.

.
Πατήστε στην εικόνα για να δείτε το πρόγραμμα

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Η ευελιξία της απασχόλησης αποκρύπτει την ανεργία και αυξάνει τις ανισότητες








 Από Σαβ. Ρομπόλης Βασ. Μπέτσης


Το κεντρικό αίτημα των διαδηλωτών στο Αμβούργο της Γερμανίας, στο πλαίσιο της Συνόδου τoυ G-20 (7-8/7/2017), ήταν η αποτελεσματική αντιμετώπιση τόσο του εργασιακού και κοινωνικού αποκλεισμού, όσο και των κοινωνικών – εισοδηματικών ανισοτήτων που πλήττουν, ιδιαίτερα, τα τελευταία τριάντα χρόνια τους πολίτες των χωρών τους, εξαιτίας των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών της απελευθέρωσης και της ευελιξίας της αγοράς εργασίας.

Πράγματι, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 2010, η διεθνής και ευρωπαϊκή πολιτική απήντησε και απαντά, μεταξύ άλλων, στην κρίση της παγκοσμιοποίησης και της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του χρηματο-πιστωτικού και τραπεζικού τομέα, με την επέκταση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, την διεύρυνση της ευελιξίας της απασχόλησης, την αύξηση των κοινωνικών – εισοδηματικών ανισοτήτων και την φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού.


Χαρακτηριστική περίπτωση της αύξησης της ανισοκατανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελεί, εκτός από την Ευρώπη, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το ποσοστό εισοδήματος του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού, αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό, που αντιστοιχεί με το επίπεδο εισοδήματος εκατόν ετών πριν. Ταυτόχρονα, όπως προκύπτει από την έρευνα, η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (επέκταση κάθε μορφής ευελιξίας, δηλαδή της απασχόλησης, του χρόνου εργασίας, των αμοιβών, του τρόπου και του χρόνου καταβολής των αμοιβών, κλπ) σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο (αλλαγή του οικονομικού, κοινωνικού και εργασιακού παραδείγματος), βασίζεται, κατά βάση, στην στρατηγική καταπολέμησης της ανεργίας και των εισοδηματικών – κοινωνικών ανισοτήτων διαμέσου της ευελιξίας της απασχόλησης.

Όμως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική αυτή επιλογή αποδείχθηκε λανθασμένη και αναποτελεσματική, εξαιτίας της αντικειμενικής ανεπάρκειας της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης να συμβάλλουν, σε συνθήκες στασιμότητας ή ύφεσης της οικονομίας, τόσο στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας όσο και στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Αντίθετα, συμβάλλουν στην απόκρυψη του υψηλού, στην πραγματικότητα, επιπέδου της ανεργίας, στην διεύρυνση των ανισοτήτων και των διακρίσεων καθώς και στην διάβρωση της κοινωνικής συνοχής. Οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και των μορφών απασχόλησης, εξηγούνται από το γεγονός ότι οι ανισότητες μεταξύ εργασίας – τεχνολογίας βασίζονται στην άνιση κατανομή του κόστους (σε χρήμα με το χαμηλό επίπεδο των μισθών και σε είδος με το χαμηλό επίπεδο της απασχόλησης) σε βάρος της εργασίας και των ευέλικτα εργαζομένων.

Στις δυσμενείς αυτές συνθήκες της αγοράς εργασίας, η ευελιξία, δηλαδή η ανασφάλεια της απασχόλησης, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, ασκεί, μεταξύ των άλλων, σοβαρή πίεση στους ανέργους και ιδιαίτερα στους νέους, να αποδεχθούν ως γέφυρα μετάβασης στην είσοδο τους στην αγορά εργασίας την βραχυχρόνιας διάρκειας ευέλικτη απασχόληση, η οποία όμως στην πράξη της λειτουργίας της αγοράς εργασίας μετεξελίσσεται σε μόνιμης διάρκειας ευέλικτη, χαμηλά αμειβόμενη, αδήλωτη και ανασφάλιστη απασχόληση. Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ με τη δημιουργία περισσότερων αλλά ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης.

Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η σημερινή δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, αναδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη ευελιξία των μορφών απασχόλησης στην χώρα μας, αποτελεί εξίσου σοβαρό πρόβλημα της αγοράς εργασίας αντίστοιχο με αυτό του κατώτατου μισθού και γενικότερα των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, των ομαδικών απολύσεων, της κυριαρχίας των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων έναντι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κλπ. Έτσι, σήμερα στην Ελλάδα, η στατιστική ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 21,5% (η πραγματική ανεργία σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ είναι 31,5%) και η μερική απασχόληση αποτελεί το 11,5% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζει το 21%. Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα αξίζει να σημειωθεί ότι σε έξι κλάδους αιχμής (βιομηχανία τροφίμων και ποτών, χονδρικό εμπόριο, λιανικό εμπόριο, καταλύματα, δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης, εκπαίδευση) της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα, σε σύνολο μισθωτής απασχόλησης 949.015 ατόμων, τα 794.451 άτομα εργάζονται με πλήρη απασχόληση και 154.474 άτομα (16,3%) εργάζονται με μερική απασχόληση.

Ειδικότερα, από αυτόν τον αριθμό των 154.474 εργαζομένων με μερική απασχόληση στους έξι κλάδους αιχμής της ευέλικτης απασχόλησης, οι περισσότεροι μερικώς απασχολούμενοι (53.251 άτομα – 19,3%) εργάζονται στο Λιανικό εμπόριο και ακολουθούν με 50.204 μερικώς απασχολούμενους (30,9%) ο κλάδος των δραστηριοτήτων υπηρεσιών εστίασης και με 34.827 μερικώς απασχολούμενοι (12,6%) ο κλάδος της εκπαίδευσης. Παράλληλα, η μερική απασχόληση αποτελεί (2016) το 50,3% των νέων προσλήψεων, η ανασφάλιστη εργασία αφορά 1 στους 5 εργαζόμενους και 38% των εργαζομένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό.

Στις δυσμενείς αυτές εξελίξεις των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη αναθεωρώντας την άποψη της, υποστηρίζει ότι η ευελιξία της αγοράς εργασίας μπορεί να μη καταπολεμά την ανεργία αλλά συμβάλλει στην μείωση των ανισοτήτων, στο πλαίσιο της κατάτμησης της αγοράς εργασίας, με την έννοια ότι κάποιοι εργαζόμενοι απασχολούνται σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας (393 ευρώ μικτά τον μήνα στην Ελλάδα), συμβάλλοντας στην διεύρυνση της φτωχοποίησης, ιδιαίτερα, του νεανικού πληθυσμού και κάποιοι άλλοι εργαζόμενοι σταδιοδρομούν επαγγελματικά σε σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Όμως, η προσφυγή στην ανάλυση των στατιστικών στοιχείων, αποδεικνύει ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης ακόμη και από την μεθοδολογική οπτική της κατάτμησης της αγοράς εργασίας αυξάνουν τις εισοδηματικές – κοινωνικές ανισότητες τόσο μεταξύ των ευέλικτα εργαζομένων, όσο και μεταξύ των ευέλικτα και των μη ευέλικτα απασχολουμένων.

Κι΄ αυτό γιατί η τμηματοποίηση της αγοράς εργασίας ουσιαστικά αποτελεί μία αντιθετική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και ως εκ τούτου οι ασκούμενες πολιτικές της ευελιξίας της απασχόλησης ικανοποιούν μονομερώς τα αιτήματα των επιχειρήσεων, επιφορτίζοντας το κόστος της προσαρμογής της εργασίας, στην τεχνολογία και στο νέο εργασιακό και κοινωνικό παράδειγμα, στην εργασία και ιδιαίτερα στην ευέλικτη απασχόληση. Ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός της Γερμανίας, όπου η αναπτυξιακή προοπτική, κατά βάση, μέσης τεχνολογικής εξειδίκευσης, εκτιμάται ότι θα συνυπάρχει, κατά τα επόμενα χρόνια, με ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ της τάξης του 1%-1,5%, επίπεδο ανεργίας της τάξης του 10%, αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, ως στρατηγικής επιλογής χαμηλού κόστους και υψηλών ανισοτήτων, με την προσδοκία βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Αντίθετα, στο σύνολό της, η παραγωγική – τεχνολογική προσαρμογή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις νέες διεθνείς προκλήσεις της ρομποτικής, του αυτοματισμού, της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, της νανοτεχνολογίας, κ.λ.π., προϋποθέτει την ισορροπία μεταξύ της τεχνολογικής αναβάθμισης – ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας και της ποιοτικής βελτίωσης της εργασίας. Έτσι, η αλλαγή και οργάνωση ενός νέου προτύπου παραγωγής προϊόντων – υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και διεθνώς εμπορεύσιμων, θα συνδυαστεί με πολιτικές ρύθμισης της αγοράς εργασίας και των μορφών απασχόλησης καθώς και με πολιτικές αποτροπής των ανισοτήτων και των συνθηκών φτώχειας στην εργασία (Ευρωπαϊκός Πυλώνας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 2017), στοχεύοντας στην βελτίωση του επιπέδου της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας με όρους παραγωγικότητας, τεχνολογίας – καινοτομίας και ποιότητας της εργασίας.

*Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Υποψ. Διδάκτορα Παντείου Πανεπιστημίου

πηγή: iskra.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου