Όλη η πόλη μαγαζί, όλο το άλσος γήπεδο
Πάνε τρία χρόνια από τότε που παρουσιάστηκε από τη Δικέφαλος 1924 ΑΕ το σχέδιο για το νέο γήπεδο στη Νέα Φιλαδέλφεια, αλλά και ορίστηκε η κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η ζωή σ’ αυτή την πόλη για να υπηρετήσει τους «αναπτυξιακούς» σκοπούς αυτής της «επένδυσης».
Από τότε η Νέα Φιλαδέλφεια αλλάζει προς το χειρότερο, μόνο και μόνο στην ιδέα μιας «Αγιά-Σοφιάς» μεγαλύτερης σε στρέμματα κι απ’ το Κολοσσιαίο της Ρώμης. Καφετέριες και κέντρα διασκέδασης φυτρώνουν σαν μανιτάρια, διεκδικώντας και κερδίζοντας ολοένα και περισσότερο χώρο μέσα στην πόλη. Σουβλατζίδικα, εναλλακτικά και μοντέρνα καταστήματα εστίασης με πληθώρα τοπικών και διεθνών κουζινών ανοίγουν συνεχώς, βασίζοντας την οικονομική επιτυχία των αφεντικών τους σε απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες, σε ατελείωτες ώρες εργασίας και μισθούς πείνας. Ο δημόσιος χώρος γεμίζει με τραπεζοκαθίσματα και η κεντρική πλατεία Πατριάρχου κατακλύζεται απ’ τα σκουπίδια των μαγαζιών, τα οποία ο δήμος δηλώνει πως αδυνατεί να διαχειριστεί. Οι δρόμοι του κέντρου της πόλης έχουν μετατραπεί σε ένα απέραντο πάρκινγκ, ενώ πεζόδρομοι και πεζούλια έχουν γίνει προέκταση των καταστημάτων: ο δημόσιος χώρος αλλάζει με γοργούς ρυθμούς, προσαρμοζόμενος στα νέα δεδομένα.
Πώς να πουλήσετε μια πόλη
Ακόμα και χωρίς «Αγιά-Σοφιά», δουλεύει το λεγόμενο place branding: πρόκειται για έναν τομέα του επιστημονικού μάρκετινγκ, πλούσιο σε δημοσιεύσεις και βιβλιογραφία την τελευταία εικοσαετία. Το place branding είναι μια συνέχεια της ιδέας του γνωστού εμπορικού branding, αλλά τοποθετημένο στο χώρο. Το εμπορικό branding προσπαθεί να χτίσει μια ιδεολογία γύρω από ένα σύνολο εμπορικών προϊόντων, τα οποία γίνονται φορείς ανθρώπινων ιδιοτήτων, οι οποίες «μεταβιβάζονται» στους καταναλωτές κατά τη διαδικασία αγοράς-κατανάλωσης. Έτσι, φορώντας τα τάδε παπούτσια της τάδε εταιρείας μπορείς να νιώθεις αρκετά ικανή ώστε να «just do it», ακόμη κι αν τα πόδια σου δεν σε κρατάνε για να τρέξεις μετά τη δουλειά, να είσαι «πρωταθλητής» υποστηρίζοντας τη δείνα αθλητική ομάδα, ακόμη κι αν το αφεντικό σε κάνει ξεφτίλα καθημερινώς ή και να «keep walking» ακόμη κι αν έχεις καρφωθεί με το αυτοκίνητο σε καμιά κολόνα, μετά τα ποτάκια του Σαββατόβραδου στον πεζόδρομο της Σάρδεων.
Το place branding επεκτείνει την ιδέα του branding σε μια γεωγραφική περιοχή, μετατρέποντας την ίδια την περιοχή σε προϊόν προς κατανάλωση. Αυτή η μετατροπή βασίζεται σε ένα σύνολο ιδεών, χρηματοδοτήσεων και νομικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν μια φαντασιακή κοινότητα με εξίσου φαντασιακά χαρακτηριστικά. Η ιστορία κάθε τόπου ακρωτηριάζεται και αναδομείται, ώστε να λειτουργεί ως περιτύλιγμα για οτιδήποτε τα αφεντικά αυτού του τόπου θέλουν να πουλήσουν. Οι επαγγελματίες του place branding κατασκευάζουν μια επιλεκτική αφήγηση για την ιστορία και προβάλουν την «ιστορική κληρονομιά» που τους βολεύει, ενώ ταυτόχρονα συσκοτίζουν τα αυθεντικά στοιχεία μνήμης ενός τόπου και την πραγματικότητά του, εκτός κι αν η επίκληση κάποιου απ’ αυτά τυχαίνει να εξυπηρετεί το πλάνο. Η νέα ταυτότητα δεν έχει ως αφετηρία την αυθεντική καθημερινότητα της πόλης (όποια κι αν είναι αυτή), αλλά μια προσχεδιασμένη με όρους marketing εικόνα βιτρίνας, που εισάγει τον τόπο ως προϊόν στην αρένα του ανταγωνισμού του εγχώριου ή και του διεθνούς καπιταλισμού.
Στο πετυχημένο place branding, το προϊόν «πόλη» προωθείται απ’ τους ίδιους τους κατοίκους της, που καλούνται να παίξουν το ρόλο του καθημερινού διαφημιστή, την ώρα που καταναλώνουν ασταμάτητα. Ο ελλαδικός χώρος, και ειδικότερα η πόλη της Αθήνας, έχουν πρόσφατη και πικρή εμπειρία μιας τέτοιας πλάνης – απ’ την οποία κάτι λίγοι βγήκαν πλουσιότεροι και οι περισσότεροι φτωχότεροι, τόσο με αυστηρά οικονομικούς όρους, όσο και με ευρύτερα κοινωνικούς. Αναφερόμαστε φυσικά στην Ολυμπιάδα του 2004, που πλαισίωσε το «εκσυγχρονιστικό όραμα» Σημίτη, απ’ το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, και μας έφερε στα όμορφα που είμαστε σήμερα. Η αφήγηση είχε βέβαια κλαδιά ελιάς και αρχαίο πνεύμα αθάνατο, ελληνική μαγκιά, υπεροψία για τον οικονομικό και γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στα Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο και μια ατομικιστική αισιοδοξία που δεν ευοδώθηκε και σήμερα μπορούμε πια να την προσεγγίζουμε με πικρό μαύρο χιούμορ. Ήταν μεγάλο το μέρος της ελληνικής κοινωνίας που έγινε φορέας της παραπάνω ιδεολογίας και υιοθέτησε ένα φάσμα συμπεριφορών που ξεκινούσε απ’ την εθελοντική εργασία για συμφέροντα πολυεθνικών και κατέληγε στις πετσέτες παραλίας με τον Φοίβο και την Αθηνά…
Η Αθήνα τη νύχτα
Κατά κανόνα, τις τελευταίες δεκαετίες μια διαδικασία place branding «ανεβάζει» και «κατεβάζει» τις περιοχές που λαμβάνει χώρα η θρυλική νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας. Έχουμε δει τα συντρίμμια που αφήνουν πίσω τους οι χαρούμενοι Αθηναίοι σε περιοχές όπως του Ψυρρή (άλλοτε εμποροβιοτεχνικό κέντρο της πόλης, που μετατράπηκε πριν μια δεκαπενταετία σε «must» προορισμό των εναλλακτικών και mainstream πληθών), το Γκάζι (άλλοτε εργατική γειτονιά με έντονη παρουσία καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, όπως οι τσιγγάνοι και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, που μετά και τη λειτουργία του μετρό μεταμορφώθηκε σε προορισμό όλων των «φυλών» της αθηναϊκής νύχτας), τα Πετράλωνα (όπου οι αγωνιζόμενοι κάτοικοι αντιμετωπίστηκαν από τη μαφία ακόμη και με εμπρησμούς σπιτιών), το Κουκάκι, το Μπουρνάζι και αναρίθμητες άλλες, καθώς η γενικευμένη αλλοτρίωση των εργαζόμενων καταναλωτών ξοδεύει όλες τις πιάτσες του nightlife σε χρόνο dt.
Εδώ μόνο ΑΕΚ
Σήμερα, η Νέα Φιλαδέλφεια είναι σε περίοδο «ανόδου». Το γεγονός αυτό πιστοποιούν τα επανειλημμένα αφιερώματα των free press εντύπων, η πίεση για άρση των νομικών περιορισμών που προστατεύουν τον προσφυγικό συνοικισμό, το αγκάλιασμα της «επιχειρηματικότητας» από τη δημοτική αρχή και, βεβαίως, μια απλή βόλτα στο κέντρο της πόλης.
Σ’ αυτή την προσπάθεια θεμελίωσης του προϊόντος «Νέα Φιλαδέλφεια», είναι καίριο να επινοηθεί και να προπαγανδιστεί μια συνοπτική, συνεκτική και κατά το δυνατόν απλή (ως και απλοϊκή) ταυτότητα. Εδώ και τρία χρόνια, με συστηματικές προσπάθειες διαφόρων δυνάμεων εντός κι εκτός πόλης, η ταυτότητα αυτή συνοψίζεται σε τρεις λέξεις, τις οποίες κανείς δεν πρέπει να θέτει σε αμφισβήτηση: «ΕΔΩ ΜΟΝΟ ΑΕΚ». Η ζωή και η ιστορία της προσφυγικής γειτονιάς μπαίνουν κάτω από τα στοργικά φτερά του δικέφαλου αετού. Οι κάτοικοι της Νέας Φιλαδέλφειας ή θα πρέπει να αντιλαμβάνονται την πόλη τυλιγμένη σε κιτρινόμαυρη λαδόκολλα (Κωνσταντινούπολη – «Αγιά Σοφιά» – Κεμπάπ) ή θα θεωρούνται «αλλόθρησκοι» κι «αντιφρονούντες» και θα κυνηγιούνται. Ή θα φας σουβλάκια ή ξύλο.
Ευχαριστούμε, δεν τσιμπάμε
Τις γειτονιές μας δεν τις χαρίζουμε στον κάθε επενδυτή που μας βλέπει μόνο σαν καταναλωτές ή φθηνούς εργάτες. Αντί να αφομοιώνουμε και να αναπαράγουμε τις ιδέες των αφεντικών περί ανάπτυξης (του δικού τους κέρδους), οργανώνουμε στο εδώ και στο τώρα τις δικές μας δομές και αντιστάσεις απέναντι στην κυριαρχία, με βάση τις αντιαναπτυξιακές αρχές της αλληλεγγύης, της ελευθερίας και της αυτοοργάνωσης.
Και λέμε αντιαναπτυξιακές, διότι δεν έχουμε κανένα λόγο να στηρίζουμε και να επιδιώκουμε την οικονομική ανάπτυξη, όπως την εννοούν τα μεγάλα και μικρά αφεντικά: ως μεγέθυνση, δηλαδή, της κερδοφορίας των επιχειρήσεων κάθε μεγέθους και ως υπερεκμετάλλευση της γης, ειδικά της αστικής, σε ύψος, βάθος και πυκνότητα. Ειδικότερα η κινητικότητα του τομέα της εστίασης στη Νέα Φιλαδέλφεια δεν ωφελεί κανέναν, σε οποιοδήποτε επίπεδο, εκτός απ’ τους ίδιους τους μαγαζάτορες. Κατά τ’ άλλα, το περιβάλλον υποβαθμίζεται, ο δήμος και η περιφέρεια κατευθύνουν δημόσιο χρήμα στην κάλυψη των αναγκών αυτού του επιχειρηματικού τομέα, η κατοικία απωθείται απ’ το κέντρο της πόλης, ο πολύπαθος προσφυγικός συνοικισμός κινδυνεύει να χαθεί για πάντα κάτω απ’ τον οδοστρωτήρα της νυχτερινής ζωής. Λίγο παραπέρα, ο δήμος προωθεί την εμπορική αξιοποίηση του άλσους, με τη σχεδιαζόμενη ανοικοδόμηση του νέου Κενταύρου.
Η αποδοχή μιας τέτοιας προοπτικής (ή έστω η ανοχή απέναντί της) απ’ τη μεριά ορισμένων κατοίκων της πόλης, βασίζεται σε μια στρεβλή αντίληψη που θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε με την μικρόνοη παροιμία «μάζευε κι ας είν’ και ρόγες»: ο μικροϊδιοκτήτης σκέφτεται την πιθανότητα ενός υψηλού ενοικίου επαγγελματικής στέγης, ο άνεργος σκέφτεται την πιθανότητα ενός έστω χαμηλού μεροκάματου κάπου στη γειτονιά, ο μικροεπιχειρηματίας που δε δραστηριοποιείται στην εστίαση σκέφτεται ότι κάτι θα τσιμπήσει κι αυτός απ’ το πέρασμα των ορδών του Σαββατοκύριακου· όλοι μαζί σκέφτονται τι ωραία που θα περάσουν τη νύχτα του Σαββάτου ως καταναλωτές διασκέδασης. Η πόλη, όμως, σε πείσμα όλων αυτών που θέλουν να ελέγξουν τις ζωές μας, είναι ένα δίκτυο πραγματικών σχέσεων που έχουν προκύψει από τις ανάγκες της ζωής σε αυτή. Η έξωθεν επιβολή των επενδυτών που αντιλαμβάνονται το χώρο, τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους ως εμπορεύματα, ζητά στην ουσία την καταστροφή τους. Γι’ αυτό κι εμείς τη βλέπουμε ως εχθρική κίνηση. Αν αφήσουμε τη ζωή στην πόλη, σε κάθε πόλη, να γίνει απλά μια αλληλουχία πράξεων κατανάλωσης, θα έχουμε παραχωρήσει την πρωτοβουλία στους αντικειμενικούς μας εχθρούς. Ας μην τους αφήσουμε!
Να κάνουμε την πόλη ριψοκίνδυνη επένδυση!
Συλλογικό κείμενο από τις
Ανοιχτές Ελευθεριακές Συναντήσεις
στην Κατάληψη Στρούγκα
Φλεβάρης 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου