Κάποια στελέχη της ΛΑ.Ε σχολίαζαν εντυπωσιασμένα στην Iskra ένα ενυπόγραφο κείμενο στο Rproject υπό τον τίτλο «Ο κεϋνσιανός δρόμος της απώλειας: Στην εκδήλωση του ΕΔΕΚΟΠ για τη δραχμή».
Τα στελέχη αυτά της ΛΑ.Ε ήταν εντυπωσιασμένα καταρχάς από το γεγονός, ότι ο αρθρογράφος δεν βρήκε να πει, σχεδόν, τίποτα θετικό για το περιεχόμενο της εκδήλωσης του ΕΔΕΚΟΠ (πέραν της μεγάλης συμμετοχής), ενώ η πρόταση που παρουσιάστηκε χαρακτηρίστηκε «ούτε αριστερή, ούτε ριζοσπαστική».
Αυτό, όμως, που διέκριναν και τους έκανε εξαιρετική εντύπωση στο κείμενο, μας έλεγαν τα ίδια στελέχη, ήταν μια ιδιαίτερα ανεξήγητη εμπάθεια, σχεδόν χολή, σε βάρος της ΛΑ.Ε και της ηγεσίας της, με αρκετές ανακρίβειες, πολλές υπερβολές και προσωπικούς τόνους.
Ιδιαίτερα τα ίδια στελέχη τόνιζαν ότι δεν είναι δυνατόν να συγχέεται στο κείμενο μια ανοικτή πολιτική εκδήλωση με μια συνέντευξη Τύπου, όπως αυτή που έκανε η ΛΑ.Ε για το φυλλάδιο της μετάβασης από το ευρώ στο εθνικό νόμισμα και, κυρίως είναι απολύτως απαράδεκτο και αστήρικτο να λέγεται και μάλιστα γενικευμένα και αφοριστικά, ότι η ηγεσία της ΛΑ.Ε θεωρεί τάχα ότι «πολιτική και επικοινωνία σήμερα σημαίνουν συνθήματα και εύκολα λόγια από την τηλεόραση και όχι τεκμηριωμένες, εμπεριστατωμένες και συνεκτικές θέσεις – όπλα στην καθημερινή επιχειρηματολογία και ζωή του κάθε πολίτη». (Σκεφθείτε να είχε η ΛΑ.Ε και αισθητή παρουσία στις τηλεοράσεις).
Ευπρόσδεκτη η κριτική για τα πάντα. Δεν βλάπτει, όμως, τόνιζαν τα ίδια στελέχη της ΛΑ.Ε, λίγο περισσότερη εποικοδομητικότητα και ένα ευρύτερο και πιο ενωτικό πνεύμα. «Αν δεν κάνουμε λάθος, δεν είμαστε αντίπαλοι ούτε σε αντίπαλα στρατόπεδα, ενώ όλοι μας χρειαζόμαστε περισσότερη θετική συζήτηση, παρά εύκολες βολές, που θυμίζουν τις κακές πλευρές του παρελθόντος της Αριστεράς», κατέληγαν.
Στη συνέχεια παραθέτουμε και ολόκληρο το κείμενο του αρθρογράφου, για να σχηματίσουν οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μας μια δική τους πληρέστερη άποψη:
Ο ΚΕΫΝΣΙΑΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ: ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΔΕΚΟΠ ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ
Του Γιάννη Νικολόπουλου*
H «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε αριστερή, ούτε ριζοσπαστική.
Πρώτα, μερικά συμπεράσματα που ανήκουν στην κατηγορία του
αυτόπτη μάρτυρα και θεατή. Η κινηματογραφική αίθουσα
ΑΛΚΥΟΝΙΣ αποδείχτηκε πολύ μικρή για το πλήθος που συγκέντρωσε η
εκδήλωση του ΕΔΕΚΟΠ για τη μετάβαση στη δραχμή. Η αίθουσα
ήταν κατάμεστη και ασφυκτικά γεμάτη στη «γαλαρία», είχε παντού
όρθιους, που έφθαναν έως έξω στο πεζοδρόμιο της Ιουλιανού – και
αν ο κλειστός χώρος δεν ξεγελά το μάτι μιλάμε για πάνω από 600-700
άτομα( η ΑΛΚΥΟΝΙΣ έχει 330 καθίσματα). Ο Κώστας Λαπαβίτσας
προλογίζοντας την εκδήλωση είχε δίκιο όταν ανέφερε πως η
συμμετοχή και η ανταπόκριση του κόσμου είναι ένα θετικό και
συγκλονιστικό μήνυμα που αιφνιδίασε και τους ίδιους τους
διοργανωτές – κανονικά θα έπρεπε να είχαν προνοήσει για μια
μεγαλύτερη αίθουσα. Προσθέτω ότι κατά την εκτίμηση μου, θα
έπρεπε να έχουν προνοήσει για περισσότερα – και αυτό δεν αφορά
μόνο τους καθηγητές και εθελοντές του ΕΔΕΚΟΠ.
Η εκδήλωση, για την ακρίβεια η συμμετοχή σε αυτήν, ήταν μήνυμα και για τις σημερινές ηγεσίες της Λαϊκής Ενότητας και της Πλεύσης Ελευθερίας – μαζί οι δύο σχηματισμοί δεν συγκέντρωσαν ούτε το 1/2 του κόσμου στις δύο πρόσφατες αντίστοιχες εκδηλώσεις τους, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ και τη ΣΦΙΓΓΑ. Αυτό, κανονικά, πρέπει να προβληματίσει έντονα τα επιτελεία των δύο σχηματισμών – της ΛΑΕ και της Πλεύσης – κάτι κάνουν, επικοινωνιακά και πολιτικά, λάθος όταν κάνουν εκδηλώσεις σε στενό,εντέλει, κύκλο. Επίσης καλό θα ήταν να τους προβληματίσει το γεγονός ότι η ανυπομονησία και η δίψα του κόσμου να ακούσει και να γίνει κοινωνός της «πιο σοβαρής και τεκμηριωμένης πρότασης για τη μετάβαση στη δραχμή» προκάλεσε σποραδικές, άλλοτε πιο έντονες (περισσότερο προς το πρόσωπο του Παναγιώτη Λαφαζάνη) αποδοκιμασίες του στυλ «τελειώνετε με τους χαιρετισμούς» και γενική μουρμούρα και δυσφορία, που εξηγείται και από το δεύτερο φάουλ και σφάλμα των διοργανωτών : Μια εκδήλωση για την «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη δραχμή» δεν στριμώχνεται Τετάρτη βράδυ, ειδικά μάλιστα όταν με τη σχετική καθυστέρηση άφιξης τόσο του Λαφαζάνη όσο και της Κωνσταντοπούλου, τους χαιρετισμούς των δύο, καθώς και των δύο ξένων αντιπροσώπων, το κυρίως μενού παρουσίασης του ΕΔΕΚΟΠ διαδοχικά με τον Μαριόλη, τον Γαβριηλίδη και τον ίδιο τον Λαπαβίτσα, ξεκίνησε στις 9.20 και όχι στις 7, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο. Παρεμπιπτόντως, η Κωνσταντοπούλου «γλίτωσε» από κάποιες αποδοκιμασίες στη σχετική μακρηγορία του δικού της χαιρετισμού επειδή διατύπωσε ανοικτά, για δεύτερη φορά, μετά την μουσικοθεατρική σκηνή ΣΦΙΓΓΑ, τη θέση της «εναντίον του ευρώ», θέση που επιδοκιμάστηκε από το κοινό.
Η καθυστέρηση προκάλεσε κόπωση, ειδικά για τους όρθιους, λελογισμένο όσο και συγκαλυμμένο εκνευρισμό, δυσφορία – δεν ήταν ακριβώς…θεία λειτουργία, τουλάχιστον για όποιον συγχρωτίστηκε με τους θεατές. Και αυτό εξηγείται επίσης καθώς το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των ακροατών ήταν άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, συνταξιούχοι, μεσήλικες, «απόμαχοι της ζωής» ή πολύ κοντά στη δύση του εργασιακού τους βίου.Οι αντοχές, φυσικές, ψυχικές, σωματικές, μπορούν να προδώσουν και τον πιο καλόπιστο και πρόθυμο θεατή και ακροατή. Παρόλα αυτά, πρυτάνευσε η υπομονή – ένα ακόμη διδακτικό μάθημα για τις ηγεσίες της ΛΑΕ και της Πλεύσης που θεωρούν ότι πολιτική και επικοινωνία σήμερα σημαίνουν συνθήματα και εύκολα λόγια από την τηλεόραση και όχι τεκμηριωμένες, εμπεριστατωμένες και συνεκτικές θέσεις – όπλα στην καθημερινή επιχειρηματολογία και ζωή του κάθε πολίτη.
Και εδώ είναι το τρίτο φάουλ και η χαμένη ευκαιρία των διοργανωτών : Αν και ολοφάνερα, δεν υπήρχαν υποστηρικτές του ευρώ ή αμφιταλαντευόμενοι, τουλάχιστον, στο θέμα της ρήξης με την ευρωζώνη ανάμεσα στο κοινό, το πλήθος διψούσε και κατά κάποιον τρόπο απαιτούσε να εξοπλιστεί με βάσιμα, καθαρά, κατανοητά και σαφή επιχειρήματα για τη μετάβαση στη δραχμή, επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην καθημερινότητα του, στο καφενείο, στο οικογενειακό τραπέζι, στην ουρά του ΟΑΕΔ, στη λαϊκή αγορά, στη γειτονιά και την πολυκατοικία του. Η εκδήλωση έπασχε ακριβώς σε αυτό το σημείο : Δεν εκλαΐκευσε την «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη μετάβαση στη δραχμή». Κάποιοι πίνακες αναλύσεων και τα διαγράμματα, που χρησιμοποίησε κυρίως ο Μαριόλης θα δυσκόλευαν ακόμη και τελειόφοιτους φοιτητές των οικονομικών. Η επιμονή για ανάδειξη συγκεκριμένων τομέων «παραγωγικής ανασυγκρότησης» στη βιομηχανία και τη γεωργία δεν συνοδεύτηκε από την τεκμηριωμένη εξήγηση του «γιατί αυτοί οι τομείς – ατμομηχανή και όχι άλλοι». Και δεν έλειψαν ορισμένες «ευκολίες» βγαλμένες λες από το διαβρωτικό πρίσμα των τηλεοπτικών παραθύρων και της συγκαταβατικής λογικής των πλατιών «εθνικών μετώπων» για τη μετάβαση στη δραχμή.
Παράδειγμα, ο Λαπαβίτσας ισχυρίστηκε ότι μέρος από το απαιτούμενο αποθεματικό των περίπου 12 δις ευρώ που απαιτούνται για το «πρώτο, μεταβατικό διάστημα του ενός-δύο μηνών έως ότου εκτυπωθούν στο σύνολο τους, οι νέες δραχμές» θα προέλθει από τα 24 δις «που βρίσκονται κρυμμένα μέσα στα στρώματα των Ελλήνων». Η φράση προκάλεσε δίκαιη αγανάκτηση : «Δεν έχουμε τέτοια ποσά στα σπίτια μας», πετάχτηκαν ορισμένοι από τους θεατές. Ο Λαπαβίτσας επέμεινε και ξεπέταξε την ένσταση με ένα «ναι εντάξει όχι όλοι, πολλοί». «Ευκολία» δεύτερη, η έκκληση του Λαπαβίτσα στην (ιδιωτική) Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος να προετοιμάζει «χθες» το παραπάνω αποθεματικό, «ανεξάρτητα αν πιστεύει ή όχι στη ρήξη με την ευρωζώνη» – σε διαφορετικό σημείο την ίδια τράπεζα (και όλες τις υπόλοιπες και σωστά) την «απείλησε» με διορισμό δημόσιου επιτρόπου, «την Κυριακή το βράδυ» υπονοώντας την Κυριακή το βράδυ μετά τις εκλογές νίκης του «εθνικού μετώπου για τη δραχμή». Σύγχυση ή αντίφαση, να ζητά κανείς «προετοιμασία μετάβασης» ακριβώς από εκείνους που αντιμάχονται λόγω και έργω αυτή τη μετάβαση; Σύγχυση, αντίφαση ή ευσεβείς πόθοι, ότι εκλογές με ορίζοντα την ανάρρηση ενός «εθνικού μετώπου δραχμής» στην εξουσία, θα έχουν χαρακτήρα «ομαλής διαδοχής στην κυβερνητική σκυτάλη», οταν έχει προηγηθεί η τραυματική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής ανάθεσης και όταν κυρίως έχει προηγηθεί το μεγάλο λάθος αδρανοποίησης και αποστράτευσης της κοινωνικής πλειοψηφίας, όπως αυτή εκφράστηκε διαδοχικά το 2015 στις πρώτες εκλογές και κυρίως στο δημοψήφισμα;
Το «εθνικό μέτωπο», επίσης για τη δραχμή, έμεινε μια φράση μετέωρη και χωρίς εξηγήσεις, αν και οι ομιλητές υποστήριξαν ότι «το πολιτικό και θεσμικό ‘’εποικοδόμημα’’ δεν αφορά τη σοβαρή και τεκμηριωμένη, οικονομική πρόταση και έπεται των διαδικασιών μετάβασης». Συγγνώμη, αλλά φρονώ ότι το πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάβει το τιτάνιο έργο αυτής της μάχης, έστω και διά της «κοινοβουλευτικής οδού προς τον σοσιαλισμό» πρέπει να αποσαφηνιστεί και να αποκρυσταλλωθεί προτού σκαφτούν τα χαρακώματα. Εγραψα «σοσιαλισμό», λεξούλα που δεν ακούστηκε στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ, ίσως ακριβώς επειδή οι πυλώνες μετάβασης και ανασυγκρότησης (αύξηση της ζήτησης, για να καταπολεμηθεί η ανεργία και κρατικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα στις υπηρεσίες και μακροπρόθεσμα στη βιομηχανία και τη γεωργία, προκειμένου να προχωρήσει η παραγωγική ανασυγκρότηση) ήταν βγαλμένες λες από τα οικονομικά εγχειρίδια του κεϋνσιανισμού.
Εδώ όμως υπάρχει ένα δομικό σφάλμα καταρχάς απλής λογικής : Η επαναφορά σε μια κατάσταση «καπιταλισμού με ανθρώπινο και κοινωνικό πρόσωπο» απαιτεί όχι μόνο τη συναίνεση των συνδικάτων και των εργαζομένων, αλλά και τη «συνενοχή» των κατόχων των μέσων παραγωγής και πλούτου, δηλαδή του κεφαλαίου. Εχουμε άραγε διαπιστώσει ότι καπιταλιστές και κεφάλαιο της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στον τομέα των υπηρεσιών και κατεξοχήν στον τουρισμό, ο εμβληματικός ΣΕΤΕ με επικεφαλής τον πλέον «γνωστό – άγνωστο» κουκουλοφόρο της τρόικας, Ανδρέα Ανδρεάδη, βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με το «μέτωπο της δραχμής» και ακριβέστερα το μέτωπο της δραχμής ενάντια στη λιτότητα; Δεν θα το’λεγα…
Σε πιο πρακτικά ζητήματα, «η πλέον σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη μετάβαση στη δραχμή» δυσκολευόταν να περιγράψει την πρώτη μέρα, την πρώτη εβδομάδα και τον πρώτο χρόνο της νέας κατάστασης. Για παράδειγμα, δεν αρκεί να μπουν δημόσιοι επίτροποι στις τράπεζες ή να περιέλθει σε δημόσιο έλεγχο η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν τα πραγματικά Γενικά Επιτελεία του κουαρτέτου των «θεσμών» και της ευρωενωσιακής λιτότητας, βρίσκονται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και την «ανεξάρτητη» Αρχή Δημοσίων Εσόδων – εκτός αν αυταπατάται κανείς ότι η ανώτερη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία τους θα σταθεί στο πλευρό του «εθνικου μετώπου της δραχμής» έπειτα από μια ενδεχόμενη επικράτηση σε εθνικές εκλογές. Επίσης, σε μια ελληνική οικονομία που οργιάζει η παραοικονομία, η κυκλοφορία μαύρου και αφορολόγητου χρήματος και επιβιώνει ακόμη και παρασιτικά και παρά την εμπέδωση συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών και συναλλαγών, η χάρτινη μορφή του χρήματος, δεν αρκεί η εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα που θα γεννήσει «από τα πάνω» το κράτος, καταβάλλοντας μισθούς και συλλέγοντας φόρους σε δραχμές, χωρίς ταυτόχρονη ίδρυση ανταλλακτηρίων και υποχρεωτικού σφραγίσματος των χάρτινων ευρώ σε νέες δραχμές, χωρίς ταυτόχρονη τιθάσευση των φαινομένων μαύρης αγοράς είτε στο συνάλλαγμα είτε στο εμπόριο. Αυτά φυσικά προαπαιτούν λαϊκή και μαζική κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων της εργασίας. Τέλος μπορεί η εκτίμηση για ένα πληθωρισμό που θα τρέχει στο 10% και μόνο τον πρώτο χρόνο να είναι επαρκώς βάσιμη, αλλά πρέπει να αποσαφηνιστεί η πολιτική βούληση ότι κάθε απόπειρα κερδοσκοπίας και σχετικών πιέσεων στην αγορά θα κατασταλεί από το οικονομικό επιτελείο και τους ελεγκτικούς του μηχανισμούς εν τη γενέσει τους.
Με όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι η «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε αριστερή ούτε ριζοσπαστική, ενώ και από πλευράς εκλαϊκευμένων, εύληπτων και άμεσα χρήσιμων στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο τεκμηρίων έπασχε, από τη στιγμή μάλιστα που ποντάρει πολλές από τις παραδοχές της, στην «επανεκκίνηση» των σχέσεων ταξικής συμφιλίωσης μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου στην Ελλάδα μέσα σε έναν καθαγιασμένο, αλλά ανύπαρκτο για το δεύτερο, κεϋνσιανό δρόμο, ο οποίος όπως έχει αποδείξει η ιστορία και η ζωή, είναι ο δρόμος της ταυτοτικής απώλειας για την Αριστερά. Η ιστορία πάλι, η ζωή και οι κατά περίπτωση ηγεσίες έχουν αποδείξει επίσης στην ελληνική Αριστερά τον εσφαλμένο, ναρκοθετημένο και επικίνδυνο δρόμο των «εθνικών μετώπων» για κάθε χρήση και σε κάθε κρίση.
Για να το θέσω ωμά και με πλήρη ενσυναίσθηση της βαρύτητας και της φόρτισης των λέξεων, των στιγμών και της σημερινής συγκυρίας, «Λίβανος» και «Καζέρτα» για τη δραχμή δεν πρέπει, δεν μπορούν και ορισμένοι δεν θα πρέπει και να θέλουμε να ξαναϋπάρξουν… Για τους υπόλοιπους, δεν παίρνω εδώ και καιρό όρκο ότι δεν θα ήθελαν μια επανάληψη του δράματος, με αντάλλαγμα έναν πρόσκαιρο ρόλο επί πολιτικής και οικονομικής σκηνής…
Εντέλει, το θετικότερο στοιχείο της χθεσινής βραδιάς ήταν το πλήθος των συγκεντρωμένων, η δίψα για πολιτικό προβληματισμό και εξοπλισμό με επιχειρήματα και θεωρητικά και πρακτικά «όπλα», η διαθεσιμότητα του για όλα τα υπόλοιπα, συγκρουσιακά και στοιχειακά είναι το μεγάλο ζητούμενο, το οποίο όμως δεν μπορεί να βρει απαντήσεις μέσα στην πλειονότητα μιας μάζωξης κυρίως από μεσήλικες και συνταξιούχους.
Το στοίχημα της Αριστεράς παραμένει η διαθεσιμότητα, η κινητοποίηση, η οργάνωση της νεολαίας, εντός και εκτός της χώρας, εντός και εκτός των υπηρεσιών, της γεωργίας, της βιομηχανίας, των πανεπιστημίων – εξάλλου, οι «χαμένες γενιές» του νεοφιλελευθερισμού και της ποινικοποίησης των αριστερών ιδεών δυσκολεύονται πια αφάνταστα να εγκαταλείψουν τις αυταπάτες και τις διαδοχικές διαψεύσεις τους, για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού και του ευρωπαϊκού οικονομικού και πολιτικού οικοδομήματος. Το τελευταίο συμπέρασμα αφορά και στις ηγεσίες που μας έλαχαν σχεδόν στο σύνολο των θεωρούμενων «αντιμνημονιακών» και αριστερών (όλα;) σχηματισμών, που προετοιμάζουν αενάως το «μέτωπο» (έτσι, χωρίς το μακρυνάρι των επιθετικών του προσδιορισμών…).
*Πηγή: rproject.gr
Αναδημοσίευση από το iskra.gr
Η εκδήλωση, για την ακρίβεια η συμμετοχή σε αυτήν, ήταν μήνυμα και για τις σημερινές ηγεσίες της Λαϊκής Ενότητας και της Πλεύσης Ελευθερίας – μαζί οι δύο σχηματισμοί δεν συγκέντρωσαν ούτε το 1/2 του κόσμου στις δύο πρόσφατες αντίστοιχες εκδηλώσεις τους, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ και τη ΣΦΙΓΓΑ. Αυτό, κανονικά, πρέπει να προβληματίσει έντονα τα επιτελεία των δύο σχηματισμών – της ΛΑΕ και της Πλεύσης – κάτι κάνουν, επικοινωνιακά και πολιτικά, λάθος όταν κάνουν εκδηλώσεις σε στενό,εντέλει, κύκλο. Επίσης καλό θα ήταν να τους προβληματίσει το γεγονός ότι η ανυπομονησία και η δίψα του κόσμου να ακούσει και να γίνει κοινωνός της «πιο σοβαρής και τεκμηριωμένης πρότασης για τη μετάβαση στη δραχμή» προκάλεσε σποραδικές, άλλοτε πιο έντονες (περισσότερο προς το πρόσωπο του Παναγιώτη Λαφαζάνη) αποδοκιμασίες του στυλ «τελειώνετε με τους χαιρετισμούς» και γενική μουρμούρα και δυσφορία, που εξηγείται και από το δεύτερο φάουλ και σφάλμα των διοργανωτών : Μια εκδήλωση για την «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη δραχμή» δεν στριμώχνεται Τετάρτη βράδυ, ειδικά μάλιστα όταν με τη σχετική καθυστέρηση άφιξης τόσο του Λαφαζάνη όσο και της Κωνσταντοπούλου, τους χαιρετισμούς των δύο, καθώς και των δύο ξένων αντιπροσώπων, το κυρίως μενού παρουσίασης του ΕΔΕΚΟΠ διαδοχικά με τον Μαριόλη, τον Γαβριηλίδη και τον ίδιο τον Λαπαβίτσα, ξεκίνησε στις 9.20 και όχι στις 7, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο. Παρεμπιπτόντως, η Κωνσταντοπούλου «γλίτωσε» από κάποιες αποδοκιμασίες στη σχετική μακρηγορία του δικού της χαιρετισμού επειδή διατύπωσε ανοικτά, για δεύτερη φορά, μετά την μουσικοθεατρική σκηνή ΣΦΙΓΓΑ, τη θέση της «εναντίον του ευρώ», θέση που επιδοκιμάστηκε από το κοινό.
Η καθυστέρηση προκάλεσε κόπωση, ειδικά για τους όρθιους, λελογισμένο όσο και συγκαλυμμένο εκνευρισμό, δυσφορία – δεν ήταν ακριβώς…θεία λειτουργία, τουλάχιστον για όποιον συγχρωτίστηκε με τους θεατές. Και αυτό εξηγείται επίσης καθώς το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα των ακροατών ήταν άνθρωποι της τρίτης ηλικίας, συνταξιούχοι, μεσήλικες, «απόμαχοι της ζωής» ή πολύ κοντά στη δύση του εργασιακού τους βίου.Οι αντοχές, φυσικές, ψυχικές, σωματικές, μπορούν να προδώσουν και τον πιο καλόπιστο και πρόθυμο θεατή και ακροατή. Παρόλα αυτά, πρυτάνευσε η υπομονή – ένα ακόμη διδακτικό μάθημα για τις ηγεσίες της ΛΑΕ και της Πλεύσης που θεωρούν ότι πολιτική και επικοινωνία σήμερα σημαίνουν συνθήματα και εύκολα λόγια από την τηλεόραση και όχι τεκμηριωμένες, εμπεριστατωμένες και συνεκτικές θέσεις – όπλα στην καθημερινή επιχειρηματολογία και ζωή του κάθε πολίτη.
Και εδώ είναι το τρίτο φάουλ και η χαμένη ευκαιρία των διοργανωτών : Αν και ολοφάνερα, δεν υπήρχαν υποστηρικτές του ευρώ ή αμφιταλαντευόμενοι, τουλάχιστον, στο θέμα της ρήξης με την ευρωζώνη ανάμεσα στο κοινό, το πλήθος διψούσε και κατά κάποιον τρόπο απαιτούσε να εξοπλιστεί με βάσιμα, καθαρά, κατανοητά και σαφή επιχειρήματα για τη μετάβαση στη δραχμή, επιχειρήματα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην καθημερινότητα του, στο καφενείο, στο οικογενειακό τραπέζι, στην ουρά του ΟΑΕΔ, στη λαϊκή αγορά, στη γειτονιά και την πολυκατοικία του. Η εκδήλωση έπασχε ακριβώς σε αυτό το σημείο : Δεν εκλαΐκευσε την «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη μετάβαση στη δραχμή». Κάποιοι πίνακες αναλύσεων και τα διαγράμματα, που χρησιμοποίησε κυρίως ο Μαριόλης θα δυσκόλευαν ακόμη και τελειόφοιτους φοιτητές των οικονομικών. Η επιμονή για ανάδειξη συγκεκριμένων τομέων «παραγωγικής ανασυγκρότησης» στη βιομηχανία και τη γεωργία δεν συνοδεύτηκε από την τεκμηριωμένη εξήγηση του «γιατί αυτοί οι τομείς – ατμομηχανή και όχι άλλοι». Και δεν έλειψαν ορισμένες «ευκολίες» βγαλμένες λες από το διαβρωτικό πρίσμα των τηλεοπτικών παραθύρων και της συγκαταβατικής λογικής των πλατιών «εθνικών μετώπων» για τη μετάβαση στη δραχμή.
Παράδειγμα, ο Λαπαβίτσας ισχυρίστηκε ότι μέρος από το απαιτούμενο αποθεματικό των περίπου 12 δις ευρώ που απαιτούνται για το «πρώτο, μεταβατικό διάστημα του ενός-δύο μηνών έως ότου εκτυπωθούν στο σύνολο τους, οι νέες δραχμές» θα προέλθει από τα 24 δις «που βρίσκονται κρυμμένα μέσα στα στρώματα των Ελλήνων». Η φράση προκάλεσε δίκαιη αγανάκτηση : «Δεν έχουμε τέτοια ποσά στα σπίτια μας», πετάχτηκαν ορισμένοι από τους θεατές. Ο Λαπαβίτσας επέμεινε και ξεπέταξε την ένσταση με ένα «ναι εντάξει όχι όλοι, πολλοί». «Ευκολία» δεύτερη, η έκκληση του Λαπαβίτσα στην (ιδιωτική) Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος να προετοιμάζει «χθες» το παραπάνω αποθεματικό, «ανεξάρτητα αν πιστεύει ή όχι στη ρήξη με την ευρωζώνη» – σε διαφορετικό σημείο την ίδια τράπεζα (και όλες τις υπόλοιπες και σωστά) την «απείλησε» με διορισμό δημόσιου επιτρόπου, «την Κυριακή το βράδυ» υπονοώντας την Κυριακή το βράδυ μετά τις εκλογές νίκης του «εθνικού μετώπου για τη δραχμή». Σύγχυση ή αντίφαση, να ζητά κανείς «προετοιμασία μετάβασης» ακριβώς από εκείνους που αντιμάχονται λόγω και έργω αυτή τη μετάβαση; Σύγχυση, αντίφαση ή ευσεβείς πόθοι, ότι εκλογές με ορίζοντα την ανάρρηση ενός «εθνικού μετώπου δραχμής» στην εξουσία, θα έχουν χαρακτήρα «ομαλής διαδοχής στην κυβερνητική σκυτάλη», οταν έχει προηγηθεί η τραυματική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ της κοινοβουλευτικής και κυβερνητικής ανάθεσης και όταν κυρίως έχει προηγηθεί το μεγάλο λάθος αδρανοποίησης και αποστράτευσης της κοινωνικής πλειοψηφίας, όπως αυτή εκφράστηκε διαδοχικά το 2015 στις πρώτες εκλογές και κυρίως στο δημοψήφισμα;
Το «εθνικό μέτωπο», επίσης για τη δραχμή, έμεινε μια φράση μετέωρη και χωρίς εξηγήσεις, αν και οι ομιλητές υποστήριξαν ότι «το πολιτικό και θεσμικό ‘’εποικοδόμημα’’ δεν αφορά τη σοβαρή και τεκμηριωμένη, οικονομική πρόταση και έπεται των διαδικασιών μετάβασης». Συγγνώμη, αλλά φρονώ ότι το πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάβει το τιτάνιο έργο αυτής της μάχης, έστω και διά της «κοινοβουλευτικής οδού προς τον σοσιαλισμό» πρέπει να αποσαφηνιστεί και να αποκρυσταλλωθεί προτού σκαφτούν τα χαρακώματα. Εγραψα «σοσιαλισμό», λεξούλα που δεν ακούστηκε στην ΑΛΚΥΟΝΙΔΑ, ίσως ακριβώς επειδή οι πυλώνες μετάβασης και ανασυγκρότησης (αύξηση της ζήτησης, για να καταπολεμηθεί η ανεργία και κρατικές επενδύσεις βραχυπρόθεσμα στις υπηρεσίες και μακροπρόθεσμα στη βιομηχανία και τη γεωργία, προκειμένου να προχωρήσει η παραγωγική ανασυγκρότηση) ήταν βγαλμένες λες από τα οικονομικά εγχειρίδια του κεϋνσιανισμού.
Εδώ όμως υπάρχει ένα δομικό σφάλμα καταρχάς απλής λογικής : Η επαναφορά σε μια κατάσταση «καπιταλισμού με ανθρώπινο και κοινωνικό πρόσωπο» απαιτεί όχι μόνο τη συναίνεση των συνδικάτων και των εργαζομένων, αλλά και τη «συνενοχή» των κατόχων των μέσων παραγωγής και πλούτου, δηλαδή του κεφαλαίου. Εχουμε άραγε διαπιστώσει ότι καπιταλιστές και κεφάλαιο της Ελλάδας, όπως για παράδειγμα στον τομέα των υπηρεσιών και κατεξοχήν στον τουρισμό, ο εμβληματικός ΣΕΤΕ με επικεφαλής τον πλέον «γνωστό – άγνωστο» κουκουλοφόρο της τρόικας, Ανδρέα Ανδρεάδη, βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος με το «μέτωπο της δραχμής» και ακριβέστερα το μέτωπο της δραχμής ενάντια στη λιτότητα; Δεν θα το’λεγα…
Σε πιο πρακτικά ζητήματα, «η πλέον σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση για τη μετάβαση στη δραχμή» δυσκολευόταν να περιγράψει την πρώτη μέρα, την πρώτη εβδομάδα και τον πρώτο χρόνο της νέας κατάστασης. Για παράδειγμα, δεν αρκεί να μπουν δημόσιοι επίτροποι στις τράπεζες ή να περιέλθει σε δημόσιο έλεγχο η Τράπεζα της Ελλάδος, όταν τα πραγματικά Γενικά Επιτελεία του κουαρτέτου των «θεσμών» και της ευρωενωσιακής λιτότητας, βρίσκονται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και την «ανεξάρτητη» Αρχή Δημοσίων Εσόδων – εκτός αν αυταπατάται κανείς ότι η ανώτερη δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία τους θα σταθεί στο πλευρό του «εθνικου μετώπου της δραχμής» έπειτα από μια ενδεχόμενη επικράτηση σε εθνικές εκλογές. Επίσης, σε μια ελληνική οικονομία που οργιάζει η παραοικονομία, η κυκλοφορία μαύρου και αφορολόγητου χρήματος και επιβιώνει ακόμη και παρασιτικά και παρά την εμπέδωση συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών και συναλλαγών, η χάρτινη μορφή του χρήματος, δεν αρκεί η εμπιστοσύνη στο νέο νόμισμα που θα γεννήσει «από τα πάνω» το κράτος, καταβάλλοντας μισθούς και συλλέγοντας φόρους σε δραχμές, χωρίς ταυτόχρονη ίδρυση ανταλλακτηρίων και υποχρεωτικού σφραγίσματος των χάρτινων ευρώ σε νέες δραχμές, χωρίς ταυτόχρονη τιθάσευση των φαινομένων μαύρης αγοράς είτε στο συνάλλαγμα είτε στο εμπόριο. Αυτά φυσικά προαπαιτούν λαϊκή και μαζική κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων της εργασίας. Τέλος μπορεί η εκτίμηση για ένα πληθωρισμό που θα τρέχει στο 10% και μόνο τον πρώτο χρόνο να είναι επαρκώς βάσιμη, αλλά πρέπει να αποσαφηνιστεί η πολιτική βούληση ότι κάθε απόπειρα κερδοσκοπίας και σχετικών πιέσεων στην αγορά θα κατασταλεί από το οικονομικό επιτελείο και τους ελεγκτικούς του μηχανισμούς εν τη γενέσει τους.
Με όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι η «πιο σοβαρή και τεκμηριωμένη πρόταση» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ούτε αριστερή ούτε ριζοσπαστική, ενώ και από πλευράς εκλαϊκευμένων, εύληπτων και άμεσα χρήσιμων στο δημόσιο και ιδιωτικό λόγο τεκμηρίων έπασχε, από τη στιγμή μάλιστα που ποντάρει πολλές από τις παραδοχές της, στην «επανεκκίνηση» των σχέσεων ταξικής συμφιλίωσης μεταξύ των εργαζομένων και του κεφαλαίου στην Ελλάδα μέσα σε έναν καθαγιασμένο, αλλά ανύπαρκτο για το δεύτερο, κεϋνσιανό δρόμο, ο οποίος όπως έχει αποδείξει η ιστορία και η ζωή, είναι ο δρόμος της ταυτοτικής απώλειας για την Αριστερά. Η ιστορία πάλι, η ζωή και οι κατά περίπτωση ηγεσίες έχουν αποδείξει επίσης στην ελληνική Αριστερά τον εσφαλμένο, ναρκοθετημένο και επικίνδυνο δρόμο των «εθνικών μετώπων» για κάθε χρήση και σε κάθε κρίση.
Για να το θέσω ωμά και με πλήρη ενσυναίσθηση της βαρύτητας και της φόρτισης των λέξεων, των στιγμών και της σημερινής συγκυρίας, «Λίβανος» και «Καζέρτα» για τη δραχμή δεν πρέπει, δεν μπορούν και ορισμένοι δεν θα πρέπει και να θέλουμε να ξαναϋπάρξουν… Για τους υπόλοιπους, δεν παίρνω εδώ και καιρό όρκο ότι δεν θα ήθελαν μια επανάληψη του δράματος, με αντάλλαγμα έναν πρόσκαιρο ρόλο επί πολιτικής και οικονομικής σκηνής…
Εντέλει, το θετικότερο στοιχείο της χθεσινής βραδιάς ήταν το πλήθος των συγκεντρωμένων, η δίψα για πολιτικό προβληματισμό και εξοπλισμό με επιχειρήματα και θεωρητικά και πρακτικά «όπλα», η διαθεσιμότητα του για όλα τα υπόλοιπα, συγκρουσιακά και στοιχειακά είναι το μεγάλο ζητούμενο, το οποίο όμως δεν μπορεί να βρει απαντήσεις μέσα στην πλειονότητα μιας μάζωξης κυρίως από μεσήλικες και συνταξιούχους.
Το στοίχημα της Αριστεράς παραμένει η διαθεσιμότητα, η κινητοποίηση, η οργάνωση της νεολαίας, εντός και εκτός της χώρας, εντός και εκτός των υπηρεσιών, της γεωργίας, της βιομηχανίας, των πανεπιστημίων – εξάλλου, οι «χαμένες γενιές» του νεοφιλελευθερισμού και της ποινικοποίησης των αριστερών ιδεών δυσκολεύονται πια αφάνταστα να εγκαταλείψουν τις αυταπάτες και τις διαδοχικές διαψεύσεις τους, για το παρόν και το μέλλον του ελληνικού και του ευρωπαϊκού οικονομικού και πολιτικού οικοδομήματος. Το τελευταίο συμπέρασμα αφορά και στις ηγεσίες που μας έλαχαν σχεδόν στο σύνολο των θεωρούμενων «αντιμνημονιακών» και αριστερών (όλα;) σχηματισμών, που προετοιμάζουν αενάως το «μέτωπο» (έτσι, χωρίς το μακρυνάρι των επιθετικών του προσδιορισμών…).
*Πηγή: rproject.gr
Αναδημοσίευση από το iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου