, Μάκη Βορίδη, κ.α.) «Είναι μια μεγάλη αλλαγή που κάνει τον κόσμο μας πιο επικίνδυνο».

Στα χνάρια του Μπους αλλά και του Ομπάμα
Στην πραγματικότητα, οι εξαγγελίες του Τραμπ δεν αποτελούν παρθενογένεση. Συνιστούν τομή, μέσα στη συνέχεια όμως της αστικής πολιτικής. Χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε το μέγεθος του κινδύνου που εκπροσωπεί ο νέος αμερικάνος πρόεδρος, σε κάθε ωστόσο εξαγγελία του μπορούμε να αντιστοιχήσουμε χρόνιες πολιτικές όχι μόνο του Μπους αλλά ακόμη και του Ομπάμα που άνοιξαν το δρόμο στον Τραμπ.

Στην εξαγγελία του Τραμπ για ακύρωση της συμφωνίας με το Ιράν τη μόνιμη υποταγή της αμερικανικής πολιτικής στα σχέδια του Σιωνισμού, στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Αυτή η υποταγή κι η σύμπλευσή της με τα αμερικανικά σχέδια υπαγόρευσε την πολιτική κυρώσεων εναντίον του Ιράν, η οποία υπηρετήθηκε ακόμη και από τον Ομπάμα, πριν την υπογραφή της συμφωνίας τον Ιούλιο του 2015.

Η εξαγγελία για απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, την δεν ξαφνιάζει και τόσο αν θυμηθούμε ότι οι ΗΠΑ συγκαταλέγονται στις ελάχιστες χώρες που υπέγραψαν μεν αλλά δεν επικύρωσαν το Πρωτόκολλο του Κιότο.

Στον εθνικισμό του Τραμπ, που αποτελεί υποτίθεται προσβολή και πλήγμα στα φιλελεύθερα ιδεώδη, αξίζει να αντιπαραβάλλουμε το κλίμα υστερίας που καλλιεργήθηκε μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001, από τον Μπους αρχικά, αλλά με αμείωτη ένταση κι από φιλελεύθερα έντυπα και δεξαμενές σκέψης, όπως πχ ο Economist που τώρα ενοχλείται από τον εθνικισμό του Τραμπ και τις εξαγγελίες του για απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ των μουσουλμάνων.

Τέλος, απέναντι στις κριτικές των Ευρωπαίων για επιστροφή στον εθνικισμό και τον προστατευτισμό που υποτίθεται ότι κρύβουν οι εξαγγελίες Τραμπ για πάγωμα των εμπορικών συμφωνιών, αξίζει να δούμε τα υλικά συμφέροντα των Ευρωπαίων λόγω σταθερού πλεονασματικού εμπορικού ισοζυγίου.

Φρένο στις αθρόες εισαγωγές
Συγκεκριμένα, από το σημερινό καθεστώς ελεύθερου εμπορίου ο μεγάλος κερδισμένος είναι η ΕΕ όπως δείχνει το πλεόνασμα στο ισοζύγιο αγαθών που από 90,3 δισ. ευρώ το 2013, ανέβηκε στα 102,3 δισ. ευρώ το 2014 και στα 122,8 δισ. το 2015. Πλεονασματικό είναι το ισοζύγιο της Ευρώπης και από το εμπόριο των υπηρεσιών, όπου το 2014 εμφάνισε πλεόνασμα ύψους 6,6 δισ. ευρώ. Επομένως πίσω από τις απειλές του Τραμπ ότι θα αυξήσει τους δασμούς ή θα επιβάλλει τον επαναπατρισμό μέρους των αμερικανικών κερδών κρύβεται μέρος του αμερικανικού κεφαλαίου που θέλουν να βάλουν ένα φρένο στην αυξανόμενη εισαγωγική διείσδυση των Ευρωπαίων.

Οι εξαγωγείς της γηραιάς ηπείρου βγαίνουν στα κάγκελα γιατί πίσω από τις απειλές του Τραμπ διακρίνουν τον κίνδυνο αν όχι να καταρρεύσει, τουλάχιστον να δεχθεί ρωγμές ένα απίστευτα αποτελεσματικό κι εξ ίσου άνισο πρότυπο οικονομικής πολιτικής, βάσει του οποίου τα κενά που δημιουργεί στην κατανάλωση η παρατεταμένη πολιτική λιτότητας και μείωσης των μισθών τα καλύπτουν οι εξαγωγές. Έτσι, η φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου είναι απαραίτητο συμπλήρωμα, η άλλη όψη των περικοπών σε μισθούς και ημερομίσθια. 


Η αστική πολιτική κρύβοντας αυτά τα διακυβεύματα και κυρίως τη συνέχεια, την ίδια ώρα που εξυμνεί κι αναπολεί ένα φιλελεύθερο παράδεισο ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε στην καθημερινή ζωή των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων και των κακοαμειβόμενων έθαλλε εν τούτοις στα ανάλαφρα πάρτι της εξαγορασμένης προοδευτικής διανόησης στην ανατολική ακτή αναζητά κοινωνικές συμμαχίες.

Επιδιώκει να δημιουργήσει μια συσπείρωση γύρω από ένα κοσμοπολίτικο αστικό ιδεώδες που υποτίθεται ξεχειλίζει πολιτισμικής ανεκτικότητας και κοινωνικής ευημερίας. Αλλιώς, στρώνουν το δρόμο για τον επόμενο Ομπάμα που κι αυτός με τη σειρά του θα ανοίξει το δρόμο για τον επόμενο Τραμπ ή Μπους.

Δοθέντων των παραπάνω γίνεται εμφανές ότι η αστική πολιτική δεν εξελίσσεται γραμμικά και ευθύγραμμα. Κάθε συστατικό της στοιχείο (τάσεις συνεργασίας ή ανταγωνισμού στο έδαφος της διεθνοποίησης, ενσωμάτωση ή απέλαση των μεταναστών, κοκ) διέρχεται μια τροχιά ανόδου και καθόδου, με την κάθε αλλαγή φάσης να απαντάει στα ανοιχτά ερωτήματα της προηγούμενης.

Για παράδειγμα, στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής του Τραμπ το νέο μείγμα «χαλαρής δημοσιονομικής – σφιχτής νομισματικής πολιτικής» (στο πλαίσιο του οποίου θα υλοποιηθούν επενδύσεις σε έργα υποδομής, θα κατεδαφιστεί όμως το σύστημα περίθαλψης του Ομπάμα) έρχεται να διαδεχθεί την εξάντληση του προηγούμενου μοντέλου «σφιχτής δημοσιονομικής – χαλαρής νομισματικής πολιτικής», που έβγαλε τις ΗΠΑ από την κρίση του 2008.

Υπ’ αυτό το πρίσμα η εκλογή του ακροδεξιού φαφλατά Τραμπ αποτελεί εστία νέων κινδύνων για τις δυνάμεις της εργασίας. Κυρίως όμως αποτελεί τομή μέσα στη συνέχεια της αστικής πολιτικής!

πηγή: kommon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου